14 Ιουνίου 1987. Αντρες, γυναίκες και παιδιά κρατούν την ανάσα τους μπροστά στην TV. Κάποιοι δεν είναι, καν, φίλαθλοι. Μία κόρνα που ακούγεται από την τηλεόραση, δίνει το σύνθημα: όλη η Ελλάδα γίνεται μία φωνή. Πανηγυρίζει το πρώτο της σπουδαίο τρόπαιο σε ομαδικό άθλημα. Γαλανόλευκα ποτάμια ανθρώπων ξεχύνονται στους πυρακτωμένους -από τον καύσωνα- δρόμους, για να ενωθούν σε ολονύκτιες, αυτοσχέδιες γιορτές, σε πόλεις χωριά και γειτονιές. Το μπάσκετ είναι, πλέον, το εθνικό σπορ όλων των Ελλήνων – και όχι μόνον της «μπασκετούπολης» Θεσσαλονίκης που το είχε, ήδη, λατρέψει χάρη στα κατορθώματα Νίκου Γκάλη. Η Εθνική, η «επίσημη αγαπημένη» τους. Κανείς απ’ όσους τα ‘ζησαν, δεν έχει ξεχάσει. Κι ας πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια…
Η ιστορία άρχισε να γράφεται όταν η διοργάνωση του 25ου Ευρωμπάσκετ ανατέθηκε στην Ελλάδα, για να φιλοξενηθεί στο νεότευκτο -τότε- Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Το «στολίδι», όπως το αποκαλούσαμε. Αυτοί που ήξεραν, έλεγαν πως η Εθνική μπάσκετ μπορούσε να φτάσει ψηλά. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί, τι θα συνέβαινε εκείνο το καλοκαίρι. Αρχίσαμε να το υποψιαζόμαστε, όταν η Ελλάδα προκρίθηκε στον ημιτελικό, στις 10 Ιουνίου, νικώντας (για πρώτη φορά στην ιστορία της) την Ιταλία με 90-78. Ο Γκάλης είχε πετύχει 38 πόντους και ο Παναγιώτης Γιαννάκης, 22. Λες;
Στον ημιτελικό, στις 12 Ιουνίου, απέναντί μας έστεκε η πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία του Ντράζεν Πέτροβιτς, του Κούκοτς, του Πάσπαλι, του Ντίβατς και του Βράνκοβιτς. Προηγήθηκε με 45-34 στο ημίχρονο, όμως ο Γκάλης είχε -πάλι- τα κέφια του: τελικό σκορ 81-77, με 30 δικούς του πόντους, και να ‘μαστε στον μεγάλο τελικό.
Το σκορ ήταν ισόπαλο (101-101), και η μπάλα βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Ο Μέμος Ιωάννου δοκίμασε ένα σουτ και αστόχησε. Τότε, σαν «από μηχανής Θεός», πετάχτηκε ο Αργύρης Καμπούρης, πήρε το επιθετικό ριμπάουντ και κέρδισε φάουλ. Δύο βολές, με μόλις τέσσερα δευτερόλεπτα να απομένουν. Θεατές και τηλεθεατές δεν έπαιρναν ανάσα. Κάθε Ελληνας άκουγε τους παλμούς της καρδιάς του διπλανού του – και τη φωνή του Φίλιππου Συρίγου στην ιστορική περιγραφή της ΕΡΤ: «Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά. Πραγματικά είμαστε τόσο κοντά… Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα, 102-101 και μόνο τέσσερα δευτερόλεπτα. 103-101. Βάλτερς στον Γιοβάισα, θέλει προσοχή, η μπάλα έξω, είναι το τέλος. Η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης». Σημείωση: «Πρόκριση» δεν υπήρχε, ήμασταν στον τελικό, αλλά και αυτό το lapsus του Συρίγου δείχνει τη δραματικότητα των στιγμών.
