Οταν το 1922 δημοσιεύεται η προτελευταία ποιητική συλλογή της «Anno Domini», η Αχμάτοβα είναι 33 ετών. Μέχρι τότε έχει χωρίσει για δεύτερη φορά –τον ασσυριολόγο Βλαντιμίρ Σιλέχκο- έχει ζήσει την εκτέλεση του πρώτου συζύγου της Νικολάι Γκουμιλιόφ απ’ τους Μπολσεβίκους, κι έχει αποχαιρετήσει τον αδερφό της Αντρέι, ο οποίος αυτοκτονεί με δηλητήριο. Έχει γνωρίσει τον Αμεντέο Μοντιλιάνι –ο οποίος φιλοτεχνεί ένα σκίτσο της στο Παρίσι- και τον Μαγιακόφσκι, ενώ η Μαρίνα Τσβετάγιεβα της έχει αφιερώσει ένα ποίημα. Για τα επόμενα 18 χρόνια η «αγία και πόρνη», όπως θα την ονομάσει το σοβιετικό καθεστώς, δεν θα δημοσιεύσει άλλο έργο πριν επιστρέψει στη λογοτεχνική ζωή της Ρωσίας. Στην ηλικία του αγαπημένου της Ιησού ξεκινάει τη μοναχική πορεία στην έρημο της λογοκρισίας, των απαγορεύσεων, των διώξεων.
Η Αχμάτοβα έχει μάθει από πολύ νωρίς να επιβιώνει κόντρα στις απαγορεύσεις. Η ίδια η ποιητική της ταυτότητα είναι προϊόν λογοκρισίας. Όταν ο πατέρας της μαθαίνει πως η Άννα Αντρέγεβνα Γκορένκο ετοιμάζεται να εκδώσει ποιήματα σε ένα περιοδικό της Αγίας Πετρούπολης, την παρακαλεί να επιλέξει ένα ψευδώνυμο «για να μην αμαυρώσει ένα έντιμο όνομα» ως «παρακμιακή ποιήτρια». Η Άννα επιλέγει το επίθετο που ανήκε σε μια προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων (του Αχμάτ Χαν) και ξεκινάει την προσωπική της Οδύσσεια. Όπως θα γράψει ο Ιωσήφ Μπρόντσκι στην «Οδυρόμενη μούσα» (εκδ. Υπερίων, μετάφραση Θοδωρής Άδραστος, 1998), «τα πέντε ανοιχτά “α” στο Άννα Αχμάτοβα είχαν μια υπνωτική δράση… Ήταν κατά κάποιον τρόπο ο πρώτος πετυχημένος στίχος της».
Με τις συλλογές «Εσπέρα» (1912) και «Ροζάριο» (1914) η Άννα με τα γκριζοπράσινα μάτια, τη λευκή επιδερμίδα και την αριστοκρατική καταγωγή θα κερδίσει τους φιλολογικούς κύκλους της εποχής, οι οποίοι ακούνε μία ευαίσθητη γυναίκα να παρακαλάει για έρωτα –παρά να ουρλιάζει-, να μέμφεται τον εαυτό της παρά να οργίζεται, να εναλλάσσει τη συγχώρεση με την ειρωνεία. Σε ηλικία 22 ετών γίνεται ένα από τα δημοφιλέστερα πρόσωπα στο στέκι της αβάν γκαρντ «Αδέσποτος σκύλος» και ιδρύει μαζί με τον Γκουμίλιεφ και τον Οσιπ Μάντελσταμ τον κύκλο των Ακμεϊστών. Οι νέοι ποιητές απορρίπτουν τον σουρεαλισμό και τον συμβολισμό, αλλά πιστεύουν στην ανανέωση της κλασικής ρωσικής φόρμας.
