Ο Πωλ Γκωγκέν (1848-1903) και ο Βαν Γκογκ (1853- 1890), στη διάρκεια της σύντομης ζωής τους, πορεύτηκαν με υπαρξιακή αγωνία, αποξένωση και μοναξιά, δημιουργώντας έτσι το αρχέτυπο της ψυχοσύνθεσης του καλλιτέχνη στον σύγχρονο κόσμο. Θεωρούνται μάρτυρες της ζωής που θυσιάστηκαν για τα ιδανικά του Βίου και της Τέχνης. Οι δύο πολύτροποι ζωγράφοι ασφυκτιούν μέσα στο πλαίσιο των κυρίαρχων καλλιτεχνικών τάσεων της εποχής τους. Οι συνεχείς και βασανιστικοί προβληματισμοί για την κοινωνία, την τέχνη και τον άνθρωπο τούς οδηγούν σε χωριστούς ατραπούς, σε μονοπάτια που δημιουργούν μόνοι τους μέσα στο φωτεινό αλλά χαοτικό τοπίο του τέλους του 19ου αιώνα.
Ο Πωλ Γκωγκέν δυσφορεί με την αστικοποίηση, την βιομηχανική ανάπτυξη και συνολικά με τις αρχές και τις αξίες του δυτικού πολιτισμού. Αναζητά τον «χαμένο παράδεισο» ο οποίος βρίσκεται μακριά, σε τόπους που δεν έχει επηρεάσει η παντοδύναμη ελληνορωμαϊκή κουλτούρα.
Η ακαδημαϊκή παιδεία και κυρίως η ακαδημαϊκή τέχνη με τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, φτάνει στα χρόνια του Γκωγκέν μέσω της Ρωμαιοκρατίας, του Βυζαντίου, της Αναγέννησης και του Νεοκλασικισμού. Ο Γκωγκέν δεν συγκινείται με την ακαδημαϊκή παράδοση η οποία είναι εντελώς παράταιρη με την δική του ζωή αλλά και με τον καλλιτεχνικό του βίο. Μετακινείται συνεχώς. Παρίσι, Ρουέν, Κοπεγχάγη, Διέππη, Βρεττάνη στην Pont–Aven, Μαρτινίκα, Αρλ, Ταϊτή, Marquesas Islands. Πολλές φορές, ζώντας πολύ φτωχικά, εργάζεται ως αφισοκολλητής ή εργάτης-σκαφεύς, στη διώρυγα του Παναμά.
Τις απόψεις του o Πωλ Γκωγκέν τις συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο στην αφοριστική δήλωση του: «Προτιμώ τα ξύλινα άλογα που έπαιζα ως παιδί, από τα άλογα του Παρθενώνα»
Στη ζωγραφική ξεκινά από τον ιμπρεσιονισμό αλλά σύντομα δείχνει ότι το προσωπικό του στιλ κυριαρχεί και τον καθορίζει. Συμμετέχει τον Μάιο του 1886 στην τελευταία έκθεση των ιμπρεσιονιστών και σε λίγους μήνες εγκαταλείπει οριστικά τον ιμπρεσιονισμό δημιουργώντας ένα δικό του –ισμό τον συνθετισμό (synthetisme). Στον συνθετισμό ο καλλιτέχνης συνθέτει την πραγματικότητα και την αποδίδει στο έργο του, όχι εκ του φυσικού αλλά μέσα στο εργαστήριο του. Ανακαλεί με τη μνήμη του εικόνες, σχήματα, μορφές, χρώματα και γενικά την πραγματικότητα η οποία απλοποιούμενη δίνει χώρο στο συναίσθημα το οποίο κυριαρχεί. «Μου φτάνει να ερευνώ μέσα μου και όχι στη φύση», λέει ο Γκωγκέν. Προτρέπει συνεχώς τον Βαν Γκογκ να ζωγραφίζει από μνήμης και να μην αντιγράφει τη φύση. Ο συνθετισμός θα έχει μεγάλη επίδραση στους Ναμπί.
Ο Γκωγκέν ψάχνει τα μυστικά της παιδικής ηλικίας, αναζητά τις αξίες της «πρωτόγονης τέχνης», του πριμιτιβισμού, επιθυμεί να ζήσει σε μέρη εξωτικά και να συναναστραφεί με ανθρώπους που ζουν με τον ίδιο τρόπο εδώ και αιώνες. Τις απόψεις του αυτές συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο η αφοριστική δήλωση του: «Προτιμώ τα ξύλινα άλογα που έπαιζα ως παιδί, από τα άλογα του Παρθενώνα». Οταν όμως προσέχει και μελετά τη ζωφόρο του Παρθενώνος θα πει: «Ολα τα έχουν κάνει αυτοί οι δαιμόνιοι Ελληνες».
Θα δούμε παρακάτω μερικά έργα του Γκωγκέν δίπλα σε ανάγλυφα από τη ζωφόρο του Παρθενώνος.
*Ο Κώστας Ν. Καζαμιάκης είναι αρχιτέκτων, ιστορικός αρχιτεκτονικής και ιστορικός τέχνης