Ηταν μια ταινία από τις εκατοντάδες που έβγαζε εκείνη την εποχή το Χόλιγουντ. Είχε μεν διάσημους πρωταγωνιστές και καλούς σεναριογράφους, αλλά κανείς δεν περίμενε να ξεχωρίσει τόσο ― το πολύ πολύ θα ήταν ένα επιτυχημένο εξωτικό ερωτικό δράμα με φόντο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όμως, η «Καζαμπλάνκα» δεν πήρε απλώς τρία Οσκαρ (μεταξύ αυτών της Καλύτερης Ταινίας και το Σκηνοθεσίας) αλλά έγινε μια ταινία-θρύλος, η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI). Και όλα ξεκίνησαν από μια βραδιά σαν και αυτή, πριν από 75 χρόνια: ήταν 26 Νοεμβρίου 1942 όταν το φιλμ του Μάικλ Κέρτιζ, με πρωταγωνιστές τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, έκανε την πρεμιέρα του στο «Hollywood Theater» στους 51 Δρόμους του Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη.
Πολλοί έχουν επιχειρήσει να αποκωδικοποιήσουν τα μυστικά για την ανέλπιστη και τελικά διαχρονική επιτυχία της ταινίας που διαδραματίζεται στο Μαρόκο στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με επίκεντρο ένα μπαρ-καταφύγιο για ευρωπαίους πρόσφυγες. Ολοι οι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας συνδυασμός παραγόντων, αν και κάθε φορά που την ξαναβλέπεις ανακαλύπτεις άλλο ένα σημείο που σου είχε διαφύγει την προηγούμενη φορά.
Ασφαλώς ήταν η απίστευτη χημεία μεταξύ του Μπόγκαρντ και της Μπέργκμαν, σε βαθμό που η σύζυγός του να τον κατηγορήσει ότι, δεν μπορεί, τα είχαν φτιάξει στο γύρισμα. Kι όμως και οι δύο έχουν πει ότι αδιαφορούσαν ο ένας για τον άλλον και δεν τους ενδιέφερε και τόσο το φιλμ. Μάλιστα η Μπέργκμαν είχε περιγράψει ότι δεν ήθελε καν τον ρόλο ― συμμετείχε στην ταινία μάλλον για να γεμίσει τον χρόνο της στις ΗΠΑ, επειδή την είχαν αρχικά απορρίψει για το «Για Ποιον Χτυπάει η Καμπάνα» και επειδή η Χέντι Λαμάρ είχε με τη σειρά της απορρίψει την ιδέα να παίξει στην «Καζαμπλάνκα». Αλλά μπορεί κανείς να σκεφτεί την ταινία του Κέρτιζ, τον Ρικ Μπλέιν και την Ιλσα Λουντ, χωρίς αυτούς τους δύο;
Σαφώς ο κομβικός παράγων της επιτυχίας της ταινίας ήταν το απίστευτα καλοδουλεμένο σενάριο. Βασισμένο στο θεατρικό «Everybody Comes to Rick’s» ―δεν ανέβηκε ποτέ στο Μπρόντγουεϊ, καθώς η Warner αγόρασε τα δικαιώματα για το ποσό-ρεκόρ των 20.000 δολαρίων― σε κράταγε ως το τέλος και, μάλιστα, απέφυγε την ευκολία του happy end. Διάνθισε δε την πλοκή με εμβληματικές ατάκες: «Θα έχουμε για πάντα το Παρίσι», «Συλλάβετε τους συνήθεις υπόπτους», «Απ’ όλα τα μπαρ σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπαίνει στο δικό μου», «Λούι, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας», «Here’s looking at you, kid» και «Play it, Sam. Play ‘As Time Goes By’» (αυτά ας τα αφήσουμε αμετάφραστα).
Αποτελεί μάλιστα ιστορική αλήθεια ότι το σενάριο, όχι μόνο δεν ακολούθησε πιστά τη σκαλέτα του θεατρικού, αλλά γραφόταν και ξαναγραφόταν συνεχώς κατά τη διάρκεια του φιλμ, τόσο για να ξεπεραστούν θέματα λογοκρισίας όσο και γιατί οι παραγωγοί δεν είχαν αποφασίσει πώς ήθελαν να τελειώσει το φιλμ. Το αποτέλεσμα ήταν να μην ξέρει ούτε η ίδια η Μπέργκμαν με ποιον θα καταλήξει στο τέλος, τον Ρικ ή τον Λάζλο (Πολ Χένριντ) γεγονός που έκανε την ερμηνεία της ακόμα πιο πιστευτή.
