Η Θεσσαλονίκη της Αριστοτέλους, των κάθετων δρόμων που έχουν θέα τον Όλυμπο και του μεγάλου κεντρικού άξονα οφείλει την εικόνα της αυτή σε μια σπίθα που άναψε στην Άνω Πόλη στις 18 Αυγούστου (τότε το ημερολόγιο έδειχνε 5 Αυγούστου) 1917. Από αυτή τη σπίθα, άναψε μια πυρκαγιά που κατέκαψε 4.500 κτίρια κι άφησε άστεγους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό, χάρη στην αποφασιστικότητα πολιτικών όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος κι ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, οδήγησε στην πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή πολεοδομική παρέμβαση. Ανέθεσαν το τιτάνιο έργο σε επιτροπή με επικεφαλής το Γάλλο πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ, ο οποίος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη λόγω της παρουσίας της Στρατιάς της Ανατολής, στην οποία ο Εμπράρ ήταν επιστρατευμένος. Η ιστορία της οικοδόμησης της σύγχρονης Θεσσαλονίκης είναι συναρπαστική, παράδοξη αλλά και ταυτόχρονα οικεία νεοελληνική.
(Σημ.: οι ημερομηνίες παρακάτω είναι με το Ιουλιανό ημερολόγιο, όταν αναφέρονται σε εποχή ισχύος εκείνου)
Η πιο σύγχρονη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Η πόλη υπήρξε αληθινή κοσμοπολίτισσα, με σημαντική εμπορική δραστηριότητα, λιμάνι μέσω του οποίου έφταναν ειδήσεις και τάσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ανοικοδομούνταν με τη σύγχρονη ρυμοτομία, σχεδιάζονταν έργα υποδομής όπως το δίκτυο ύδρευσης και οι αστικές συγκοινωνίες, ενώ είχαν εγκαινιαστεί δυο σιδηροδρομικές γραμμές: προς το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη.
Σπουδαία μορφή της εποχής, που έδινε ύφος και στιλ στην πόλη υπήρξε ο σταρ αρχιτέκτονας Βιταλιάνο Ποζέλι. Εγκαταστημένος στη Θεσσαλονίκη, είχε σχεδιάσει εξαρχής για εκπαιδευτική χρήση το 1880 το κτίριο που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για τη Φιλοσοφική Σχολή. Αρχικά, αυτό είχε χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση της δημόσιας Οθωμανικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Σε κοντινή απόσταση, η νομαρχία της Θεσσαλονίκης είχε αποφασίσει το 1907 την ανέγερση πανεπιστημιακού κτιρίου για τη στέγαση του παραρτήματος της Νομικής σχολής του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη από το 1907 έως το 1912. Μάλιστα το 1912, προβαλλόταν ως «η πιο σύγχρονη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Από το 1912 και μετά, οι ελληνικές αρχές άρχισαν να ασχολούνται με την εκπόνηση ενός νέου σχεδίου πολεοδόμησης, τα σχέδια ωστόσο διακόπηκαν το 1914, λόγω του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Η έλευση της Στρατιάς της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη έφερε κι έναν επιπλέον πληθυσμό δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών.
