Στις 22 Απριλίου 1937 γεννήθηκε ο Τζακ Νίκολσον. Το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου BFI, προκειμένου να τιμήσει τα αστείρευτα χρόνια υποκριτικής ικανότητας που κουβαλά ο σημαντικός ηθοποιός, θα προβάλλει ξανά στα σινεμά της στη Βρετανίας -από τις 14 Απριλίου, μέχρι και την ημέρα γενεθλίων του Νίκολσον- τη «Φωλιά του Κούκου». Πρόκειται για μία από τις εμβληματικές ταινίες, τόσο για την ερμηνεία του Τζακ, όσο και για την ίδια την 7η Τέχνη.
Σε οποιοδήποτε κινηματογραφικό λεξικό, γραμμένο σε οποιαδήποτε γλώσσα, θα υπάρχει πάντα, ως άτυπο λήμμα, αυτό: «Η ταινία “Στη Φωλιά του Κούκου” (Αγγλικά: “One Flew Over The Cuckoo’s Nest”) είναι δραματική ταινία αμερικανικής παραγωγής του 1975, σε σκηνοθεσία Μίλος Φόρμαν, βραβευμένη με Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας».
Ως μία προσέγγιση θα ήταν σωστή η περιγραφή, αλλά σε αυτή λείπουν όλες εκείνες οι υπέροχες λεπτομέρειες που καθιστούν αυτή την ταινία ένα παντοτινό διαμάντι, ένα ορόσημο για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, αποτυπωμένο επάνω σε φιλμ.
Με αφορμή την προβολή της ταινίας ο Μάιλκ Ντάγκλας μίλησε στον Guardian για όλα όσα δεν μάθαμε ποτέ, αλλά και για όσα ήδη ξέρουμε, αλλά θέλουμε να τα ακούμε ξανά συμμετέχοντας στην ιστορία αυτής της δημιουργίας.
Σε αυτή τη συνέντευξη ο Ντάγκλας παραδέχτηκε ότι η κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου «Στη φωλιά του Κούκου» ήταν ένα νεανικό του όνειρο, όμως τελικά αναγκάστηκε να το υλοποιήσει χωρίς τις «ευλογίες» του συγγραφέα. «Ζητήσαμε από τον Κεν Κέισι να γράψει το σενάριο και του υποσχεθήκαμε έναν ρόλο. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με πολλούς μυθιστοριογράφους που προσπαθούν να προσαρμόσουν δικά τους έργα, δεν πήγε πολύ καλά. Επειτα από αυτό, οι σχέσεις μας πάγωσαν».
Αλλά, για μισό λεπτό. Τι σχέση έχει ο Μάικλ με αυτή την ταινία; Μέχρι, λοιπόν, να φτάσουμε στις… παγωμένες σχέσεις με τον Κέισι, έχουν προηγηθεί εξαιρετικά σημαντικές στιγμές, τις οποίες περιγράφει ο Ντάγκλας. Το 1963 ο Κερκ, πατέρας του Μάικλ, θέλησε να μεταφέρει στην οθόνη του κινηματογράφου το βιβλίο του Κεν Κέισι «Στη Φωλιά του Κούκου», το οποίο είχε ανεβάσει με επιτυχία ο ίδιος στο Μπρόντγουεϊ. Ωστόσο, κανένα από τα μεγάλα στούντιο δεν ήταν διατεθειμένο να καταπιαστεί με την ιστορία του Ραντλ Π. ΜακΜέρφι, ενός κατάδικου για αποπλάνηση ανηλίκου, ο οποίος -για να αποφύγει τη φυλακή- προσποιείται τον τρελό και στέλνεται σε ένα ψυχιατρείο.
