Αν ένας καλλιτέχνης ερωτηθεί σε ποια εποχή θα ήθελε να ζει και να δημιουργεί, η απάντηση που θα δώσει μάλλον θα είναι «στα 1968». Διότι τότε ήταν η χρονιά της μεγάλης πολιτικο-κοινωνικής κινητικότητας στον κόσμο, συνεπώς και των μεγάλων καλλιτεχνικών εμπνεύσεων. Οι αφορμές παντού, όπου και αν έστρεφες το βλέμμα σου. Η διαρκής αίσθηση ότι όλα βρίσκονταν σε αναβρασμό και κάτι θα ξεσπούσε από στιγμή σε στιγμή έκανε τους πιο ανήσυχους δημιουργούς να αφήσουν το καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα στη φωτογραφία, στο σινεμά, στη μουσική, στον χορό, στο θέατρο, ακόμη και στην τηλεόραση. Τελικά, όταν ζεις σε ενδιαφέροντες καιρούς και είσαι καλλιτεχνική φύση, δεν έχεις παρά να εμπνευστείς από όσα συμβαίνουν γύρω σου.
Σε μια εποχή που οι κοινωνικές εξεγέρσεις, η απειλή του πολέμου, οι αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι μάχες για να σβηστούν οι ταμπέλες σε θέματα θρησκείας, φυλής και σεξουαλικής προτίμησης συνέθεταν την καθημερινότητα, μεμονωμένοι δημιουργοί αλλά και ομάδες είχαν έτοιμη την έμπνευση μπροστά τους. Αξίζει να αναρωτηθούμε, θαυμάζοντας ξανά αυτά τα έργα τέχνης και τις ιστορίες που τα προκάλεσαν, τι έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, πενήντα χρόνια μετά.
Εχουν αλλάξει επί της ουσίας τα πράγματα, ή παραμένουν οι ιοί του πολέμου, της ανισότητας και του ρατσισμού; Την απάντηση την ξέρουμε, ο κόσμος κάνει πλέον βήματα προς τα πίσω. Ας περιπλανηθούμε λοιπόν σε έργα Τέχνης που δημιουργήθηκαν το 1968 με την ελπίδα και την πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει.
Σινεμά Τι θα ήταν ο Μάης χωρίς τις ταινίες του;
Χωρίς τα έργα που άλλα συνόδευσαν την εξέγερση και άλλα επηρεάστηκαν από αυτήν; Χωρίς τον Λανγκλουά και τον Γκοντάρ, χωρίς τον Αντονιόνι και τον Αντερσον; Και τι θα μπορούσαμε να έχουμε δει εδώ αν δεν υπήρχε τότε η χούντα;
Ο Μάης του ’68 συνδέεται με αντιρρήσεις, ξεσηκωμούς, διαδηλώσεις. Μια μικρή επανάσταση με άξονα όχι μόνον το αίτημα για «Φαντασία στην Εξουσία» αλλά κυρίως εκείνο το «Απαγορεύεται το Απαγορεύεται». Κάπως έτσι συνδέεται και η ιστορία των κινηματογραφικών επιρροών από τον Μάη του παρισινού ξεσηκωμού.
Κρατήστε, λοιπόν, αυτό το όνομα: Ανρί Λανγκλουά. Διευθυντής της Παρισινής Ταινιοθήκης, της Cinémathèque Française. Oνομα που σήμερα φέρει μια παρισινή πλατεία. Εκεί που πάνω από 3.000 διαδήλωσαν και συγκρούστηκαν άγρια με αστυνομικές δυνάμεις, από το Φλεβάρη του 1968, για την απόλυση του Λανγκλουά. Ο οποίος όχι μόνον είχε κάνει την Ταινιοθήκη μία από τις σημαντικότερες στην υφήλιο, αλλά είχε προσωπικά σώσει τον αριστουργηματικό «Ναπολέοντα» του Αμπέλ Γκανς, είχε κρατήσει ζωντανό το κινηματογραφικό κύτταρο του Παρισιού στα χρόνια της ναζιστικής Κατοχής και είχε εμπνεύσει νεότατους κινηματογραφιστές, όπως ο Ζαν Λικ Γκοντάρ και ο Φρανσουά Τριφό.
