Στιγμιότυπο από την ταινία: ο ταραξίας που έφερε τα πάνω κάτω στο ίδρυμα | Fantasy Films
Θέματα

Σαράντα χρόνια στη Φωλιά του Κούκου

Πριν από 40 χρόνια προβλήθηκε μία από τις σημαντικότερες ταινίες του κινηματογράφου - Ο ελληνικός Τύπος την υποδέχθηκε με ανάμεικτα συναισθήματα - Σήμερα ακόμα αποθεώνεται και διδάσκεται στα σχολεία ως μία ιστορία ανθρωπίνων σχέσεων, μέσα ή έξω από ένα ίδρυμα
Μαρίσσα Δημοπούλου

Οταν κυκλοφόρησε το βιβλίο κανείς δεν περίμενε ότι θα ήταν εύκολο να γυριστεί σε ταινία, πόσο μάλλον σε ένα κινηματογραφικό έπος που θα αποσπούσε 5 Οσκαρ. Γιατί το μυθιστόρημα δεν ακολουθεί τη λογική, και σίγουρα όχι την κοινή λογική της δεκαετίας του 1960, και τα γεγονότα του δεν αναδιπλώνονται με γραμμική χρονική σειρά, ούτε είναι πάντοτε σαφές αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Διακόπτονται από παρεμβολές, υπαγορεύονται από τη συνείδηση ενός αφηγητή που πάσχει από σχιζοφρένεια και έχει παραισθήσεις, και ξεπηδούν από τη φαντασία ενός συγγραφέα, ο οποίος εξετάζει με αυθεντική περιέργεια, και συχνά με τη βοήθεια του LSD, το μυαλό των ψυχασθενών και τις σχέσεις εξουσίας στην κοινωνία.

Κι όμως, 13 χρόνια αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο του αμερικανού συγγραφέα, Κεν Κίζι, το 1962, στις 21 Νοεμβρίου 1975, «Η Φωλιά του Κούκου» («One flew over the cuckoo’s nest», 1975) προβλήθηκε στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία τότε συζητήθηκε πολύ. Εξω το αποθέωσαν. Οι Σουηδοί έπαιζαν την παραγωγή στους κινηματογράφους για 11 ολόκληρα χρόνια, από το 1976 έως το 1987. Η επιτροπή της Ακαδημίας το πρότεινε για εννέα Οσκαρ και του χάρισε τελικά πέντε. Οι επαγγελματίες κριτικοί στις ΗΠΑ αγάπησαν το κωμικό στοιχείο της, τη δεξιοτεχνία και την ανθρώπινη προσέγγιση του σκηνοθέτη σε άτομα με ψυχικές διαταραχές, την εκθαμβωτική ερμηνεία του πρωταγωνιστή σε βαθμό που δεν επισκίαζε τους υπόλοιπους ηθοποιούς.

Το μόνο που δεν «χώνεψαν» ήταν «ο συσχετισμός των σχέσεων των χαρακτήρων με τις πολιτικές αναταραχές στη χώρα, που απλώς δεν λειτουργεί», όπως είχαν σχολιάσει οι New York Times. Ακριβώς αυτό –η «αποτυχημένη» πολιτική και κοινωνική αλληγορία- ενόχλησε τον αντίστοιχο έλληνα κριτικό τόσο πολύ ώστε δεν κατόρθωσε να απολαύσει την ταινία, όταν προβλήθηκε στον ελληνικό κινηματογράφο, στις 15 Απριλίου 1976, πριν από 40 χρόνια. «O σκηνοθέτης Φόρμαν (και ο σεναρίστας του) δημαγωγούν γιατί προτείνουν αυθαίρετα τον μικρόκοσμο μιας ψυχιατρικής κλινικής ως το μοντέλο του αμερικανικού μακρόκοσμου, χωρίς, ωστόσο, να αποκαθιστούν καμιά τεκμηριωμένη και λογική σχέση ανάμεσα στα δύο», έγραφε ο (εκνευρισμένος) κριτικός στο Βήμα.

