Δημοσιογράφος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας ο εκ Γαλλίας Εντμόντ Αμπού (1828 – 1885) ήρθε στην Ελλάδα το 1852 και έμεινε ως το 1854. Τι πίστευε πως θα έβρισκε; Πολλά, όπως ο ίδιος γράφει, καθώς «δεν θα βρείτε νέο άνθρωπο που (το όνομα Ελλάδα) να μην του φέρνει στον νου την ομορφιά, το φως και την ευδαιμονία. (…) Περίμενα να βρω έναν ασυννέφιαστο ουρανό, μια αρυτίδωτη θάλασσα, μια άνοιξη δίχως τέλος και, κυρίως, διαυγείς ποταμούς και δροσερά σκιερά μέρη: οι Έλληνες ποιητές έχουν τόσο αισθαντικά μιλήσει για τη δροσιά και τη σκιά! Δεν σκεφτόμουν τότε πως τα καλά που περισσότερο επαινούμε, δεν είναι εκείνα που έχουμε, αλλά εκείνα που επιθυμούμε».
Τελικά τι τον περίμενε; Ενα μεγάλο σοκ, το οποίο περιγράφει γλαφυρά στο οδοιπορικό του «Η Ελλάδα του Οθωνα», μαρτυρία που όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1855 προκάλεσε αντιδράσεις, χαρακτηρίστηκε ακόμα και συκοφαντική για το νέο κράτος και για τον λαό που το κατοικούσε. Ομως, στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο πρόλογο της πρόσφατα εκδοθείσας από το «Μεταίχμιο» (μετάφραση Αριστέα Κομνηνέλλη) «Ελλάδας του Οθωνα»: «Ο Αμπού μας έχει κληροδοτήσει μια από τις πιο καθαρές και διαυγείς περιγραφές της χώρας μας και του λαού μας, στα πρώτα βήματα της σύγχρονης ιστορίας της. Και παρατηρήσεις λεπτές που μπορεί να του κόστισαν σε δημοφιλία στα μέρη μας, αποτελούν όμως ένα πρώτης τάξεως υλικό για τη δική μας αυτογνωσία. Κυρίως ως προς τον χαρακτήρα της συλλογικής συμπεριφοράς της φυλής μας».
Μερικές από αυτές τις (διασκεδαστικές, ενοχλητικές, υπερβολικές, εύστοχες, συκοφαντικές, επιπόλαιες, ευφυείς κλπ.) παρατηρήσεις ανθολογούμε σήμερα, υλικό χρήσιμο για όποιον ενδιαφέρεται να «εντοπίσει τα αντιφατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας, χωρίς να παραγνωρίζει τα επιτεύγματα αλλά και χωρίς να αγνοεί τα ελαττώματα». Και μια αφορμή για να διαβάσετε το εξαιρετικά ενδιαφέρον για κάθε Ελληνα οδοιπορικό του Αμπού, «ένα μοναδικό ιστορικό ανάγνωσμα που καταφέρνει να παραμένει επίκαιρο, χάρη στις αναπόφευκτες συγκρίσεις με τη σημερινή εποχή». Ας δούμε λοιπόν την πατρίδα μας, μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που την αγάπησε αλλά δεν της χαρίστηκε:
– «Ενα αξίωμα πολύ διαδεδομένο στην Ελλάδα είναι ότι αν βλάπτεις το κράτος δεν βλάπτεις κανέναν».
– «Προφανώς υπάρχει πολλή αλαζονεία στην αγάπη των Ελλήνων για τη χώρα τους, και τυφλώνονται κατά τρόπο περίεργο σχετικά με τη σπουδαιότητα της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη τους όλα τα γεγονότα της Ευρώπης έχουν για επίκεντρο και σκοπό την Ελλάδα. (…) Ο ελληνικός λαός είναι ο πρώτος λαός του κόσμου˙ η Ελλάδα είναι μια απαράμιλλη χώρα˙ ο Σηκουάνας και ο Τάμεσης είναι υπόγειοι παραπόταμοι του Ιλισού και του Κηφισού».
– Οι Ελληνες «μαθαίνουν με καταπληκτική ευκολία ό,τι τους αρέσει να μάθουν, ό,τι δηλαδή τους συμφέρει να μάθουν. (…) Μαθαίνουν όπως όπως τα αρχαία ελληνικά για να πείσουν τους εαυτούς τους ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων· μελετούν την ιστορία τους για να έχουν με κάτι να κομπάζουν».
– «Μισούν την υπακοή. (…) Η φύση της χώρας είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ανάπτυξη του ατομικισμού. Η Ελλάδα είναι κομμένη σε άπειρα κομμάτια λόγω των βουνών και της θάλασσας. Αυτή η μορφολογία διευκόλυνε παλαιότερα τη διαίρεση του ελληνικού λαού σε μικρά κράτη, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, τα οποία και διαμόρφωναν εξίσου σύνθετα άτομα. Σε καθένα από αυτά τα κράτη ο πολίτης, αντί να επιτρέψει στον εαυτό του να απορροφηθεί από το συλλογικό είναι ή την πόλη, υπεράσπιζε με περισσή φροντίδα τα προσωπικά του δικαιώματα και τη δική του ατομικότητα».