Στην απόφαση της κυβέρνησης Ντε Γκολ για την απόλυση αντέδρασαν δυναμικά δημιουργοί όπως ο Όρσον Ουέλς, ο Ρομπέρ Μπρεσόν και ο Τσάρλι Τσάπλιν, που απαγόρευσαν να παιχτεί οποιαδήποτε ταινία τους σε μια Ταινιοθήκη που δεν διευθύνει ο Λανγκλουά. Μαζί τους είχαν και πολλές διεθνείς προσωπικότητες της Τέχνης, από τον Σάμιουελ Μπέκετ μέχρι την Κάθριν Χέπμπορν.
Οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν, με πρωτοστάτη σε πολλές από αυτές τον Ζαν Πιέρ Λεό, πρωταγωνιστή στα «400 χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό (1959). Τελικά, στις 2 Μαΐου, ο Λανγκλουά ξανάνοιξε – ο ίδιος – την Ταινιοθήκη. Την ώρα που στους δρόμους κυλούσαν οι πρώτες μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις. Είχε έρθει ο Μάης του ’68.
Το Παρίσι, που λίγα χρόνια πριν, το 1961, είχε ζήσει την «σφαγή» των Αλγερινών από την Αστυνομία και ζητούσε με το στόμα των ξεσηκωμένων φοιτητών να απαλλαγεί από την βία, την καταστολή, το «απαγορεύεται», γινόταν το κέντρο των ανά την υφήλιο φοιτητικών αντιδράσεων, από τη Σορβόνη και το Κολούμπια ως το London School of Economics και το Μπέρκλεϊ και από την Πόλη του Μεξικού και την Δομηνικανική Δημοκρατία, ως το Ντακάρ, το Κίτο και την Μπογκοτά. Εξεγέρσεις – κόντρα στον πόλεμο, στην καταπίεση ή σε δικτατορικά καθεστώτα, όπως το ελληνικό – που γεννούσαν και κινούμενες εικόνες, όσο το παγκόσμιο σινεμά ανακάλυπτε δυναμικά την πολιτική του διάσταση και «φωνή». Ακόμη και στο Τόκιο, με το «Funeral Parade of Roses» (1969) του Τόσιο Ματσουμότο, που αποτύπωσε τον «πολιτιστικό» ξεσηκωμό των Ιαπώνων φοιτητών, μεταφέροντας στη χώρα τον μύθο του Οιδίποδα. Με ματιά πολιτική, όσο και στη Βραζιλία το Cinema Novo.
Το ομαδικό πνεύμα του Μάη, όμως, βασίστηκε στις αντιδράσεις πρώτα των μονάδων. Όπως ο 20χρονος Φιλίπ Γκαρέλ, που τον Απρίλη του 1968, κερδίζοντας το μεγάλο βραβείο του Festival du Jeune Cinéma στην Hyères για την ταινία του «Marie Pour Mémoire». Σε ένα σαστισμένο ακροατήριο, ο νεαρός βραβευόμενος ανακοίνωσε πως τελείωσε με το σινεμά και «αν οι ταινίες έχουν πλέον νόημα είναι μόνον όταν μοιάζουν με τούβλο που εκτοξεύεται σε μια σκοτεινή αίθουσα». Ξεσηκωμός!
Ο Γκαρέλ δεν τελείωσε με το σινεμά. Αντιθέτως το εξέλιξε στην πλέον πολιτική εκδοχή του, αξιοποιώντας και εμβληματικές φιγούρες της εποχής, όπως η Νίκο (Velvet Underground). Επανήλθε δε σε εκείνον τον Μάη, το 2005, με ακόμη μεγαλύτερη αμεσότητα. Στους «Regular Lovers» του μιλούσε για τα φαντάσματα ενός ξεσηκωμού και μιας επανάστασης που, τελικά, απέτυχε και όπως τα τραύματα του έρωτα εξακολουθούν να μας στοιχειώνουν για δεκαετίες.
