Χαρισιάδης, Μπαλάφας, Μεγαλοοικονόμου, αυτοί είναι ορισμένοι από τους διασημότερους φωτογράφους του βαθέος προηγούμενου αιώνα. Οι φωτογραφίες τους είναι πράγματι εντυπωσιακές. Δεν μπορώ να πω αν με τα σημερινά κριτήρια θα θεωρούνταν αριστουργήματα, αλλά αυτές που κυκλοφορούν σήμερα στο Διαδίκτυο από το αρχείο του Μουσείου Μπενάκη είναι πολύ δυνατές. Εχουν θέμα. Δείχνουν την Αθήνα με έναν τρόπο που προκαλεί περιέργεια και κάτι σαν νοσταλγία μαζί με ζήλεια.
Όπως και οι ελληνικές ταινίες εκείνης της εποχής. Βλέπεις την Καρέζη να χορεύει με τις μουσελίνες και νομίζεις ότι η ζωή ήταν χαρισάμενη. Κοιτάζεις τις φρεσκοχτισμένες πολυκατοικίες, στα εξωτερικά πλάνα, και λες «η Αθήνα έλαμπε!». Ή βλέπεις τα παλιά νεοκλασικά και τις ασβεστωμένες αυλές με τα γεράνια και λες «τι κρίμα που τα γκρέμισαν!». Ούτε καν σκέφτεσαι πως σ΄αυτά τα σπίτια πολύ συχνά οι ένοικοι έκαναν μπάνιο στη σκάφη και πως η τουαλέτα στα ασβεστωμένα σπίτια με τα γεράνια ήταν εξωτερική. Για θέρμανση ούτε λόγος, φυσικά.
Τη νοσταλγία με τα παλιά, στην Ελλάδα την είχαμε πάντα. Σήμερα όμως, στα χρόνια του Μνημονίου, αυτή γίνεται όλο και πιο έντονη.
Κοιτάζουμε τη χρωματιστή φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από τα Χαυτεία τα Χριστούγεννα του 1960 και λέμε «κοίτα πόσο γκλάμουρους ήταν τότε η Ομόνοια και πόσο χάλια, μίζερη είναι σήμερα…». Δοκιμάστε να κάνετε μια βόλτα στο Google με την αναζήτηση «Χριστούγεννα Αθήνα 1960» και θα έρθετε αντιμέτωποι με μια απίστευτη επαναλαμβανόμενη κλάψα για το «άλλοτε και τώρα». Μέχρι και φωτογραφίες με τη Φρειδερίκη και την Αννα Μαρία, ντυμένες με μάξι, μαζί με τον Τέως θα δείτε και θα διαβάσετε λεζάντες που αναπολούν το χαμένο στιλ των πάρτι στα ‘60s και το πόσο ωραία περνούσαν τότε οι Αθηναίοι…
Ε, λοιπόν, δεν νομίζω ότι περνούσαν τόσο ωραία τότε οι Αθηναίοι. Ορισμένοι, αναλογικά ελάχιστοι, οι πολύ πλούσιοι, που ήταν πολύ λιγότεροι από τους αντίστοιχους σημερινούς, πράγματι μπορεί να ζούσαν ωραία. Οι πολλοί Αθηναίοι, όμως, που στην πραγματικότητα δεν ήταν γηγενείς αλλά μετανάστες από όλη την Ελλάδα μετά το τέλος τους Εμφυλίου, σίγουρα δεν περνούσαν τόσο ωραία.
Ρωτήστε ανθρώπους που ήταν νέοι τότε και ζούσαν στην Αθήνα. Δεν θα σας μιλήσουν για γκλάμουρ, θα σας μιλήσουν για φτώχεια, φόβο, πολιτική αστάθεια, κυνήγι και μιζέρια.
Οσο για το πρωτευουσιάνικο lifestyle; Θα σας πουν ότι όλη η πόλη ήταν γιαπί. Σκόνες, λάσπες και τσιμέντο σε κάθε γειτονιά, που μπάζωνε ρυάκια και ποτάμια και αποκτούσε γρήγορα-γρήγορα τις δικές της πολυκατοικίες. Οσοι ζούσαν ήδη σε διαμερίσματα, ήταν οι τυχεροί, με θέρμανση και μπάνιο! Αλλά αυτοί, το 1960, ήταν οι προνομιούχοι της ελληνικής κοινωνίας. Η μάζα έκανε μπάνιο στη σκάφη και έκαιγε μαγκάλι για να ζεσταθεί, μέχρι να έρθει η ώρα της αντιπαροχής.
Το φαγητό επίσης ήταν μετρημένο. Δεν υπήρχαν χρήματα για όλα αυτά που τρώμε σήμερα, ούτε κατά διάνοια. Και τα βερεσέδια, φυσικά, λόγω της ανέχειας πήγαιναν σύννεφο.
Αλλά και η ελευθερία του λόγου, την οποία τώρα απολαμβάνουμε, ήταν περιορισμένη, για να μην πούμε, δεν υπήρχε. Αν ήσουν αριστερός ή αν ήταν φίλοι σου ή οι συγγενείς σου την είχες βάψει. Ζούσες με τον φόβο να χάσεις τη δουλειά σου, να βρεθείς εξορία στα νησιά, να συλληφθείς και ό,τι άλλο.