Βεβαίως, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί του Κινηματογράφου, ένας σημαντικός παράγων για το άρτιο αποτέλεσμα υπήρξε ο ενθουσιασμός των ηθοποιών που κρατούσαν τους δεύτερους, αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους: Ο Πολ Χένριντ και ο Πίτερ Λόρε ήταν οι ίδιοι πρόσφυγες που έφυγαν από την Αυστρία και τη Γερμανία για να γλιτώσουν από τους Ναζί. Και μόλις τρεις από τους ηθοποιούς που αναφέρονται στους τίτλους τέλους της ταινίας, ο Μπόγκαρντ, ο Ντούλεϊ Γουίλσον και η Τζόι Πέιτζ είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ.
Ακόμα και οι κομπάρσοι του φιλμ ήταν, στην πλειονότητά τους, ηθοποιοί που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ για να ξεφύγουν από τη ναζιστική πλημμυρίδα στην Ευρωπη. Μάλιστα, σε μια σκηνή όπου οι θαμώνες του μπαρ τραγουδούν τη «Μασσαλιώτιδα» μπροστά σε Γερμανούς, κάποιοι από τους κομπάρσους έκλαιγαν πραγματικά.
Και φυσικά ήταν το timing, αυτός ο αιώνιος ρυθμιστής των πάντων. Η ταινία θεωρήθηκε μια αλληγορία για τη στάση των ΗΠΑ στον πόλεμο: ο ορκισμένος αμέτοχος Ρικ (Μπόγκαρντ) τελικά όχι μόνο συμμετέχει αλλά τρόπον τινά θυσιάζεται για τον αγώνα ― όταν γυριζόταν η «Καζαμπλάνκα» οι ΗΠΑ είχαν μόλις εγκαταλείψει την ουδετερότητά τους και είχαν μπει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μάλιστα την επομένη της επίθεσης των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941, τα στελέχη της Warner έκαναν σύσκεψη για να αξιολογήσουν το σενάριο του «Everybody Comes to Rick’s». Μέσα σε 11 μήνες θα γινόταν ταινία που θα άφηνε εποχή.
Αλλά και σε πιο βραχυπρόθεσμο πλαίσιο ανάλυσης, το φιλμ συνέπεσε με την απόβαση των Συμμάχων στη Βόρεια Αφρική. Μάλιστα, αυτή καθ’ αυτή η πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη επισπεύστηκε για να εξαργυρώσει το ενδιαφέρον του κοινού για τις μάχες στο Μαρόκο και για τη ναυμαχία της Καζαμπλάνκα (8-16 Νοεμβρίου). Οταν δε η ταινία βγήκε κανονικά στα σινεμά σε όλες τις ΗΠΑ, η Warner φρόντισε να επιλέξει την 23η Ιανουαρίου 1943 ως ημέρα πρεμιέρας ώστε να συμπέσει με τη Σύνοδο της Καζαμπλάνκα όπου ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ συνάντησε τον Γουίνστον Τσόρτσιλ και τον ηγέτη της Ελεύθερης Γαλλίας Σαρλ ντε Γκωλ.
Υπάρχει βέβαια και το τραγούδι: «You must remember this, a kiss is still a kiss, a sigh is just a sigh; the fundamental things apply, as time goes by…»
Το «As Time Goes Bye» που ερμήνευσε ο Ντούλεϊ Γουίλσον είναι ίσως το πιο γνωστό τραγούδι στην ιστορία του σινεμά. Το πιάνο το οποίο «έπαιζε» (καθώς δεν ήταν πιανίστας, η μουσική είναι ντουμπλάζ), πουλήθηκε το 2014 σε πλειστηριασμό για 3,4 εκατ. δολάρια. Κάτι λιγότερο απ’ όσα έβγαλε η ταινία όταν προβλήθηκε στις ΗΠΑ το 1943…
Είναι και αυτό ένα στοιχείο της μοναδικής κληρονομιάς της «Καζαμπλάνκα». Καθώς ο καιρός περνάει, συνεχίζει να σαγηνεύει τον κόσμο. Ισως γιατί οι ήρωές της βρέθηκαν σε συνθήκες που όλοι μπορεί να βρεθούν. Ισως επειδή ο έρωτας και η ματαίωσή του, οι ιδέες και ο κυνισμός, οι μελωδίες και ο ήχος των όπλων, η φιλία, η προσφυγιά και το ασφαλές καταφύγιο, είναι τα υλικά με τα οποία χτίστηκε αυτός ο κόσμος.