Τα λόγια έχω γράψει, που τόσο καιρό δεν μπορούσα να πω./ Αμβλύς πόνος στο κεφάλι μου/ Παράξενα βουβαίνεται το σώμα μου («Εσπέρα», Η απάτη IV)
Ο Γκουμίλιεφ είναι ο πρώτος μεγάλος της έρωτας –στην ηλικία των 16 ετών- και ο πρώτος ποιητής που εκτελούν οι Μπολσεβίκοι σαν «εχθρό του λαού». Το βαρύ πλήγμα περνάει αναπόφευκτα μέσα από την ποίηση της Αχμάτοβα λίγο πριν παντρευτεί τον θεωρητικό τέχνης Νικολάι Πούνιν και λίγο πριν ο σταλινικός τρόμος χτυπήσει και την δική της πόρτα. Τον Δεκέμβριο του 1933 συλλαμβάνουν τον γιο της Λεβ, φοιτητή στο Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ, αμέσως μετά την εγγραφή του στο Τμήμα Ιστορίας. Η κατηγορία σε βάρος του είναι «αντισοβιετική δράση», αλλά τελικά αφήνεται ελεύθερος ύστερα από οχτώ ημέρες.
Στο τέλος του φθινοπώρου του 1935 ακολουθεί η δεύτερη σύλληψη, αυτή τη φορά μαζί με τον πατριό του Πούνιν. Ύστερα από επιστολή της προς τον Στάλιν και διαβήματα των Μπόρις Παστερνάκ, Μπόρις Πίλνγιακ κ.ά. οι δυο τους αφήνονται ελεύθεροι. Το 1938 η τρίτη σύλληψη του Λεβ έχει ως συνέπεια την καταδίκη του σε πέντε χρόνια φυλάκιση και καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νόριλσκ της Σιβηρίας. Την ίδια περίοδο η Αχμάτοβα συγκλονίζεται από τη δολοφονία του στενού της φίλου Μαντελστάμ, την εξαφάνιση χωρίς ίχνη του Μπόρις Πίλνιακ και τον θάνατο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1940).
Δεν είμ’ εγώ μ’ αυτούς που αφήνουνε τη γη τους/ Όταν χιμάνε πάνω της οι εχθροί./ Στην κολακεία είμαι κουφή./ Τους στίχους μου δεν θα τους κάνω εγώ τροφή τους (Anno Domini, «July 1922»)
Η «Αννα πασών των Ρωσιών», όπως θα την ονομάσει κάποτε η Τσβετάγιεβα, βιώνει τις συνθήκες θανάσιμης μυστικότητας, χαφιεδισμού, διώξεων και αυταρχισμού που ζουν χιλιάδες συμπατριώτες της. Επιλέγει την απομόνωση ακονίζοντας το ποιητικό της ένστικτο και ψιθυρίζει στίχους σε επιλεγμένους φίλους της για να τους απομνημονεύσουν. Για οκτώ μήνες περιμένει καθημερινά στις ουρές που σχηματίζονται έξω από τις φυλακές Κρέστυ, εκεί όπου κρατείται ο Λεβ: «μία από τις πολλές Ρωσίδες που αδημονούσαν να παραδώσουν ένα γράμμα ή ένα δέμα μέσα από το στενό παράθυρο και –αν το παραλάμβανε κάποιος- να φύγουν με χαρά στη σκέψη πως το αγαπημένο τους πρόσωπο ίσως ήταν ακόμη ζωντανό», όπως γράφει ο ιστορικός Ορλάντο Φάιτζες στον «Χορό της Νατάσας» (Ηλέκτρα, 2006).
Αυτό ήταν το υπόβαθρο του κύκλου «Ρέκβιεμ», ποιημάτων που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1935 και 1940, αλλά για πρώτη φορά εκδόθηκαν στο Μόναχο το 1963. «Αυτό το μνημόσυνο πενθεί τους πενθούντες», γράφει ο Μπρόντσκι. «Μητέρες που έχασαν τους γιους τους, γυναίκες που έμειναν χήρες, μερικές φορές και τα δύο μαζί, όπως στην περίπτωση της συγγραφέως. Είναι μία τραγωδία στην οποία ο Χορός χάνεται πριν από τον ήρωα».
Φωνάζω μήνες δεκαεφτά/ και σε καλώ στο σπίτι να γυρίσεις/ Στου δήμιου πρόσπεφτα τα πόδια ταχτικά/ αχ, γιε μου εσύ και φρίκη μου, να ζήσεις («Ρέκβιεμ»)
Παρόλα αυτά, το καθεστώς θα προσπαθήσει να την προσεταιριστεί. Το 1940 ο Στάλιν δίνει εντολή να τυπωθεί ένας αντιπροσωπευτικός τόμος με ποιήματά της για ένα καπρίτσιο της κόρης του Ζβετλάνα. Τους πρώτους μήνες της πολιορκίας του Λένινγκραντ από τους ναζί, οι στρατηγοί της ζητούν να ηχογραφήσει ραδιοφωνικό μήνυμα προς τους κατοίκους καθώς ενσαρκώνει όσο λίγοι τη «συνείδηση της πόλης». Για να πετύχει την απελευθέρωση του γιου της (τελικά ο Λεβ θα φύγει από την εξορία του το 1956) η Αχμάτοβα θα υπογράψει έως και στρατευμένα ποιήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού – ένα από αυτά υπέρ της προσωπολατρίας του Στάλιν, το οποίο αργότερα θα ζητήσει να αφαιρέσουν από τα «Άπαντά» της.
Για το επίσημο κόμμα, η Αχμάτοβα θα παραμείνει η καλόγρια – πόρνη, πιστή στην ορθόδοξη παράδοση, αλλά και εμμονική με τους προσωπικούς της έρωτες. Το 1946 ο Ζντάνοφ, γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, τη διαγράφει από τον Σύνδεσμο Συγγραφέων και την εκτοπίζει με άλλους καλλιτέχνες στην Τασκένδη. Ο βιογράφος της Βόλφγκανγκ Χέσνερ θυμίζει τη σχετική διάλεξη του Ζντάνοφ («Άννα Αχμάτοβα», Μελάνι, 2007): «Είναι η ποίηση της τρελαμένης κυρίας του σαλονιού που κινείται μεταξύ μπουντουάρ και στασιδιού. Οι βάσεις της είναι ερωτικά μοτίβα συνδεδεμένα με μοτίβα πένθους, μελαγχολίας, θανάτου, μυστικισμού και αποξένωσης…».
Για μένα τα έλατα μιλούν στο Κομάροβο/ Σε μια δική τους γλώσσα./ Καθένα όπως η άνοιξη/ Απ’ ουρανό μεθά μες στις λιμνούλες
Για μια δεκαετία και μέχρι την τελική αποκατάσταση του γιου της η Αχμάτοβα μαθαίνει να επιβιώνει. Το 1962 ο Σολζενίτσιν της αφιερώνει το διήγημά του «Μια ημέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς» που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νέος Κόσμος». Το 1963 η ίδια κάνει τις τελευταίες προσθήκες στο αριστουργηματικό «Ποίημα χωρίς ήρωα», ένα προσκλητήριο σε μια γενιά χαμένων φίλων και προσώπων που η ιστορία άφησε πίσω της. Τον επόμενο χρόνο της απονέμεται το ιταλικό λογοτεχνικό βραβείο Αίτνα – Ταορμίνα (με έπαθλο ένα εκατομμύριο λίρες) και ταξιδεύει στη Σικελία. Το 1965 αναγορεύεται επίτιμη διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δημοσιεύεται «Το διάβα του χρόνου», το τελευταίο βιβλίο της όσο ζούσε.
Θα φύγει από τη ζωή στις 5 Μαρτίου 1966, σε ένα σανατόριο της Μόσχας από τις επιπλοκές του πολλοστού εμφράγματος. Η σορός της μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στο Λένινγκραντ, όπου αρχικά εκτέθηκε χωρίς δημόσια συμμετοχή. Κατά τη διάρκεια της 9ης Μαρτίου, ωστόσο, πλήθος κατοίκων συνέρρευσε στην εκκλησία εντελώς αυθόρμητα τηρώντας σιγή κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία. Την επόμενη ημέρα η Άννα Αντρέγιεβνα Αχμάτοβα ετάφη στο γειτονικό Κομάροβο, όπου βρισκόταν η ντάτσα της, στο δασικό κοιμητήριο.