Μιλούσαμε για τις μονάδες. Εμβληματικό ήταν το 1968 και το 30λεπτο φιλμάκι «Η επανάσταση είναι μόνο η αρχή. Ας συνεχίσουμε τον αγώνα» (La revolution n’est qu’un debut. Continuons le combat) του ηθοποιού Πιέρ Κλεμεντί. Όμως την αντίστιξη ανάμεσα στις μονάδες και στο σύνολο που εξεγέρθηκε και προσπάθησε να… «απαγορεύσει το απαγορεύεται» και να βάλει «φαντασία στην εξουσία», κατέδειξε θαυμαστά ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο «πάπας» της Νουβέλ Βαγκ, του θρυλικού Νέου Κύματος του γαλλικού σινεμά, ο οποίος πίστευε ότι «τον Μάη και Ιούνη του 1968 πέρασε ο κινηματογράφος από την μπουρζουαζία στο πολιτικό στίγμα».
Στην ταινία-ντοκιμαντέρ «One Plus One» ή «Sympahty for the Devil» (στην εκδοχή με διαφορετικό φινάλε από τον παραγωγό και ηθοποιό στην ταινία Ίαν Καριέ), ο τελευταίος διαβάζει αποσπάσματα από το «Mein Kampf» (Ο Αγών μου) του Αδόλφου Χίτλερ, επιχειρώντας να αποδώσει τα επιτεύγματα της μονάδας και όχι του συνόλου στον ναζισμό και φασισμό: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τίποτε πραγματικά σπουδαίο σε αυτό τον κόσμο δεν επετεύχθη από την σύμπραξη, αλλά τα μεγάλα επιτεύγματα οφείλονταν πάντοτε στον θρίαμβο του ατομικού».
Η ταινία γυρίστηκε το Μάη του ’68 από τον Γκοντάρ στο Λονδίνο, όπου συνάντησε στο στούντιο τον Μικ Τζάγκερ και τους Rolling Stones να ηχογραφούν το «Sympathy For The Devil». Στη δική του εκδοχή για το φινάλε (στο «One Plus One») δεν ακούγεται ποτέ η ολοκληρωμένη ηχογράφηση του τραγουδιού. Αφήνει τα πράγματα ημιτελή, όπως εκείνη η επανάσταση, που τελικά δεν ολοκληρώθηκε. Και την εμβληματική γυναίκα, που απαντά μόνον με Ναι και Όχι, την πρωταρχική «Εύα Δημοκρατία», νεκρή στο οδόστρωμα του ξεσηκωμού. Μιλώντας για όλα όσα προδόθηκαν εκεί, στα τέλη της χρυσής δεκαετίας του ’60. Κι εκεί χωρούσαν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, οι Μαύροι Πάνθηρες, ο Μάλκολμ Χ, οι φοιτητικές εξεγέρσεις, οι αντιδράσεις στον πόλεμο του Βιετνάμ και φυσικά ο Μάης του ’68.
Την ώρα δε που στη Βρετανία το «If…» (βασισμένο και στο ποίημα «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ) του Λίντσεϊ Αντερσον, εστίαζε στον Μικ Τράβις (Μάλκολμ ΜακΝτάουελ) που οδηγεί μαθητές σε ένοπλη εξέγερση κατά της τυραννικής ιεραρχίας, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού νέοι και ανήσυχοι σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Γούντι Άλεν εστίαζαν στον γαλλικό Μάη για έμπνευση. Πολιτική. Εντυπωσιακή σύμπτωση: καθώς στις αμερικανικές αίθουσες έβγαινε, το 1968, ο «Mr. Freedom» του Γουίλιαμ Κλάιν, με έναν μάλλον γκροτέσκο υπερήρωα που στέλνεται στο Παρίσι για να γλιτώσει τη Γαλλία από τον… Κομμουνισμό, η κραταιά MGM ήταν εκείνη που χρηματοδοτούσε δύο ταινίες για την… επανάσταση, κόντρα στις «αξίες του Χόλιγουντ», με αποτέλεσμα να πιστωθεί και καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία.
