Τον περασμένο Μάρτιο, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα επισκέφθηκε την Αργεντινή για να συναντηθεί με το νέο πρόεδρο της χώρας, Μαουρίτσιο Μάκρι, βρέθηκε μπροστά σε μια κατάσταση που λογικά θα έπρεπε να αναμένει.
Αρκετός κόσμος κατέβηκε στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί για τη στάση που κράτησαν οι ΗΠΑ απέναντι στη χώρα τους στο παρελθόν Αυτό που ζητούσαν ήταν εξηγήσεις και μια «καθαρή» απολογία από την πλευρά του Μπαράκ Ομπάμα.
Οπως έπραξε και στο ταξίδι του στην Κούβα όπου προσπάθησε να αποφύγει επικίνδυνα ζητήματα και σκοπέλους του παρελθόντος, έτσι και στην περίπτωση της Αργεντινής, ο Ομπάμα, δεν είχε σκοπό να αναμοχλεύσει το παρελθόν. Μόνο που έπεσε στην περίπτωση: σε καμία άλλη χώρα της Λατινικής Αμερικής δεν θάλλει τόσο έντονα ο αντιαμερικανισμός όσο στην Αργεντινή. Η πολιτική κουλτούρα της χώρας στηρίζεται σε μια μόνιμη κατηγορία που απευθύνεται στην Ουάσιγκτον και στον τρόπο που προσπαθούσε συχνά πυκνά να εμπλέκεται στα εσωτερικά της Αργεντινής.
Το αμερικανικό περιοδικό New Yorker θυμίζει ότι η Αριστερά εδώ και δεκαετίες κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ ότι στήριξαν τους στρατιωτικούς οι οποίοι κατέλαβαν την εξουσία τον Μάρτιο του 1976 με αποτέλεσμα να διεξάγουν το γνωστό «βρόμικο πόλεμο» κατά των αντιφρονούντων: μια «πολιτική» που εξελίχθηκε σε πογκρόμ και στοίχισε πολλές ζωές στα κατοπινά επτά χρόνια της δικτατορίας.
Η σημειολογία δεν μπορεί να παραγνωριστεί: η επίσκεψη Ομπάμα συνέπεσε με την με την τεσσαρακοστή επέτειο του πραξικοπήματος. Φυσικά, ο Ομπάμα, φρονίμως ποιών, απέτισε φόρο τιμής στα θύματα του «βρόμικου πολέμου» επισκεπτόμενος το μνημείο που έχει χτιστεί προς τιμήν τους στα περίχωρα του Μπουένος Αϊρες.
Επίσης, στο λόγο που ανέγνωσε στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι υπήρξαν κάποιες «αμαρτίες» ή «παραλείψεις» από την πλευρά των Αμερικανών, όπως και μια καθυστερημένη παραδοχή ότι στην Αργεντινή εκείνη την περίοδο καταπατήθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν εκστόμισε τη λέξη «συγγνώμη»; Οχι, σε καμία περίπτωση.
Πριν από το ταξίδι του Ομπάμα στην Αργεντινή, η σύμβουλός του για θέματα εθνικής ασφαλείας, Σούζαν Ράις, είχε ανακοινώσει ότι πρόθεση της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν να αποχαρακτηρίσει χιλιάδες στρατιωτικά και άλλα απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ που σχετίζονται με εκείνη την ταραχώδη περίοδο στην Αργεντινή.
Πολλοί χαιρέτισαν εκείνη την ανακοίνωση ως μια έμπρακτη κίνηση καλής θέλησης από την πλευρά του Ομπάμα και μια σαφή πρόθεση για την οικοδόμηση μιας νέας περιόδου σχέσεων των ΗΠΑ με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ητοι: να θάψει και το τελευταίο απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου, όπως είπε εύγλωττα στην Αβάνα μπροστά στον κουβανικό λαό.
Η ανακοίνωση έγινε πράξη. Στα τέλη Αυγούστου κυκλοφόρησε η πρώτη δόση από αυτά τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα. Σύμφωνα με αυτά, όντως, ανώτεροι υπάλληλοι του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχαν πλήρη επίγνωση της αιματηρής φύσης του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Μάλιστα, γνώριζαν τόσα πολλά που αρκετοί από αυτούς δεν έκρυβαν τον τρόμο τους. Κάποιοι άλλοι, πάντως, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ περί άλλα ετύρβαζαν.