Ο Γιαννάκης σήκωσε το τρόπαιο, ως αρχηγός. Ο Γκάλης σφράγισε τον τίτλο του κορυφαίου μπασκετμπολίστα στην Ευρώπη. Ολοι οι διεθνείς μαζί έβγαλαν χιλιάδες παιδιά στους δρόμους, στα πάρκα και στις πλατείες. Ολα, με μία πορτοκαλί μπάλα στα χέρια, ήθελαν να τους μοιάσουν – και κάποια τα κατάφεραν. Ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης, ο Ζήσης, ο Κακιούζης «γεννήθηκαν» εκείνη την αλησμόνητη βραδιά. Και δεκάδες άλλοι που, τα επόμενα χρόνια, ως παίκτες ή ως προπονητές, κράτησαν ψηλά τη σημαία του ελληνικού μπάσκετ στην Ευρώπη. Η Ελλάδα ξαναπήρε το Ευρωπαϊκό (το 2005), πήρε και μία δεύτερη θέση (1989), όμως τίποτε απ’ όσα ακολούθησαν δεν μπορεί να συγκριθεί με τον άθλο εκείνης της υπέροχης παρέας. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, ακόμα ανατριχιάζουμε ακούγοντας το «Final Countdown», που ήταν το soundtrack του θριάμβου.
Πέρασαν 30 χρόνια… Ο Νίκος Γκάλης εξηντάρισε. Εκλεισε την καριέρα του το 1994, όταν έφυγε από τον Παναθηναϊκό, πούλησε και το camp για παιδιά που είχε στη Χαλκιδική, και ασχολήθηκε με το Χρηματιστήριο. Πλέον, δυο γήπεδα -το «Αξεξάνδρειο» και το Κλειστό του ΟΑΚΑ- φέρουν το όνομά του. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, στα 58 του, σταμάτησε να παίζει το 1996, αλλά έγινε προπονητής. Είναι ο άνθρωπος που συνδέει το «τότε» με το σήμερα. Ο Αργύρης Καμπούρης (55) αποχώρησε από τη δράση το 1996 κι αυτός, και δουλεύει στον Ολυμπιακό. Ανοίξε και ένα κατάστημα με αθλητικά είδη. Ο Φάνης Χριστοδούλου (52) έβαλε τέλος στην καριέρα του το 1998 και, σήμερα, ζει στην Πάρο, όπου διατηρεί ένα πρακτορείο του ΟΠΑΠ. Ο Παναγιώτης Φασούλας (54) έκλεισε την καριέρα του το 1999 και ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχθηκε βουλευτής (2000) και δήμαρχος Πειραιά (2006). Σήμερα έχει θέση στην ΕΟΚ και καμαρώνει την ταλαντούχα κόρη του που παίζει μπάσκετ σε πολύ υψηλό επίπεδο, στις ΗΠΑ. Ο Λιβέρης Ανδρίτσος (57) παρέμεινε στο μπάσκετ ως προπονητής και τεχνικός διευθυντής. Το 2007 έσπευσε με αυτοθυσία να σώσει μια γυναίκα που καιγόταν, και βρέθηκε ο ίδιος στην εντατική. Ο Μέμος Ιωάννου (59) σταμάτησε το μπάσκετ το 1993, και κάνει καριέρα ως προπονητής και σχολιαστής αγώνων μπάσκετ. Ο Μιχάλης Ρωμανίδης (51) εργάζεται ως μάνατζερ σε ομάδες μπάσκετ. Ο Νίκος Σταυρόπουλος (57) έγινε προπονητής και, αργότερα, γενικός διευθυντής στον ΠΑΟΚ. Ο Νίκος Λινάρδος (54) αγωνίστηκε σχεδόν σε όλη του την καριέρα με τη φανέλα του Πανιώνιου και, σήμερα, εργάζεται ως προπονητής. Ο Παναγιώτης Καρατζάς (52) εργάστηκε στη βιοτεχνία του πατέρα του, κι έπειτα άνοιξε πρακτορείο του ΟΠΑΠ. Ο Νίκος Φιλίππου (54) είναι συνταξιούχος αστυνομικός και ασχολείται με επιχειρήσεις.
Η Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης θα διοργανώσει απόψε (20:00), στο πολιτιστικό κέντρο «Δαΐς», μια γιορτή για να τιμήσει τους πρωταγωνιστές εκείνου του θριάμβου. Δυστυχώς, δεν θα παραστούν οι δυο σημαντικότερες προσωπικότητες, του Ευρωμπάσκετ ’87 και του ελληνικού μπάσκετ γενικότερα: ο Νίκος Γκάλης και ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Προσκλήθηκαν, όπως κάθε παίκτης της Εθνικής του ’87, όμως δεν θα πάνε. Εχουν τους λόγους τους – και αυτοί δεν αφορούν τους «συντρόφους» τους.