Ο Τζακ Νίκολσον ξεγελά τους θεατές της ταινίας, ήταν ο ήρωας του, Ραντλ ΜακΜέρφι, ψυχασθενής ή επαναστάτης; (Fantasy Films)

Είδε έναν «χαριτωμένο λούμπεν» (Τζακ Νίκολσον) μέσα από τον οποίο «ο Φόρμαν (και ο σεναρίστας του) πουλούν κάλπικη επαναστατικότητα». Και δεν μπορούσε να αντιληφθεί «για ποιον λόγο παίρνεται στα σοβαρα (η ταινία) από κάποια μερίδα του διεθνούς Τύπου» ή γιατί άξιζε τα πέντε Οσκαρ τα οποία είχε αποσπάσει έναν μήνα νωρίτερα. Κι όμως, η ταινία, ύστερα από 40 χρόνια όχι μόνο «παίρνεται σοβαρά», αλλά βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τις πιο αγαπημένες ταινίες του κινηματογράφου και διδάσκεται στα σχολεία ως ένας ύμνος στην ανθρώπινη ψυχολογία και στις κοινωνικές σχέσεις.

Το πρώτο μυστικό της επιτυχίας για τον τσέχο σκηνοθέτη, Μίλος Φόρμαν, ήταν να αφαιρέσει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Στην κινηματογραφική έκδοση η ιστορία των ψυχασθενών που βρίσκονται, εθελοντικά, στο άσυλο του Ορεγκον και η σχέση τους με την αυταρχική νοσοκόμα Ράτσετ και τον επαναστάτη ασθενή Ραντλ ΜακΜέρφι δεν εκτυλίσσεται μέσα από τα μάτια του Τσιφ Μπρόμπντεν («Chief»), του ημι-ιθαγενούς ασθενή που παριστάνει τον κωφάλαλο.

Ολη η τρελοπαρέα, στο κέντρο ο ΜακΜέρφι (Νίκολσον) δίπλα του ο Μαρτίνι (Ντάνι Βτε Βίτο) και πίσω με σοβαρό ύφος ο «Chief» (Γουίλ Σάμσον) (YouTube)

Η αφήγηση αφήνεται στην κάμερα και στα, κατ’ εξοχήν κοντινά, πλάνα στα πρόσωπα των ασθενών ή στις κλειδωμένες πόρτες και κατεβασμένες μπάρες που μας υπενθυμίζουν ότι αυτοί είναι έγκλειστοι. Κι έτσι, η κοσμοθεωρία του «Chief» για τους μηχανισμούς εξουσίας που παρατηρεί στο ίδρυμα –τη μικρογραφία της αμερικανικής κοινωνίας- και τους οποίους παρομοιάζει με μια θεριζοαλωνιστική μηχανή («Combine») απουσιάζει από τη μεγάλη οθόνη. Κι ο δίμετρος «Chief», που κάνει ό, τι μπορεί ώστε να περνά απαρατήρητος, αποκτά δευτερεύοντα, αλλά εξίσου σημαντικό, ρόλο. Παρότι δύο ηθοποιοί τιμήθηκαν με το Οσκαρ Α’ γυναικείου (η Λουίζ Φλέτσερ στο ρόλο της νοσοκόμας Ράτσετ) και Α’ ανδρικού ρόλου (ο Τζακ Νίκολσον στο ρόλο του Ραντλ ΜακΜέρφι), ένας είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της κινηματογραφικής παραγωγής -και αυτός είναι, μάλλον, το δεύτερο μυστικό της επιτυχίας της.

«Ηταν όνειρο να δουλεύεις με τον Τζακ Νίκολσον. Το χιούμορ του έκανε όλους να αισθάνονται άνετα. Και τους βοηθούσε γιατί γνώριζε ότι όσο καλύτερη ήταν η περφόρμανς τους, τόσο καλύτερος θα φαινόταν ο ίδιος στο τέλος», έχει πει ο Φόρμαν.