Το 1978, ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ, Ραούλ Εκτορ Κάστρο, έγραψε για την επίσκεψη του Κίσινγκερ στο Μπουένος Αϊρες (ήταν φιλοξενούμενος του δικτάτορα, Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ενώ στη χώρα διεξαγόταν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου) ότι άφησε πολλές ανησυχίες.
Ο Κίσινγκερ είχε εκθειάσει δημόσια την προσπάθεια της Αργεντινής να καταπολεμήσει την τρομοκρατία. Ως εκ τούτου, ο Κάστρο φοβόταν ότι οι στρατιωτικοί θα χρησιμοποιούσαν τα εγκωμιαστικά σχόλια του ως δικαιολογία και άλλοθι για τη σκλήρυνση της στάσης τους και την περαιτέρω καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Οι τελευταίες αποκαλύψεις συνθέτουν ένα αρκούντως περίεργο πορτρέτο του Χένρι Κίσινκερ. Από τη μια εμφανίζεται ως μια αδίστακτη «μαζορέτα», αλλά από την άλλη δεν αποδεικνύεται από πουθενά ότι είχε ενεργό συμμετοχή στα στρατιωτικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής, άρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τα εγκλήματα πολέμου που συνέβησαν σε αυτές.
Βέβαια, σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από τον προηγούμενο αποχαρακτηρισμό εγγράφων κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Κλίντον, ο Κίσινγκερ είχε δείξει ότι είχε επίγνωση του τι σκόπευαν να κάνουν οι στρατιωτικοί και μάλιστα δεν δίσταζε να λέει ιδιωτικά ότι είχε πρόθεση να τους ενθαρρύνει. Ή, τουλάχιστον, να μην τους αποθαρρύνει.
Οντως, έτσι έπραξε. Αμέσως μετά το πραξικόπημα, ο Κίσινγκερ απέστειλε ένα άκρως ενθαρρυντικό μήνυμα στους δικτάτορες, το οποίο συμπληρώθηκε από ένα ανάλογο πακέτο βοήθειας. Δύο μήνες μετά, σε συνάντηση που είχε με τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Αργεντινής, ούτε λίγο ούτε πολύ του είπε ότι αν πρέπει να γίνουν κάποια «πράγματα» να γίνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Φυσικά, οι στρατιωτικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Βάφτισαν την εγκληματική τους δράση κατά των Αριστερών και των συμπαθούντων τους με τον βαρύγδουπο τίτλο «Εθνική Αναδιοργάνωση» («El proceso»). Κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου «βρόμικου πολέμου», περίπου τριάντα χιλιάδες άνθρωποι απήχθησαν κρυφά, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας.
Εκατοντάδες ύποπτοι θάφτηκαν σε ανώνυμους ομαδικούς τάφους, ενώ χιλιάδες άλλοι ξεγυμνώθηκαν, υπό την επήρεια ναρκωτικών, φορτώθηκαν σε στρατιωτικά αεροσκάφη, και πετάχτηκαν στη θάλασσα από τον αέρα, ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί. Ο όρος «los desaparecidos» («οι εξαφανισμένοι») έγινε μία από τις… πικρές συνεισφορές της Αργεντινής στο παγκόσμιο πολιτικό λεξικό.
Κατά τη στιγμή που έγινε το πραξικόπημα, ο Τζέραλντ Φορντ ήταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, όπως ήταν και επί εποχής Νίξον.
Ηταν αυτός που έπεισε το Κογκρέσο, αμέσως μετά την εδραίωση της δικτατορίας στην Αργεντινή, να εγκρίνει πακέτο βοήθειας ύψους 50 εκατ. δολαρίων ως βοήθημα προς τη χούντα, ενώ στη συνέχεια εκταμιεύτηκαν επιπλέον 30 εκατ. δολάρια με το πρόσχημα ανάπτυξης κάποιων στρατιωτικών προγραμμάτων και ακόμη εγκρίθηκαν πωλήσεις αεροσκαφών αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων.
Το 1978, με τον Τζίμι Κάρτερ να βρίσκεται ήδη ένα χρόνο στην προεδρία, έλαβε τέλος η ενίσχυση των ΗΠΑ καθώς αυξάνονταν οι ανησυχίες για την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τους χουντικούς. Οι περιορισμοί ωστόσο άρθηκαν το 1981 όταν στον Λευκό Οίκο μπήκε ο Ρόναλντ Ρίγκαν.