Αν, πάλι σπούδαζες, πλήρωνες βιβλία και μαθήματα. Και επειδή οι περισσότερες οικογένειες ήταν κατεστραμμένες οικονομικά, οι φοιτητές έπρεπε να βρίσκουν νυχτερινές δουλειές για να εξασφαλίζουν τα χρήματα των σπουδών και να παρακολουθούν τα μαθήματα το πρωί – οι απουσίες τότε απαγορεύονταν. Οι φοιτητές στα ‘60s περνούσαν τα ρεβεγιόν δουλεύοντας γκρουμ και σερβιτόροι, ως επί το πλείστον. Δεν χόρευαν με τις μουσελίνες σαν την Καρέζη. Ποιες μουσελίνες! Στο κέντρο της Αθήνας οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με παλιά ρούχα και τρύπια παπούτσια. Πολλοί δεν είχαν καν παλτό – αυτό ήταν πολυτέλεια. Με δυο λόγια όλα αυτά που εμείς σήμερα θεωρούμε δεδομένα, στην εποχή που ζηλεύουμε, ήταν η πολυτέλεια των ελαχίστων!
Σκεφτείτε και κάτι ακόμη: οι σκηνές με τα τραγούδια και τα νυχτερινά κέντρα που βλέπουμε στις ταινίες, δεν προβάλλονταν ως απεικόνιση του lifestyle της εποχής. Προβάλλονταν επειδή ο κόσμος δεν είχε δυνατότητα να πάει και να τα ακούσει live, και λαχταρούσε να τα δει, έστω στο σινεμά.
Αυτό ήταν εν ολίγοις η Αθήνα το 1960. Οσο για την, πράγματι πολύ ωραία, φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από τα Χαυτεία, τη Σταδίου δηλαδή, κοντά στην Ομόνοια… έχει κι αυτή τη δική της πικρή ιστορία.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε κοντά στις 25 Δεκεμβρίου του 1960. Τα μαγαζιά είναι φωτισμένα, τα αμερικανικά αυτοκίνητα αστράφτουν, η ατμόσφαιρα μοιάζει ειρηνική και γιορτινή.
Περίπου 20 μέρες πριν, όμως, εκεί στο ίδιο σημείο, είχε εκτυλιχθεί το μακελειό στη μεγάλη διαδήλωση των οικοδόμων και είχαν πέσει για πρώτη φορά χημικά, στην Αθήνα.
Οι οικοδόμοι ‒δηλαδή, βασικά, πρώην αγρότες, κτηνοτρόφοι και εργάτες από την επαρχία που είχαν έρθει στην Αθήνα για να σωθούν από την πείνα και τα μετεμφυλιακά αντίποινα‒ την 1η Δεκεμβρίου του 1960 είχαν κηρύξει μεγάλη 24ωρη απεργία.
Ζητούσαν όριο συνταξιοδοτικής ηλικίας τα 60 αντί τα 65 χρόνια με την καταχώρηση του επαγγέλματος στα «βαρέα και ανθυγιεινά». Ζητούσαν δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας από το ΙΚΑ… τέτοια πράγματα.
Η συμμετοχή στην απεργία ήταν σχεδόν καθολική. Η διαδήλωση στα Χαυτεία, ήταν μεγάλη. Συνέρρευσαν περίπου 15.000 οικοδόμοι οι οποίοι κατευθύνονταν προς το υπουργείο Εργασίας, στο ύψος της Κλαυθμώνος. Κάποια στιγμή άρχισαν οι συμπλοκές με τους αστυνομικούς. Βανδαλισμοί, ξήλωμα μαρμάρων και καδρονιών ‒ σας λένε τίποτε όλα αυτά;
Σύντομα στο σημείο που δείχνει η φωτογραφία, ήρθαν κρατικές ενισχύσεις: όλοι οι άνδρες της Γενικής Ασφάλειας, ολόκληρο το μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας και δυνάμεις της Πυροσβεστικής. Το πλήθος των οικοδόμων δεν διαλυόταν. Τότε ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, Θεόδωρος Ρακιντζής, έδωσε εντολή σε κρανοφόρους αστυνομικούς του μηχανοκίνητου τμήματος να επιτεθούν στη μάζα των απεργών και να πυροβολήσουν με περίστροφα. Εδώ μια παρένθεση, για να θυμηθούμε πάλι τις ταινίες (με τη Λάσκαρη αυτή τη φορά): ο Ρακιντζής, ήταν ο πρώτος που μερίμνησε για την εφαρμογή του Νόμου 4.000 και επέβλεψε ο ίδιος το κούρεμα με την ψιλή των δύο πρώτων συλληφθέντων για τεντιμποϊσμό, στο Αστυνομικό Τμήμα της Κυψέλης…
Για να επιστρέψουμε όμως στα Χαυτεία, ο απολογισμός της συμπλοκής διαδηλωτών και αστυνομικών, ήταν από την πλευρά των διαδηλωτών: 120 τραυματίες, 173 συλλήψεις, 22 παραπομπές σε δίκη.
Αυτά είχαν συμβεί στα Χαυτεία, τις μέρες που στολίζονταν οι δρόμοι για τα Χριστούγεννα της φωτογραφίας του Κώστα Μπαλάφα. Είναι πράγματα που πρέπει να ζηλεύουμε, σήμερα ή είναι πράγματα που πρέπει να μας προβληματίζουν;