Αποπνέοντας την ενέργεια του επαναστάτη, του αντισυμβατικού που δεν αντέχει να γίνεται μάρτυρας του κοινωνικού κομφορμισμού σε όλες τις εκφάνσεις του, και εκφράζοντας στο βλέμμα του, στα τριγωνικά φρύδια του και στο πλατύ χαμόγελό του την πονηριά του μικροαπατεώνα που λατρεύει τον τζόγο και το σεξ, ο Τζακ Νίκολσον έδωσε σάρκα και οστά σ’ έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ήρωες του κινηματογράφου.

«Η αλήθεια είναι ότι ήταν η παρουσία της κόρη μου, Λορέιν, στα γυρίσματα αυτό που με παρακινούσε να αυτοσχεδιάζω καλύτερα. Ηθελα να την εντυπωσιάσω», έχει παραδεχθεί ο, 78χρονος σήμερα, ηθοποιός. Πέτυχε. Από την αρχή έως το τέλος της ταινίας ο θεατής δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν ο ΜακΜέρφι απλώς υποκρινόταν ότι ήταν ψυχικά ασθενής για να γλιτώσει τη φυλακή, ή αν, όντως, έπασχε από κάποια ψυχική διαταραχή. Φυσικά δεν βρίσκεται εκεί η ουσία της πλοκής.

Η ταινία απογυμνώνει τις σχέσεις καταπίεσης ανάμεσα στους ανυποψίαστους ψυχασθενείς και την, προσκολλημένη στους κανόνες, νοσοκόμα Ράτσετ -ή ανάμεσα στους ανθρώπους και τις αρχές εξουσίας γενικότερα. Και το σενάριο, του βιβλίου αλλά και της κινηματογραφικής παραγωγής, θίγει αυτό που άρχισε να συζητείται τη δεκαετία του ’60 και ’70, ότι οι ψυχασθενείς βαπτίζονται «τρελοί» και απομονώνονται από την κοινωνία απλώς και μόνο επειδή αποκλίνει η συμπεριφορά της από αυτό που η ίδια υπαγορεύει. Ή, όπως το λέει πιο παραστατικά στους ίδιους τους ασθενείς ο ΜακΜέρφι, σε μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας: «δεν είστε πιο τρελοί από τον κάθε μαλάκα που πετυχαίνεις στον δρόμο».

Φυσικά, η ταινία δεν αμφισβητεί ότι οι ασθενείς του ιδρύματος, πράγματι, πάσχουν από κάποια διαταραχή και αυτό είναι κάτι που θέλει να τονίσει, με έναν πολύ ρεαλιστικό, και συχνά κωμικό, τρόπο, ο σκηνοθέτης. Γι’ αυτό και οι ηθοποιοί συμμετείχαν σε άτυπες ομαδικές ψυχοθεραπείες –σαν κι αυτές που απεικονίζει η ταινία- στις οποίες έπρεπε να εκδηλώνουν σωματικά τις ασθένειες των χαρακτήρων τους, ενώ κατά τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας έμεναν στο ίδιο το ψυχιατρείο του Ορεγκον, όπου έγιναν και τα γυρίσματα, «ώστε να αντιληφθούμε τι σημαίνει να ζεις έγκλειστος σ’ ένα ίδρυμα», όπως είχε εξηγήσει, αργότερα, ένας από αυτούς, ο Βίνσεντ Σιαβέλι.

Οι περισσότεροι ηθοποιοί του κάστινγκ ξέφευγαν από το σενάριο και αυτοσχεδίαζαν. Ο Ντάνι Ντε Βίτο έδωσε ρέστα στη σκηνή του μπάσκετ, όταν σκέφτηκε να δώσει πάσα, με την περηφάνεια ζωγραφισμένη στο σφιγμένο πρόσωπό του, πάνω στο συρματόπλεγμα. Και ο Φόρμαν φρόντιζε να βιντεοσκοπεί τους ηθοποιούς σε ανύποπτο χρόνο για να κερδίσει αυθεντικές στιγμές που θα ταίριαζαν στο ύφος της ταινίας. Σε μια σκηνή, για παράδειγμα, η παγωμένη έκφραση της νοσοκόμας Ράτσετ δεν απευθυνόταν στον ΜακΜέρφι αλλά στον ίδιο τον σκηνοθέτη.