Σε αυτήν την πόλη με τους τραπεζίτες και τους πλούσιους εμπόρους, τους μεροκαματιάρηδες και τους φτωχούς εργάτες, υπήρχε μια δομή με σαφή διαχωρισμό των κατοίκων της με βάση την κοινοτική ή θρησκευτική ταυτότητα. Αυτό άλλαξε βιαίως, με την πυρκαγιά που ξέσπασε από μια σπίθα σε ένα φτωχόσπιτο στην Άνω Πόλη στις 5 Αυγούστου του 1917. Κατέκαψε 4.500 κτίρια (το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της Θεσσαλονίκης) και άφησε άστεγους 70 χιλιάδες ανθρώπους. Συνέπεια αυτού ήταν, εκτός της άμεσης διαχείρισης και μεταστέγασης αυτών, η επιτακτική ανάγκη για έναν νέο πολεοδομικό αλλά και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Έτσι, άλλαξαν και οι όροι συμβίωσης του πληθυσμού, όπως τονίζει ο καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων στο ΑΠΘ Βασίλης Γούναρης, ενώ ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, Διδάκτωρ Οικονομικής Ιστορίας και Έφορος του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης επισημαίνει τη φτωχοποίηση μεγάλου μέρος της μεσοαστικής τάξης της και κυρίως των Εβραίων. «Υπολογίζεται ότι 20.000 ήταν οι πυροπαθείς Εβραίοι, περίπου το 1/3 της κοινότητας. Ο πληθυσμός αυτός στην πλειοψηφία του δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, ενώ το 80% των εβραϊκών περιουσιών πέρασε σε άλλα χέρια. Η μετανάστευση, η απώλεια εισοδήματος, ο πληθωρισμός, οι χαμηλές αποζημιώσεις, ήταν ορισμένες μόνο από τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που επικράτησαν μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων της πόλης αφανίστηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα».
Δείτε το σπάνιο βίντεο για την πυρκαγιά:
Η εντυπωσιακή ταχύτητα της Πολιτείας
Στις 11 Αυγούστου 1917, μόλις έξι ημέρες μετά την πυρκαγιά, σε σύσκεψη ειδικών υπό τον υπουργό Συγκοινωνίας Αλέξανδρο Παπαναστασίου προτάθηκε «η καείσα περιοχή να απαλλοτριωθή και να εκποιηθούν τα σχηματιζόμενα οικόπεδα μετά την νέαν ρυμοτομίαν, προτιμωμένων των παλαιών οικοπεδούχων». Οι πρώτες αποφάσεις αφορούσαν την πλήρη αναδιάταξη του ιστού της πόλης, την απαλλοτρίωση της καμένης ζώνης και την εκποίηση των νέων οικοπέδων.
Η επιθυμία να επανασχεδιαστεί η πόλη προερχόταν από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Παπαναστασίου, από την άλλη, έφριττε με τους «ανθυγιεινούς όρους τής Θεσσαλονίκης, εκεί όπου δεν έγινε πυρκαγιά. Τους ανθυγιεινούς όρους δεν δημιούργησεν η πυρκαϊά, αλλ’ η κατάστασις, η οποία υφίσταται εις το ανατολικόν μέρος τής πόλεως. Εις την Θεσσαλονίκην οργιάζει η αυθαίρετος κρίσις τής ατομικής ιδιοκτησίας. Εν μικρόν οικόπεδον εμποδίζει την χρήσιν ενός πολύ μεγαλύτερου οικοπέδου ευρισκομένου εις το ενδότερον του τετραγώνου και ούτω καθ’ εξής».
Το 1917 ο Γάλλος πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ βρισκόταν επιστρατευμένος στη Θεσσαλονίκη, ως διευθυντής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Στρατιάς της Ανατολής, με τη φιλοδοξία η παρουσία της να σημαδευτεί όχι μόνον από στρατιωτική νίκη, αλλά και από επιστημονικό έργο. Οι γαλλικές δυνάμεις ενώθηκαν με τις αγγλικές, αλλά και τις ντόπιες και έτσι (στις 11 Οκτωβρίου 1917) καθορίστηκε με υπουργική απόφαση η οριστική σύνθεση της Επιτροπής Σχεδίου, με μέλη τον αρχιτέκτονα Τόμας Μόσον, τον πολιτικό μηχανικό Ζαν Πλεϊμπέρ, τον αρχιτέκτονα Ερνέστ Εμπράρ, τον πολιτικό μηχανικό Άγγελο Γκίνη, τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο, τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Κιτσίκη και τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Αγγελάκη. Ο Εμπράρ ανέλαβε την καθοδήγηση της ομάδας, με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου να δηλώνει: «Στη Θεσσαλονίκη ερμηνεύσαμε τα ιδεώδη του κ. Βενιζέλου, που συνέλαβε την ιδέα μιας ανακαινισμένης πόλης, η οποία θα είναι το λιμάνι, το εμπορικό και το βιομηχανικό κέντρο τής Μακεδονίας και των παραπέρα περιοχών και, συγχρόνως, το πνευματικό και κοινωνικό τους κέντρο, με τα κτίσματα της περιφερειακής διοίκησης, το δικαστήριο, μιαν ελκυστική περιοχή κατοικίας και ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο».