Ο Κίσινγκερ διατηρούσε πάντα έναν σκοτεινό ρόλο σε τέτοιες «λεπτές» υποθέσεις. Ως εκ τούτου δεν υπέστη καμία νομική συνέπεια για τους 3.000 ανθρώπους που δολοφόνησε ο Πινοσέτ στη Χιλή ή για εκείνους που πέθαναν στην Καμπότζη ή το Βιετνάμ όταν διέταξε να πραγματοποιηθούν αεροπορικοί βομβαρδισμοί εκτεταμένης ισχύος.
Ενας από τους σημαντικότερους επικριτές του ήταν ο αείμνηστος δημοσιογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς, ο οποίος το 2001 έγραψε ένα βιβλίο που ήταν ευθύ κατηγορητήριο εναντίον του «Γερακιού» με τίτλο «Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ». Ο Χίτσενς ζητούσε τη δίωξη του Κίσινγκερ «για εγκλήματα πολέμου, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για εγκλήματα κατά το κοινό, εθιμικό ή διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της συνωμοσίας για τη διάπραξη φόνων, απαγωγών και βασανιστηρίων».
Την περίοδο που βρισκόταν σε εξέλιξη ο «βρόμικος πόλεμος», οι στρατηγοί αρνήθηκαν κάθε κατηγορία. Με κυνικό τρόπο ο Βιδέλα έλεγε για τους εξαφανισμένους ότι δεν ήταν ούτε νεκροί ούτε ζωντανοί – απλώς εξαφανισμένοι. Αλλοι αξιωματούχοι έλεγαν ότι οι εξαφανισμένοι χάθηκαν από προσώπου γης οικεία βουλήσει με σκοπό να δημιουργήσουν επαναστατικές ομάδες και να διαπράξουν τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στην πατρίδα τους.
Οπως συνέβη στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, οι περισσότεροι Αργεντινοί ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε, αλλά σιώπησαν από συνενοχή, ή φόβο. Για όσους εξαφανίζονταν, υπήρχε μια μόνιμη επωδός από τους γείτονές τους «κάτι πρέπει να έχουν κάνει», έτσι ώστε να πετάξουν από πάνω τους τις τύψεις και τις ενοχές.
Μπορεί ο Κίσινγκερ να μην κατηγορείται για ευθεία συμμετοχή σε αυτές τις «εκκαθαρίσεις», αλλά υπάρχουν τρανές αποδείξεις της αναισθησίας του. Ανήκει δικαίως στη χορεία των πολιτικών ανδρών που στηρίχθηκαν στην περιφρόνηση μπρος στον ανθρώπινο πόνο και εδραίωσαν την ισχύ τους με το φόβο. Οι υπηρεσίες του προς το πολιτικό κατεστημένο ήταν συγκεκριμένες και απόλυτα ευκρινείς.
Το 2003, στο ντοκιμαντέρ του Ερολ Μόρις με τον τίτλο «The Fog of War», ο ΜακΝαμάρα, υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ την πρώτη περίοδο του Βιετνάμ, εμφανίζεται ως ένας βασανισμένος άνθρωπος που προσπαθούσε να συμβιβαστεί, ανεπιτυχώς, με το τεράστιο ηθικό φορτίο των ενεργειών του. Κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος όταν συνέγραψε τα απομνημονεύματά του.
Τι έκανε ο Κίσινγκερ όταν ένας δημοσιογράφος, ο Στίβεν Τάλμποτ, τον ενημέρωσε για τα ηθικά διλήμματα που κατάτρεχαν τον ΜακΝαμάρα; Τον κορόιδεψε κάνοντας πως «έκλαιγε σαν μωρό».
Ο ΜακΝαμάρα πέθανε το 2009, ενώ ο Κίσινγκερ ζει ακόμη και έχει φτάσει αισίως στα 93 του. Ο πρώτος προσπάθησε στα τελευταία του χρόνια να τα βρει με τον εαυτό του και να παραδώσει τη δημόσια εικόνα του αφτιασίδωτη στον κόσμο. Σε αντίθεση με τον Κίσινγκερ που δείχνει να είναι αδιάφορος για το τι πιστεύουν γι’ αυτόν. Ισως να θεωρεί ότι η Ιστορία δεν μπορεί να ακουμπήσει ανθρώπους που δεν έχουν να υπερηφανεύονται για την εύρυθμη λειτουργία της συνείδησής τους.