Σύμφωνα με τη διήγηση του Μάικλ, τα χρόνια πέρασαν και ο πατέρας του εγκατέλειψε το εγχείρημα, μεταβιβάζοντας τα δικαιώματα του βιβλίου στον ίδιο. Εκείνος, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ως παραγωγός, κατάφερε να εξασφαλίσει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον σημαντικότερο ηθοποιό της εποχής, τον Τζακ Νίκολσον, και για τη σκηνοθεσία τον Τσεχοσλοβάκο Μίλος Φόρμαν, ο οποίος είχε καταφύγει στις ΗΠΑ και, αναζητώντας την πρώτη του επιτυχία, δέχτηκε την πρόταση έναντι μικρής αμοιβής.
Ετσι, ξεκίνησαν όλα…
Το 1963, ο Ραντλ Πάτρικ Μακ Μέρφι (Τζακ Νίκολσον) ένας ψυχοπαθής εγκληματίας που εκτίει μικρή ποινή σε αγροτική φυλακή, μεταφέρεται σε ψυχιατρική κλινική. «Ηταν δύσκολο όλο αυτό στην αρχή, γιατί ποτέ πριν δεν είχα κάνει την παραγωγή για μια τέτοια ταινία. Καθυστερήσαμε τα γυρίσματα έξι μήνες, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του Τζακ, αλλά αυτό αποδείχθηκε μια μεγάλη ευλογία: μας δόθηκε έτσι η ευκαιρία να αφομοιώσει τον ρόλο του!».
Στην κλινική ο Μακ Μέρφι ελπίζει πως εκεί θα περάσει τους τελευταίους μήνες της ποινής του, σε ένα περιβάλλον πιο ήρεμο και αποφεύγοντας τη σκληρή δουλειά. Η πτέρυγα του Μακ Μέρφι όμως διευθύνεται από τη σκληρή και άκαμπτη νοσοκόμα Μίλντρεντ Ρέιτσεντ (Λουίζ Φλέτσερ), η οποία χρησιμοποιεί ανορθόδοξες ιατρικές μεθόδους προκειμένου να υποτάξει και να ταπεινώσει τους ασθενείς της. Ο Μακ Μέρφι ανακαλύπτει ότι οι ασθενείς φοβούνται περισσότερο τη Ρέιτσεντ από την επανένταξή τους στον έξω κόσμο και γρήγορα εκείνος γίνεται αρχηγός μιας ομάδας ασθενών. Οι ασθενείς αυτοί είναι ο Μπίλι Μπίμπιτ (Μπραντ Ντουρίφ), ένας νέος που τραυλίζει από νευρικότητα, ο Τσάρλι Τσεσγουίκ (Σίντνεϊ Λάσικ), ένας άνδρας με συμπεριφορά και αντιδράσεις παιδιού, ο Μαρτίνι (Ντάνι Ντε Βίτο) που έχει παραισθήσεις, ο Ντέιλ Χάρντιγκ (Γουίλιαμ Ρέντφιλντ) ένας μορφωμένος παρανοϊκός και ο Τσιφ Μπρόμντεν (Γουίλ Σάμσον) ένας πανύψηλος κωφάλαλος αμερικανός ιθαγενής. Ο Μακ Μέρφι έρχεται αντιμέτωπος με την αυστηρή νοσοκόμα, που δεν ανέχεται την αντιεξουσιαστική του συμπεριφορά, συγκρούονται και ένας πόλεμος νεύρων ξεσπά ανάμεσά τους. Επειτα από πολλά συμβάντα, ο Μακ Μέρφι δένεται με τους υπόλοιπους έγκλειστους και, ύστερα από μια προσπάθεια να δραπετεύσει, υπόκειται σε λοβοτομή. Αποκαλύπτεται ότι ο Μπρόμντεν δεν ήταν τελικά κωφάλαλος – και δραπετεύει.
Η ταινία, θυμάται ο Μάικλ Ντάγκλας, γυρίστηκε στο νοσοκομείο του Ορεγκον όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του σκηνοθέτη της ταινίας, Μίλος Φόρμαν, πρώτη επιλογή για τον ρόλο του Μακ Μέρφι ήταν ο Μπαρτ Ρέινολντς, ενώ οι ηθοποιοί Τζέιμς Καάν, Μάρλον Μπράντο και Τζιν Χάκμαν τον απέρριψαν. Ο ρόλος της ψυχρής και αυστηρής νοσοκόμας Ρέιτσεντ απορρίφθηκε από όλες τις ηθοποιούς τις οποίες προσέγγισαν για τον ρόλο. Μερικές από τις ηθοποιούς που τον απέρριψαν ήταν η Τζέιν Φόντα, η Σίρλεϊ Μακ Λέιν, η Αν Μπάνκροφτ, η Τζεραλντίν Πέιτζ, η Ελεν Μπέρστιν και η Αντζελα Λάνσμπερι. Τον ρόλο, τελικά, ανέλαβε η άσημη Λουίζ Φλέτσερ.
Στην ίδια συνέντευξη του Ντάγκλας μίλησε και η Λουίζ Φλέτσερ, η ηθοποιός με τον καθοριστικό ρόλο στην ταινία. «Στις 4 Ιανουαρίου 1975, πήγα στο Ορεγκον για πρόβα μιας εβδομάδας, η οποία ήταν ανεκτίμητη. Παρακολουθήσαμε τους ασθενείς στην καθημερινή ρουτίνα τους και όταν πήγαιναν για ομαδική θεραπεία… Δεν ήθελα να υποδυθώ τη Μίλντρεντ Ρέιτσεντ ως τέρας, αλλά ήθελα να γίνει πιστευτός ο ρόλος μου». Η Λουίζ δεν μακιγιαρίστηκε σε καμία σκηνή των γυρισμάτων, αλλά έβαζε στα χείλη της βαζελίνη, όχι κραγιόν. Και, εννοείται, είχε και αυτό το συγκεκριμένο χτένισμα, το οποίο έκανε πιο επιβλητική την παρουσία της.
Θέλετε κι άλλη μια λεπτομέρεια, την οποία μπορεί και να γνωρίζετε; Το όνομα του τίτλου «Στη Φωλιά του Κούκου» προέρχεται από αμερικανικό παιδικό τραγούδι, το οποίο στο μυθιστόρημα τραγουδά ο Τσάρλι Τσέσγουϊκ.
Στις λεπτομέρειες ουσίας, από τις οποίες βρίθει αυτό το φιλμ, είναι ότι προτάθηκε για 9 βραβεία Οσκαρ κι απέσπασε πέντε – και τα πέντε στις βασικές κατηγορίες: ταινίας, σκηνοθεσίας, Α’ ανδρικού ρόλου (Τζακ Νίκολσον), Α’ γυναικείου ρόλου (Λουίζ Φλέτσερ) και σεναρίου βασισµένου σε ξένο υλικό (Λόρενς Χάουµπεν, Μπο Γκόλντµαν). Πρόκειται για ένα επίτευγμα που μέχρι σήμερα μόνο άλλες δυο ταινίες έχουν καταφέρει, το Συνέβη μια Νύχτα (1934) και η Σιωπή των Αμνών (1991). Τι άλλο; Α, ναι. Οπως θυμήθηκε -στην ίδια συνέντευξη- η Λουίζ Φλέτσερ, η ίδια προσέφερε μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές στην ιστορία των Οσκαρ: χρησιμοποίησε τη νοηματική γλώσσα για τον ευχαριστήριο λόγο της, προκειμένου να την καταλάβουν οι κωφάλαλοι γονείς της.
Το 1997 η «Φωλιά του Κούκου» έλαβε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την 20ή θέση, ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Στην Ελλάδα -όπου «η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο», κατά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή- είναι δεδομένο ότι πάντα θα έχουμε χίλιους δυο λόγους για να τη λατρεύουμε. Τρελούς λόγους, εννοείται…