Παράλληλα με την Επιτροπή Σχεδίου, επιτροπή νομικών ανέλαβε να εκπονήσει το νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο θα ήταν δυνατή η εφαρμογή τού σχεδίου, ενώ μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων και τοπογράφων ανέλαβε την καταγραφή των ζημιών και την αξιολόγηση της αξίας της γης.
Η δουλειά ήταν υποδειγματική, χρησιμοποιήθηκαν τα πιο προωθημένα για την εποχή εργαλεία σε νομικό, αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό επίπεδο και αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη πολεοδόμηση του 20ού αιώνα. Στο πλαίσιό της σχεδιάστηκαν κεντρικοί άξονες κάθετοι προς τη θάλασσα, ανοιχτοί χώροι, η επέκταση του λιμανιού προς τα δυτικά, προσδιορίστηκαν ζώνες βιομηχανικών χρήσεων και κατοικιών, δόθηκε έμφαση στα γεωμετρικά οικοδομικά τετράγωνα. Από τα σχέδια Εμπράρ, το πιο γνωστό σημείο εφαρμογής και πιστό ως προς το σχεδιασμό του, είναι η Πλατεία Αριστοτέλους, η οποία παρέχει ανεμπόδιστη θέα προς τον Όλυμπο. Ο άξονας αυτός της Αριστοτέλους είναι μια πρωτοτυπία, καθώς εκεί δεν υπήρχε δρόμος. Σχεδιάστηκε ως «Λεωφόρος των Εθνών», ως ένας μνημειακός άξονας που θα συνέδεε δυο πλατείες: την κεντρική Αριστοτέλους κοντά στη θάλασσα και το επάνω μέρος της, όπου βρίσκεται η Αρχαία Αγορά. Αυτή αποκαλύφθηκε τυχαία, όταν άρχισε εκεί η κατασκευή του δικαστικού μεγάρου, όπως είχε σχεδιάσει ο Ερνέστ Εμπράρ. Μάλιστα, δίπλα στο δικαστικό μέγαρο θα χτιζόταν το δημαρχιακό, στη μέση θα υπήρχε μια θριαμβική αψίδα και δίπλα μια μεγάλη πλατεία, η Place Civic. Βεβαίως, με τα ευρήματα της ανασκαφής το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.
Μεγάλο μέρος του σχεδίου του Ερνέστ Εμπράρ δεν εφαρμόστηκε για διάφορους λόγους: από την ανασκαφή στην Αρχαία Αγορά μέχρι μικροσυμφέροντα και μεγαλοσυμφέροντα που εμπόδισαν την ανάπτυξή του. «Αργότερα, με την αντιπαροχή αυξήθηκε η δόμηση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εξαιρετικά πυκνοδομημένα σημεία με κακές συνθήκες αερισμού», εξηγεί ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Νίκος Καλογήρου. «Ωστόσο, η εικόνα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι ευχάριστη και φανερώνει ότι έχει γίνει σοβαρή πολεοδόμηση. Εκτός της πολεοδόμησης, όμως, είναι και η εφαρμογή στην Αριστοτέλους της πρόβλεψης του σχεδίου Εμπράρ ως προς το ενιαίο αρχιτεκτονικό ύφος που προσδίδει «παρισινό χαρακτήρα» στην περιοχή. Χαρακτηριστικό δείγμα του εκλεκτικισμού που ο Εμπράρ επέλεξε για τις όψεις των κτιρίων είναι ο κινηματογράφος «Ολύμπιον» που σχεδιάστηκε πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά ολοκληρώθηκε το 1959. Εφαρμογές αυτής της έκφρασης συναντούμε στη Rue de Rivoli στο Παρίσι και στο Λιστόν της Κέρκυρας.