– «Θα σας πηγαίνουν από χωριό σε χωριό, θα σας φιλούν στο στόμα, και στο φτωχότερο ακόμα σπίτι θα σφάξουν αρνί προς τιμήν σας. Η γενναιοδωρία αυτή είναι ανιδιοτελής».
– «Ο ελληνικός λαός δεν είναι γεννημένος για το πόλεμο ό,τι κι αν λέει. Ακόμα και αν έχει το θάρρος που αποδίδει ο ίδιος στον εαυτό του, η πειθαρχία, που είναι η κινητήριος δύναμη του πολέμου, θα του λείπει πάντα. Ισχυρίζεται πως δεν είναι γεννημένος για τη γεωργία: φοβάμαι πως έχει δίκιο. Η γεωργία απαιτεί περισσότερη υπομονή, περισσότερη θέληση και μεγαλύτερη προσήλωση, χαρακτηριστικά που οι Ελληνες δεν είχαν ποτέ τους. Τους αρέσουν τα μακρινά ταξίδια, οι τολμηρές επιχειρήσεις, η ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία. Ο Ελληνας βρίσκει τη θέση του στην πόρτα ενός μαγαζιού όπου προσελκύει τους πελάτες ή πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου όπου διασκεδάζει τους επιβάτες. Καθισμένος, ευχαριστιέται την αρχοντιά του˙ όρθιος, θαυμάζει την κομψότητά του˙ αλλά τον απωθεί η ιδέα να σκύψει πάνω από τη γη».
– «Στους Ελληνες η αγάπη για την ελευθερία ισοδυναμεί και με περιφρόνηση στους νόμους και σε κάθε νόμιμη αρχή· η αγάπη για την ισότητα εκδηλώνεται συχνά σαν άγρια ζήλια απέναντι σε όλους εκείνους που ξεχωρίζουν˙ ο κοντόφθαλμος πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα αγγίζει την απατεωνία. Τα Παλικάρια έχουν μάθει από τότε που γεννήθηκαν να παραβιάζουν τους νόμους, ενώ οι Φαναριώτες να τους παρακάμπτουν· η μάζα του λαού μόνο με τη βία υπάκουε, και δεν πιστεύει πως έχει την παραμικρή υποχρέωση απέναντι σε μία αδύναμη κυβέρνηση˙ η θρησκεία ωθεί τους πιστούς στη δεισιδαιμονία μόνο, και ξεχνά να κηρύξει την ηθική· η εξουσία δεν γνωρίζει πώς να γίνει σεβαστή και φαίνεται να αμφιβάλλει για τον εαυτό της˙ με δύο λόγια, όλα τείνουν στο να γίνει ο ελληνικός λαός ο πιο απείθαρχος στον κόσμο».
– «Ρωτήστε έναν Ελληνα για όλα τα μεγάλα ονόματα της χώρας του, δεν θα μιλήσει για κανένα χωρίς να το κηλιδώσει».
– Για τους Ελληνες «η επιτυχημένη κλεψιά είναι αντικείμενο θαυμασμού».
– «Ο λαός είναι νευρώδης, ζωντανός, λιτός, μυαλωμένος, πνευματώδης και περήφανος για όλα του τα χαρίσματα: αγαπά με πάθος την ελευθερία, την ισότητα και την πατρίδα˙ αλλά είναι απείθαρχος, φθονερός, εγωιστής, όχι ιδιαίτερα ευσυνείδητος και εχθρός της χειρωνακτικής εργασίας».
– «Η Ελλάδα δεν έχει τα απαραίτητα και βρίσκει παρηγοριά στα περιττά».
– «Η Ελλάδα είναι το μοναδικό γνωστό παράδειγμα χώρας που βρίσκεται σε πλήρη χρεοκοπία από τη γέννησή της».
– «Ολοι οι Ελληνες έχουν τη συνήθεια να καπνίζουν, όπως και όλοι οι Ελληνες αφήνουν μουστάκι. Ο βασιλιάς είναι ίσως ο μοναδικός άντρας του βασιλείου που δεν καπνίζει˙ αν και λένε ότι, όταν η βασίλισσα είναι στη Γερμανία, επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει κανένα τσιγάρο».
– «Η Κωνσταντινούπολη είναι ίσως η μόνη μεγάλη πόλη που μπορεί να διεκδικήσει από την Αθήνα το βραβείο της βρομιάς. Μπορείς να δεις στο δρόμο ένα ψόφιο κοράκι, μια πατημένη κότα λίγο πιο πέρα, και ακόμα παρακάτω έναν σκύλο σε αποσύνθεση».
– «Εκείνο που την καταστρέφει (την οικονομία της χώρας) είναι τα βοηθήματα που απονέμονται σε εκείνους που δεν έχουν ανάγκη, οι συντάξεις που πληρώνονται σε άντρες που δεν υπηρέτησαν ποτέ, οι τεράστιες ελεημοσύνες που αξιώνουν ορισμένες ισχυρές προσωπικότητες και που τους καταβάλλονται όχι για το καλό που έκαναν, αλλά για το κακό που εδέησαν να μην κάνουν».