Πέρα από τον αυθορμητισμό του Νίκολσον ή τις ερμηνείες του Ντε Βίτο και του Κρίστοφερ Λόιντ, οι οποίοι έκαναν το ντεμπούτο τους με τη «Φωλιά του Κούκου», η φυσιογνωμία της Λουίζ Φλέτσερ έδωσε μεγάλη έμπνευση στον, αρχικά ανήσυχο για την επιλογή της, σκηνοθέτη. Το «αγγελικό» πρόσωπο της ηθοποιού άλλαξε τον τρόπο που είχε φανταστεί ο Φόρμαν τη νοσοκόμα Ράτσετ. «Αρχισα να καταλαβαίνω ότι θα ήταν πολύ πιο δυναμική μια κακία που δεν βγάζει μάτι», έχει δηλώσει ο ίδιος. «Αν η ίδια ήταν, απλώς, ένα όργανο του κακού, χωρίς να έχει επίγνωση της συμπεριφοράς της, θεωρώντας, μάλιστα, ότι βοηθάει τους ανθρώπους».

Η αυθεντικότητα της ταινίας κουμπώνει με έναν «Dr Spivey» που ήταν και στην πραγματικότητα γιατρός (Ντιν Μπρουκς) και κάποιους κομπάρσους που ήταν πραγματικοί ασθενείς του ψυχιατρείου. Το τελευταίο, αν και αποτελεσματικό για τη ρεαλιστικότητα της ταινίας, αποδείχθηκε αρκετά ριψοκίνδυνο, όταν ένας από τους κομπάρσους-ασθενείς πήδηξε από ένα παράθυρο του τρίτου ορόφου, το οποίο είχε αφήσει ανοιχτό μέλος της ομάδας παραγωγής. Την επόμενη ημέρα, προϊδεάζοντας και το τέλος της ταινίας, μια αμερικανική εφημερίδα έγραφε: «κάποιος πέταξε έξω από τη φωλιά του κούκου».

Ο ΜακΜέρφι παιχνιδιάρικο ύφος και η νοσοκόμα Ράτσετ (Λουίζ Φλέτσερ) με βλέμμα που σε παγώνει (Fantasy Films)

Δέκα πράγματα που δεν ήξερες για τη «Φωλιά του Κούκου»

1. Ο τίτλος του βιβλίου και της ταινίας, «One flew over the cuckoo’s nest», προέρχεται από τους στίχους ενός αμερικανικού, λαϊκού παιδικού άσματος, τους οποίους απαγγέλλει ο «Chief» στο βιβλίο.

2. Μόνο η «Φωλιά του Κούκου», το «Συνέβη μια Νύχτα» (1934) και η «Σιωπή των Αμνών» (1991) έχουν κερδίσει τον μαγικό αριθμό 5, δηλαδή πέντε βραβεία Οσκαρ: καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας, Α’ ανδρικού ρόλου, Α’ γυναικείου ρόλου, και διασκευασμένου σεναρίου

3. Ο διάσημος τότε ηθοποιός του Χόλιγουντ, Κερκ Ντάγκλας, είχε στείλε το βιβλίο, και μαζί την πρόταση συνεργασίας, στον Φόρμαν, από το 1963, χωρίς να λάβει καμία απάντηση από τον τσέχο σκηνοθέτη. Οταν, δέκα χρόνια αργότερα, επικοινώνησε μαζί του ο γιος, Μάικλ Ντάγκλας, ανακάλυψαν ότι το βιβλίο δεν είχε φτάσει ποτέ στα χέρια του Φόρμαν. Είχε κατασχεθεί από τις τσέχικες, τότε κομμουνιστικές, αρχές.

