Η Ιαπωνία ετοιμαζόταν να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1940, όμως αντί για το μεγάλο ραντεβού της ειρήνης προετοίμαζε έναν, ακόμη, πόλεμο. Με την Κίνα. Ξέσπασε το 1937 και, μέχρι τον Δεκέμβριο, τα στρατεύματά της είχαν φτάσει στην (τότε) κινεζική πρωτεύουσα, Ναντσίνγκ. Οι αγριότητες στις οποίες επιδόθηκαν οι Ιάπωνες (μαζικές εκτελέσεις, βιασμοί, κ.λπ.) έμειναν στην Ιστορία ως «Η Σφαγή της Ναντσίνγκ». Ο Β’ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος υποχρέωσε τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή να αναθέσει τους Αγώνες στο Ελσίνκι, το 1938, πριν τους ματαιώσει οριστικά ένας άλλος πόλεμος: ο Β’ Παγκόσμιος.
Το αίτημα της Ιαπωνίας προς τη ΔΟΕ να αναλάβει τους Ολυμπιακούς του 1964, 14 χρόνια μετά τη συνθηκολόγησή της (που σήμανε και το τέλος των εχθροπραξιών), ήταν μεγάλη έκπληξη. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη ήταν η προθυμία του ελεύθερου, πια, κόσμου να επιβραβεύσει με αυτόν τον τρόπο μια χώρα που είχε σταθεί στη λάθος πλευρά της Ιστορίας, συμμαχώντας με τις δυνάμεις του Αξονα. Στη σχετική ψηφοφορία, στις 26 Μαΐου 1959 στο Μόναχο, η υποψηφιότητα του Τόκιο επικράτησε έναντι των άλλων δύο (Βρυξέλλες, Ντιτρόιτ) από τον πρώτο, κιόλας, γύρο. Σχεδόν όλοι ήθελαν να δώσουν στην Ιαπωνία την ευκαιρία να εξιλεωθεί: να ξανασυστηθεί ως μια ειρηνική και ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα.
Στις 10 Οκτωβρίου 1964, σε ένα κατάμεστο στάδιο 75.000 θέσεων, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο κήρυξε την έναρξη των 18ων Ολυμπιακών Αγώνων. Η Τελετή ήταν μαγευτική, εντελώς διαφορετική από όλες τις προηγούμενες. Η πρώτη με τη μορφή σόου – καλλιτεχνικού γεγονότος. Με πυροτεχνήματα, αεροσκάφη να σχηματίζουν τους Ολυμπιακούς κύκλους στον ουρανό, χιλιάδες μπαλόνια, περιστέρια και μουσική. Οι Αγώνες του 1964 ήταν οι πρώτοι υψηλής τεχνολογίας. Επίσης, οι πρώτοι που μεταδόθηκαν live σε όλο τον Κόσμο. Από τους πιο επιτυχημένους που διοργανώθηκαν ποτέ, από κάθε πλευρά. Tο μόνο παράπονο των επισκεπτών ήταν οτι έβρεχε κι έκανε κρύο για πολλές μέρες στη σειρά.
Οι Ιάπωνες έκαναν τα πάντα, προκειμένου να εντυπωσιάσουν. Δαπάνησαν τεράστια χρηματικά ποσά (περίπου τρία δισ. δολάρια – ένα ολόκληρο ΑΕΠ, σύμφωνα με τις επικρατέστερες εκτιμήσεις) για την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων και έργα υποδομών, ιδίως στις συγκοινωνίες. Εφτιαξαν αυτοκινητόδρομους, νέες γραμμές στο Μετρό του Τόκιο, την υπερταχεία «bullet train» («τρένο – σφαίρα») και το εναέριο τρένο (monorail), που συνέδεσε την πόλη με το αεροδρόμιο. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες που διεξήχθησαν στην Ασία ήταν ένα μαξιμαλιστικό πρότζεκτ (σε απόλυτη αντίθεση με τον «σφιχτό» προϋπολογισμό του «Τόκιο 2020»), «ασορτί» με την πολυετή επιχείρηση ανοικοδόμησης της χώρας και επανεκκίνησης της οικονομίας της, έπειτα από τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο ατομικές βόμβες και την αμερικανική κατοχή (έως το 1952).
Συμμετείχαν 5.151 αθλητές (4.473 άνδρες και 678 γυναίκες) από 93 χώρες – η Νότια Αφρική είχε αποκλειστεί από τη ΔΟΕ, λόγω του «απαρτχάιντ». Το τζούντο, το βόλεϊ γυναικών και το πένταθλο έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Σημειώθηκαν εξαιρετικές επιδόσεις σχεδόν σε όλα τα σπορ. Κυρίως, στην κολύμβηση, όπου καταρρίφθηκαν εννέα ανδρικά και τέσσερα γυναικεία ρεκόρ. Η Ελλάδα έλαβε μέρος με 18 αθλητές, σε στίβο, ιστιοπλοΐα, πάλη και σκοποβολή. Την καλύτερη θέση (7η) κατέλαβε ο Βασίλης Γανωτής στα 52 κιλά της ελληνορωμαϊκής πάλης.
Μεγάλες μορφές των Αγώνων ήταν, η σοβιετική γυμνάστρια Λαρίσα Λατίνινα (με δύο χρυσά και δύο αργυρά μετάλλια έφτασε τα 18!), ο αμερικανός Ντον Σολάντερ (κατέκτησε τέσσερα «χρυσά» στην κολύμβηση), ο συμπατριώτης του μποξέρ, Τζο Φρέιζερ (θριάμβευσε στην κατηγορία βαρέων βαρών και, στη συνέχεια, αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στην επαγγελματική πυγμαχία, όπως ο Κάσιους Κλέι) και ο αιθίοπας Αμπέμπε Μπικίλα (ο πρώτος που κατέκτησε δεύτερο χρυσό μετάλλιο στον μαραθώνιο, όπως και το 1960, φορώντας παπούτσια αυτή τη φορά).
Οι Ολυμπιακοί του 1964 υπήρξαν, επί δεκαετίες, οι τελευταίοι χωρίς «σκιές». Οι Αγώνες του 1968, στο Μεξικό, στιγματίστηκαν από τη «Σφαγή του Τλατελόλκο»: διαδηλωτές φοιτητές έπεσαν νεκροί από πυρά της μεξικανικής αστυνομίας. Επίσης, από την αποδοκιμασία της ΔΟΕ προς τη συμβολική κίνηση του Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, οι οποίοι στη διάρκεια της απονομής των μεταλλίων τους ύψωσαν τις γροθιές τους, φορώντας μαύρα γάντια, διαμαρτυρόμενοι για τις φυλετικές διακρίσεις.
Το 1972 οι Αγώνες του Μονάχου σημαδεύτηκαν από την ομηρία ισραηλινών αθλητών από παλαιστινίους τρομοκράτες, που κατέληξε σε λουτρό αίματος. Το 1976, στο Μόντρεαλ, απείχαν σχεδόν όλες οι αφρικανικές χώρες, ενώ δεν έλειψε και ένα οικολογικό σκάνδαλο, σχετικό με τα Ολυμπιακά έργα. Το 1980, οι ΗΠΑ και άλλες 64 χώρες έκαναν μποϊκοτάζ στους Αγώνες της Μόσχας. Και το 1984, στο Λος Αντζελες, ανταπέδωσαν οι χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το «Τόκιο 1964» έως το «Τόκιο 2020», άλλαξαν πολλά στο Ολυμπιακό Κίνημα. Η ερασιτεχνική εποχή των σπορ έδωσε τη θέση της στον άκρατο επαγγελματισμό, που υποκινείται από κυβερνήσεις (πλέον, όχι μόνον της Σοβιετικής Ενωσης και των «δορυφόρων» της) και εταιρείες. Οι χώρες που λαμβάνουν μέρος στους Αγώνες, διπλασιάστηκαν. Ο τζίρος της διοργάνωσης, πολλαπλασιάστηκε. Οι γυναίκες κατέκτησαν την ισότητα, σε ό,τι αφορά τον αριθμό των συμμετοχών. Οι Ολυμπιακοί τελούνται, πλέον, προς όφελος των οικονομικών ελίτ, της ΔΟΕ και των εμπορικών της συνεργατών, κι όχι των πολιτών της οικοδέσποινας χώρας.
Και η τηλεόραση, εξελίχθηκε στον πιο σημαντικό εταίρο των Ολυμπιακών Αγώνων, μεταδίδοντας την εικόνα τους σε κάθε γωνιά της Γης, και φέρνοντας στα ταμεία τους δισεκατομμύρια. Ο πιο διάσημος θεσμός μαζικής ανθρώπινης συνεύρεσης δεν μας έχει, πια, ανάγκη. Γιατί μπορούμε να είμαστε όλοι παρόντες, χωρίς να το κουνήσουμε βήμα από το σπίτι μας.