Επί της Κούρφιρστενταμ, της κύριας κεντρικής λεωφόρου του Δυτικού Βερολίνου, το πρωί της 11ης Απριλίου του 1968, ο Γιόζεφ Μπάχμαν, ένας νεαρός ακροδεξιός που είχε τυφλωθεί από την εκστρατεία μίσους του εκδοτικού οίκου Axel Springer και της Bild κατά του φοιτητικού κινήματος, πυροβόλησε τρεις φορές τον Ρούντι Ντούτσκε, τον χαρισματικό ηγέτη όλων των φοιτητών της Δυτικής Γερμανίας. Στην πρώην πρωτεύουσα του Τρίτου Ράιχ αλλά και σε άλλες πόλεις ακολούθησαν ημέρες βίαιων συγκρούσεων ανάμεσα σε οργισμένους φοιτητές και τις δυνάμεις ασφαλείας.
Οι εικόνες που μεταδίδονταν από τις τηλεοράσεις όλου του κόσμου θύμιζαν εκείνες της δολοφονίας, μία εβδομάδα νωρίτερα, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο Μέμφις του Τενεσί. Ο Ντούτσκε τελικά κατάφερε να επιζήσει, παρά τις σοβαρότατες εγκεφαλικές βλάβες που υπέστη, αλλά αναγκάστηκε να μάθει από την αρχή ακόμα και πώς να μιλάει και να γράφει. Απεβίωσε τελικά, έντεκα χρόνια μετά στο σπίτι του, στη Δανία, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1979. Πνίγηκε καθώς έκανε μπάνιο εξαιτίας μιας κρίσης επιληψίας από την οποία υπέφερε, άμεση συνέπεια των τραυμάτων που υπέστη κατά την απόπειρα δολοφονίας.
Η αναγκαστική και βίαιη απόσυρση του «κόκκινου» Ρούντι από τα κοινά σήμανε αυτομάτως και το τέλος του γερμανικού 1968. Και ξαφνικά το μαζικότατο κίνημα κατά του αυταρχισμού με κύριο όπλο την κριτική σκέψη βυθίστηκε μέσα στο σκοτάδι του δογματικού σεχταρισμού αλλά και της τρομοκρατίας των μελών της RAF. Και πολλοί από εκείνους που λίγα χρόνια πριν κατέβαιναν στις πλατείες τραγουδώντας τo The Times Are Changing του Μπομπ Ντίλαν -επισημαίνει σε άρθρο του στην La Repubblica (με συνδρομή)ο ιταλός φιλόσοφος Αντζελο Μπολάφι- κατέληξαν οπαδοί του μαοϊσμού, διατεθειμένοι να θυσιάσουν τις βασικές αρχές της περίφημης «Κritische Theorie» (Κριτικής Θεωρίας) της Σχολής της Φρανκφούρτης στον βωμό της μαρξιστικής-λενινιστικής ορθοδοξίας.
Αλλά σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, θα αποτελούσε μια παράλειψη της Ιστορίας η μη αναγνώριση της σημασίας και της συμβολής του γερμανικού 1968 στη διαδικασία πολιτικής και ηθικής μεταρρύθμισης της μεταπολεμικής Γερμανίας. Επρόκειτο για διαδικασία «μετάνοιας», που είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει η σημερινή Γερμανία να αποτελεί τον κύριο εκφραστή του ευρωπαϊσμού και των δημοκρατικών και φιλελεύθερων αξιών της δυτικής παράδοσης.
Και το 1968, επισημαίνει ο Μπολάφι, αποτέλεσε ένα έτος καταλυτικό και συνάμα καταληκτικό. Ετος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε, αφότου επιταχύνθηκε, η πορεία μετάλλαξης της γερμανικής κοινωνίας που είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ο ιταλός στοχαστής επικαλείται τον διακεκριμένο γερμανό αναλυτή Κλάους Χάρτουνγκ, σύμφωνα με τον οποίο «το πραγματικό ’68 υπήρξε το ’67 που αποτέλεσε την κορύφωση μιας διαδικασίας που άρχισε το 1964. Το 1968 ήταν η χρονιά που οι ιδέες της γενιάς του ’67 διαλύθηκαν, ριζοσπαστικοποιήθηκαν ή αντιστράφηκαν. Το κίνημα κατά του αυταρχισμού έδωσε τη θέση του στον απολυταρχισμό».
Γιατί από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, και ειδικά με τη δίκη της Φρανκφούρτης κατά των εγκληματιών του Αουσβιτς, αποκαλύφτηκε εκείνος ο «ο λαβύρινθος της σιωπής» που κατασκευάστηκε τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου «από μια κοινωνία που επιδίωξε να λάβει συλλογική αμνηστία -σημειώνει ο Μπολάφι- χάρη στη συλλογική αμνησία αναφορικά με το Ολοκαύτωμα και ήλπιζε να τη βγάλει καθαρή, αντικαθιστώντας τον παλιό αντισημιτισμό με τον νέο αντικομμουνισμό».
Ολα όμως άλλαξαν μόλις κινητοποιήθηκαν όλοι όσοι γεννήθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου ή των πρώτων μεταπολεμικών ετών. «Το 1967 συνέβη στη Γερμανία κάτι που μπορεί να συγκριθεί με το Θερμό Φθινόπωρο της Ιταλίας το 1969 ή με το ’68 στη Γαλλία. Τέθηκε στην ημερήσια διάταξη το καθήκον της απελευθέρωσης από το ναζιστικό παρελθόν» όπως έχει επισημάνει ο γερμανός φιλόσοφος Ντέτλεφ Κλάουσεν. Και έτσι εκείνη η Γερμανία που το 1950 φαινόταν στην Χάνα Αρεντ ανίκανη «να επεξεργαστεί το πένθος» αλλά και να αναμετρηθεί «με αυτό που πραγματικά συνέβη» κατάφερε να γυρίσει σελίδα στην Ιστορία.
Οπότε η εξέγερση των φοιτητών της Γερμανίας υπήρξε συγχρόνως τελική κατάληξη και παράγοντας διεύρυνσης της αποκαλούμενης «απογερμανοποίησης» του γερμανικού πνεύματος. Συνέλαβε επίσης στην πρόοδο της πολιτικής στη χώρα και στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών που οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν επιβάλει στη μεταπολεμική Γερμανία. Και μετά ήρθε η στιγμή για να ανοίξει ένας νέος κύκλος, το 1969, με την πρώτη κυβέρνηση του Βίλι Μπραντ και, κυρίως, με τη θριαμβευτική επανεκλογή του, το 1972, όταν οι Σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν την απόλυτη πλειοψηφία, προβαίνοντας κατά την επόμενη δεκαετία στον ριζικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και της οικονομίας. Ακολουθώντας την προτροπή του Ρούντι Ντούτσκε, καταλήγει ο Αντζελο Μπολάφι, για μια «μακρά πορεία μέσω των θεσμών».