4. Οταν σκέφτηκε να γυρίσει την ταινία, ο Κερκ Ντάγκλας, είχε οραματιστεί τον ίδιο στη θέση του Ραντλ ΜακΜέρφι, που άλλωστε είχε υποδυθεί και στο θέατρο την ίδια χρονιά (1963). Μέχρι το 1973, τότε που θα ξεκινούσε η παραγωγή από τους Μάικλ Ντάγκλας και Σολ Ζάετς, είχε μεγαλώσει πολύ για το ρόλο.

5. Ο συγγραφέας Κεν Κίζι ισχυριζόταν ότι δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ την κινηματογραφική παραγωγή του βιβλίου του. «Αφαίρεσαν την ηθική, αφαίρεσαν την «Combine», αυτό που είναι η Αμερική, μια συνωμοσία», είχε δηλώσει όταν έκανε μήνυση στους παραγωγούς για την παραβίαση της άτυπης υπόσχεσης που είχαν δώσει να μεταφέρουν ατόφιο το σενάριο στη μεγάλη οθόνη.

6. Ο Νίκολσον δεν ήταν η πρώτη επιλογή για το ρόλο του ΜακΜέρφι. Η πρώτη προτίμηση του σκηνοθέτη ήταν ο Μπερτ Ρέινολτς, ενώ είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του και για τον Τζιν Χάκμαν και τον Μάρλον Μπράντο.

7. Αντίθετα με αυτό που υποστηρίζουν κάποιες φήμες, ο Τζακ Νίκολσον δεν υπέστη ποτέ, για τους σκοπούς της ταινίας, τη μέθοδο της ηλεκτροσπασμοθεραπείας (ECT). Πάντως, η συγκεκριμένη σκηνή της ταινίας είχε ξεσηκώσει πολλούς ψυχιάτρους, οι οποίοι στήριζαν τη συγκεκριμένη μέθοδο εκείνη την εποχή και διαμαρτύρονταν ότι η σκηνή ήταν παραπλανητική.

8. Μία από τις ηθοποιούς που βρίσκονται στο λιμάνι όταν επιστρέφει η ομάδα από τη βόλτα με το ψαροκάικο, είναι η Αντζέλικα Χιούστον, η οποία είχε μακροχρόνια σχέση με τον Νίκολσον, ενώ 11 χρόνια αργότερα θα κέρδιζε το δικό της Οσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου, για την ερμηνεία της στην «Τιμή των Πρίτζι» (1985).

9. Τα αρχικά του ονόματος του ήρωα «Randle Patrick McMurphy» επιλέχθηκαν από τον συγγραφέα για να συμβολίζουν το «Revolutions Per Minute», τη μονάδα μέτρησης (RPM) της ταχύτητας ενός δίσκου που σπινάρει, όπως, τελικά, είναι προορισμένος και ο ΜακΜέρφι να σπινάρει υπό τους ρυθμούς που ορίζει η εξουσία, χωρίς να φτάνει ποτέ στον προορισμό του.

10. Το 2008 η σουηδική χορευτική ομάδα «Bounce» ανέβασε ένα μιούζικαλ στους ήχους και ρυθμούς του χιπ χοπ αποσπώντας, δικαίως, πολύ καλές κριτικές ύστερα από την περιοδεία που έκανε στη Βρετανία.

Μαστουρωμένο roadtrip στις ΗΠΑ

Το ενδιαφέρον του αμερικανού συγγραφέα Κεν Κίζι για τους ψυχικά ασθενείς πήγαζε από την περιέργειά του για τη λειτουργία, ή μάλλον την παραποιημένη λειτουργία, του ανθρώπινου εγκεφάλου. Γι’ αυτό και εργάστηκε σε ένα ίδρυμα ψυχικής υγείας στο Menlo Park, στην Καλιφόρνια, όπου είχε την ευκαιρία να παρατηρεί πώς λειτουργεί ένα τέτοιο ίδρυμα, ενώ από εκεί προέκυψε η εμμονή του με την ουσία που παρεμβαίνει με τον πιο αισθητό τρόπο στη λειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης, το LSD.

Πήρε μέρος εθελοντικά στο Πρότζεκτ MKUltra, κατά το οποίο έπαιρνε ψυχοτρόπα ναρκωτικά όπως μεσκαλίνη και LSD, ενώ αργότερα κατανάλωνε LSD και κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων που έπαιρνε από τους ασθενείς, ώστε να έχει την κατάλληλη πρόσβαση στις παραποιημένες αντιλήψεις που είχαν οι ίδιοι για το περιβάλλον τους. Ακολούθησε την ίδια μέθοδο όταν άρχισε να γράφει τη «Φωλιά του Κούκου», το 1959: έγραφε υπό την επήρεια, και «χτένιζε» τα κεφάλαια αργότερα, νηφάλιος.

Το επόμενο βήμα του Κίζι ύστερα από την έκδοση της «Φωλιάς του Κούκου» ήταν να αφοσιωθεί στις ψυχοτρόπες ουσίες και να αποκαλύψει τις ιδιότητές τους και την επίδρασή τους στους υπόλοιπους ανθρώπους. Ξεκίνησε ιδρύοντας την ομάδα των «Χαρούμενων φαρσέρ» («Merry Pranskters») και οργανώνοντας ένα roadtrip που θα ξεκινούσε από το Λα Χόντα της Καλιφόρνιας, θα τερμάτιζε στην Νέα Υόρκη και θα επέστρεφε στο σημείο εκκίνησης. Οι ταξιδιώτες -εκ των οποίων ο ένας ήταν ο Νικ Κάσαντι, ο άνθρωπος που ενέπνευσε τον ήρωα, Ντιν Μοριάρτι του βιβλίου «On the Road», του Τζακ Κέρουακ- ήταν καθημερινά υπό την επήρεια του LSD, ενώ ο στόχος τους ήταν να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους γύρω τους και να προωθήσουν τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών. Το όχημά τους ήταν ένα λεωφορείο εξοπλισμένο με ηχεία για να ακούγεται μουσική, ζωγραφισμένο με φωσφορίζοντα χρώματα που έλαμπαν στο σκοτάδι και με την επιγραφή «Furthur», αντί για «Futher».

«Η έννοια της επικοινωνίας σ’ αυτή τη χώρα έχει ατροφήσει», είχε δηλώσει ο Κίζι όταν έφτασε το λεωφορείο στη Νέα Υόρκη. «Αλλά ανακαλύψαμε ότι όσο συνεχίζαμε τόσο πιο εύκολη γινόταν η επικοινωνία με τους ανθρώπους».

Υστερα από το ταξίδι σειρά είχαν τα «Acid Tests», πάρτι που οργάνωνε ο ίδιος ο συγγραφέας και όπου σερβίριζε στους καλεσμένους LSD σε μορφή Kool Aid και τους προκαλούσε να τριπάρουν χωρίς φρικάρουν. Ο απώτερος στόχος του, τότε, ήταν να τους βοηθήσει να υπερβούν τη δράση των ναρκωτικών, να μπορέσουν, δηλαδή, να φτάσουν στο ίδιο συνειδησιακό επίπεδο χωρίς την κατανάλωση LSD. Συνελήφθη για την κατοχή μαριχουάνας το 1966 και, περιμένοντας να γίνει η δίκη του, οργάνωσε το τελευταίο πάρτι όπου πειραματίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη χρήση του LSD.

Εγινε ο ήρωας του βιβλίο που έγραψε ο Τομ Γουλφ, το 1968, για τα παραισθησιογόνα ναρκωτικά, «The Electric Kool-Aid Acid Test». Και άφησε πίσω του «τη Φωλιά του Κούκου», ένα βιβλίο που θα είναι πάντοτε διαχρονικό, ανεξάρτητα από την εκάστοτε θεραπεία της ψυχικής ασθένειας ή τη νομική υπόσταση της μαριχουάνας. Ο συγγραφέας έζησε τα τελευταία του χρόνια στο «Pleasant Hill» («Ευτυχισμένος Λόφος»), στο Ορεγκον, και πέθανε σε ηλικία 66 χρόνων, το 2001, ένα μήνα μετά την εγχείρηση στο συκώτι του που είχε προσβληθεί από καρκίνο.