Το σχέδιο Εμπράρ χρειάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές στην πορεία, προσπαθώντας να παρακάμψει εμπόδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή εκείνη οι φήμες περί «μεγάλων κεφαλαιούχων», «ξένων ενδιαφερομένων» και «εκμεταλλευτών των οικοπεδούχων που ανεκάλυψαν νέον Παναμάν» είχαν μεγάλη πέραση στους κατοίκους της πόλης και της πυρικαύστου, με αποτέλεσμα να σημειώνονται σοβαρές δυσχέρειες στη διαδικασία εκποίησης.
Ερνέστ Εμπράρ (1875-1933):
Γάλλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Έζησε και εργάστηκε στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Ελλάδα και στην Ινδοκίνα. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1927, εργάστηκε στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στην Αρχιτεκτονική τής Αθήνας, το 1930 γύρισε, ωστόσο, για λόγους υγείας στο Παρίσι, όπου και πέθανε τρία χρόνια αργότερα. Είναι ίσως ο πρώτος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος που χρησιμοποίησε τη φωτογραφία ως «σημειωματάριο», ώστε αυτή να του χρησιμεύσει ως εργαλείο έρευνας και αναπαράστασης για τα σχέδιά του.
Πώς θα ήταν η Θεσσαλονίκη εάν δεν είχε ανάψει εκείνη η σπίθα στο φτωχόσπιτο της Άνω Πόλης εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ; Πώς θα ήταν εάν δεν είχε βρεθεί στην πόλη ο Ερνέστ Εμπράρ την κατάλληλη στιγμή και δεν είχε αναλάβει το έργο; Τι θα συνέβαινε εάν δεν ήταν ο Παπαναστασίου και ο Βενιζέλος στην ηγεσία; Ουδείς μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά. Ένας άλλος πολεοδόμος θα είχε δώσει μια άλλη μορφή στην πόλη. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η σημερινή Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε από μια σπίθα κι ένα Γάλλο στον οποίον ανατέθηκε από δυο οραματιστές πολιτικούς η ευθύνη να δημιουργήσει μια νέα πόλη.
Η Θεσσαλονίκη της Βικτόρια Χίσλοπ
«Η Θεσσαλονίκη στο “Νήμα” είναι χαρακτήρας, είναι πολύ περισσότερο από ένα σκηνικό όπου διαδραματίζονται γεγονότα. Για μένα ως συγγραφέα, “το πνεύμα του τόπου” είναι πάντοτε ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη μυθιστορηματική αφήγηση».
Η ιστορία της πυρκαγιάς, οι επιδράσεις της και η αναγέννηση της Θεσσαλονίκης είχαν συγκινήσει τη Βρετανίδα συγγραφέα. Έτσι, τοποθέτησε στο μυθιστόρημά της «Το νήμα» στη Θεσσαλονίκη της εποχής της πυρκαγιάς. «Την πρώτη φορά που ήρθα, ένιωσα ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με τόσο πολλά “στρώματα ιστορίας”, αυτό φαίνεται παντού. Η πυρκαγιά κατέστρεψε τόσο πολλά, αλλά άφησε ανέγγιχτα και πολλά κομμάτια ιστορίας. Ανακάλυψα ότι αυτή η πόλη άλλαξε για πάντα με την πυρκαγιά. Ένα τόσο καταστροφικό γεγονός έδωσε μια νέα ευκαιρία για αλλαγή και βελτίωση. Η Θεσσαλονίκη αναγεννήθηκε από τις ίδιες της τις στάχτες», είπε η Βικτόρια Χίσλοπ, η οποία έκανε έρευνα για τις συνθήκες ζωής την εποχή της πυρκαγιάς μέσα από παλιές φωτογραφίες.
Σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου η λέξη «ιστορία» σημαίνει αυτομάτως «αρχαιότητα», στη Θεσσαλονίκη η «ιστορία» αναφέρεται συχνά στους πιο πρόσφατους αιώνες, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε οτιδήποτε αφορά την πόλη στον 19ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Κάθε έκθεση, έκδοση, μελέτη, διάλεξη σχετικά με αυτές τις εποχές, κάθε υλικό αρχείου που ανευρίσκεται ή εκτίθεται συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον από τους Θεσσαλονικείς. Θα νιώσετε μεγάλη έκπληξη εάν παρακολουθήσετε τις συζητήσεις και τις αναλύσεις που γίνονται σε γκρουπ στο facebook όπου αναρτώνται παλιές φωτογραφίες, αναζητούνται ίχνη και πληροφορίες, ανταλλάσσονται μνήμες και ιστορίες. Οι Θεσσαλονικείς αγαπάμε την «παλιά Θεσσαλονίκη», σε σημείο που να δυσκολευόμαστε να προχωρήσουμε στην «νέα»…
Οι εκδηλώσεις του περιοδικού Παράλλαξη
Το Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου, από τις 18.00-22.00 ένα πολυθέαμα αφιερωμένο στα εκατό χρόνια της Πυρκαγιάς θα εξελιχθεί στην πόλη, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Θεσσαλονίκη Αλλιώς» που διοργανώνει το περιοδικό Παράλλαξη. Είναι βασισμένο σε μια ιδέα του Γιώργου Τούλα, και εκτελείται με πρωτότυπα κείμενα του Σάκη Σερέφα ειδικά γραμμένα για το πολυθέαμα, σε σκηνοθεσία των Κορίνας Βασιλειάδου και Χάρη Πεχλιβανίδη (In-Flux), με σκηνογράφο-σχεδιαστή της μακέτας της θαλάσσιου μετώπου της πόλης τον Γιάννη Κατρανίτσα, την ομάδα visual artists Mark & The koksinel, του φωνητικού συγκροτήματος Πλειάδες, ηθοποιών του ΚΘΒΕ και 35 σπουδαστών των σχολών θεάτρου της πόλης, ενδυματολόγους τις Σόνια Σαμαρτζιδου και Ελένη Κανακίδου, τη φωτιστική παρέμβαση των Beforelight, τον ειδικό στα σπέσιαλ εφέ Μιχάλη Σαμιώτη, την γραφιστική επιμέλεια των Dolphins και την κινηματογράφηση του σκηνοθέτη Χρήστου Νικολέρη.
Πηγές:
«Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917», Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου (έκδοση του δήμου Θεσσαλονίκης).
«Η Θεσσαλονίκη πριν και μετά τον Ερνέστ Εμπράρ» και «Σχεδιάζοντας τη Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά», Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου.
«Η Θεσσαλονίκη πριν και μετά τον Hebrard – Η αρχιτεκτονική μιας πόλης σε μετάβαση», Βασίλης Κολώνας.
«Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης από τον Ερνέστ Εμπράρ», Νίκος Καλογήρου.«Η Πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ ως πεδίο αρχιτεκτονικού και αστικού εκσυγχρονισμού», Νίκος Καλογήρου (εκδόσεις University Studio Press).
«Ερνέστ Εμπράρ, 1875-1933 – Εικόνες από τη ζωή ενός αρχιτέκτονα/ Από την Ελλάδα στην Ινδοκίνα», Χάρης Γιακουμής, Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Κριστιάν Πεντελαχόρ ντε Λοντίς (εκδόσεις Ποταμός).