Μιλάμε αφενός για το «Strawberry Statement» (1970) ή «Φράουλες και αίμα», κατά τον ελληνικό τίτλο, με θέμα τις φοιτητικές εξεγέρσεις στο Πανεπιστήμιο Columbia – όπως και το ντοκιμαντέρ «Columbia Revolt» (1968). Αλλά και για το θρυλικό «Ζαμπρίσκι Πόιντ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Κι εκεί το απέραντο συμβολικό «κενό» της επανάστασης που δεν ολοκληρώθηκε. Κι εκεί οι Μαύροι Πάνθηρες. Με την Καθλίν Κλίβερ να ξεσηκώνει τους μαύρους φοιτητές. Αδελφή του μαύρου συγγραφέα και ακτιβιστή Έλντριτζ Κλίβερ, που εμφανίζεται και στο ντοκιμαντέρ της Ανιές Βαρντά «Black Panthers: A Report» (1968).
Και στο «Ζαμπρίσκι Πόιντ» χώρεσε ο Αντονιόνι του ιστορικού «Μπλόου απ» (1966) τη Μαύρη Δύναμη, το Κίνημα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τους μπίτνικ και, βέβαια, εκείνον το Μάη του ’68. Σε μια φοιτητική συζήτηση περί εξέγερσης πέφτει το ερώτημα: «Είστε διατεθειμένοι να πεθάνετε για τον Σκοπό;» Κι ακούγεται δυνατά η απάντηση ενός φοιτητή: «Είμαι διατεθειμένος να πεθάνω… Όχι όμως από πλήξη». Είναι ο Μαρκ, ο κεντρικός ήρωας (και αναρχικός αντι-ήρωας) της ταινίας, που όπως η «Εύα Δημοκρατία» του Γκοντάρ πεθαίνει στο δρόμο, χτυπημένος από αστυνομικούς. Όπως και οι τσοπεράδες στον «Ξένοιαστο καβαλάρη» του Ντένις Χόπερ (1969).
Οσο για την Ελλάδα, που ήταν ακινητοποιημένη στον… γύψο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών; Ο πρωτοπόρος πολιτικός σκηνοθέτης από τα Άγραφα, Δήμος Θέος (που το 1963 είχε σκηνοθετήσει μαζί με τον Φώτο Λαμπρινό τη μικρού μήκους ταινία «Εκατό ώρες του Μάη» για τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη), ετοιμάζεται να παρουσιάσει το «Κιέριον» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, σε διεύθυνση φωτογραφίας του Γιώργου Πανουσόπουλου και με τους Θόδωρο Αγγελόπουλο, Τώνια Μαρκετάκη, Σταύρο Τορνέ, Κώστα Φέρρη κ.ά. ανάμεσα στους ηθοποιούς.
Μιλάμε για την πρώτη ανοιχτά πολιτική ελληνική ταινία, που παρέπεμπε σαφώς στην Υπόθεση Τζορτζ Πολκ, στη δολοφονία δηλαδή του αμερικανού δημοσιογράφου το 1948, που η ουσία των ανακαλύψεών του αφορούσε στον τρόπο που «φαγώθηκε» στην ημεδαπή η περίφημη αμερικανική βοήθεια, όπως αποκάλυψε το «60 Minutes» του αμερικανικού CBS. Η συνέχεια; Η Χούντα απαγόρευσε την ταινία, η οποία τελικά προβλήθηκε στα μέρη μας το 1974.
Και, έτσι, για την ιστορία: Ο απόηχος εκείνης της εποχής του ξεσηκωμού πέρασε και στα πλάνα του Λουί Μαλ και στον «Μιλού το Μάη»(1990). Οπου ο Μισέλ Πικολί μεταμορφώνεται από θείο Βάνια σε Μιλού, καθώς η μητέρα της φαμίλιας πεθαίνει τον Μάη του ’68, όλοι απεργούν και η ταφή καθυστερεί, ταράζοντας τους αστούς…
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης