Θα ακούσουμε και θα διαβάσουμε πολλά για την «Άνοδο και την Πτώση» του Πέτρου Φιλιππίδη, μετά την προφυλάκισή του με κατηγορίες βιασμού. Θα έλεγα να δοκιμάσουμε κάτι, αντί της πεπατημένης: να διαβάζουμε την σύμπτωση ή την ειρωνεία (όχι μόνον την αρχαία, τραγική) πίσω από κάθε συνθήκη, από τίτλους κι από ρόλους σε αυτή την πορεία. Σκεφθείτε το.
Στην «Άνοδο και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» ο Μπρεχτ μιλάει για μια πόλη-σύμβολο, που τη διαλύει η παρακμή της, την ώρα που βροντοχτυπά η ναζιστική μπότα στα βάθρα της εξουσίας.
Και κάτι ακόμη: τιτλοφορεί τα κεφάλαια στο έργο ως «Για τον αγώνα όλων εναντίον όλων». Ή «Για το μεγαλείο της ρύπανσης».
Πάμε παρακάτω. Αυτή την «Άνοδο και την πτώση» την είχαν ευαγγελισθεί, ατυχέστατα, κονδυλοφόροι για τον Γιώργο Κιμούλη από το 2013! Είναι η ελληνική ευκολία να βλέπει την άνοδο ή το ταλέντο και με κάποιον ανεξήγητο φθόνο να σπεύδει να την συνδέσει με την πτώση, στην πρώτη μεγάλη σκοτεινιά.
Ο Πέτρος Φιλιππίδης, λοιπόν, δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατος ή δίχως περγαμηνές από κεφαλές του θεάτρου, σαν τον Κάρολο Κουν. Αντιθέτως, κάπου, κάποιοι έβλεπαν ταλέντο στο αγόρι με τα σγουρά μαλλιά και τα αραιά δόντια, που συνδέθηκε από την αρχή με τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κουν ή Γιώργου Λαζάνη.
Το καλύτερο; Μας ήρθε με τον ήχο κρουστού. Ρόλος πρώτος: χτύπα το τουμπερλέκι. Σε περιοδεία αθηναϊκού θιάσου, που σκηνοθετούσε ο Σταύρος Ντουφεξής, και ζητούσε μουσικό. Κι έπειτα ήρθαν οι σπουδές στο Τέχνης και τα μαθήματα σκηνοθεσίας στη Σχολή Σταυράκου.
Οπως πολλοί ταλαντούχοι καλλιτέχνες, κατάφερε όποιο μειονέκτημα έβλεπε στον εαυτό του επί σκηνής να το κάνει πλεονέκτημα. Ή και γκαγκ. Φορτώνοντας εντυπωσιακά το οπλοστάσιό του όταν συνειδητοποίησε, στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, ότι εκεί βρίσκονται οι… δάφνες.
Το πάλεψε και βρέθηκε σε τηλεοπτικό πλατό, δίπλα στον Τάσο Χαλκιά, σε ρόλο ντιτζέι που μεγαλώνει μόνος το παιδί του: «Χάι Ροκ». Και οι δυο τους απογειώθηκαν από καλοί θεατρικοί ηθοποιοί σε σταρ της TV.
Παρένθεση, μιας και λέγαμε για δάφνες. Πρώτον, δεν επαναπαύθηκε σε αυτές και το πάλεψε να δρέπει ολοένα και περισσότερες. Δεύτερον, η τελευταία περιοδεία του, το περασμένο καλοκαίρι, ήταν με τις «Δάφνες και πικροδάφνες» του Δημήτρη Κεχαΐδη. Με έμφαση στο πικρό, αφού θέλουμε σώνει και καλά και συμβολισμό για την πτώση.
Στα τελευταία του σουξέ καταγράφτηκε η επαναφορά της κωμωδίας «Ψέμα στο ψέμα» (με αστυνομική περιβολή), μαζί με τον Παύλο Χαϊκάλη για τον οποίο γράφτηκαν, εν μέσω λαίλαπας του ελληνικού #MeToo, επίσης πολλά για «άνοδο και πτώση» (αγαπημένη εμμονή). Συνεχίστε να διαβάζετε πίσω από τίτλους και συμπτώσεις.
Κι έπειτα ήρθαν οι καταγγελίες από κυρίες του θεάτρου. Καταγγελίες που πήγαιναν πέρα από την εξουσία επιβολής, η οποία καταλογίζεται σε όσους η επιτυχία δημιουργεί την αίσθηση ή ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας. Κι έπειτα ήρθαν οι εισαγγελικές κατηγορίες για απόπειρες και βιασμούς, στο παρασκήνιο, όταν πια είχε σβήσει ο απόηχος των χειροκροτημάτων.
Ισχυρισμοί ή τραγικές αλήθειες, σαν το αρχαίο δράμα που φέρνει την Κάθαρση και τη Λύση; Οπως και να αποδειχτεί (νομικά πλέον) ότι έχει, ο «γνωστός ηθοποιός», όπως τον αποκαλούσαν τα μέσα ενημέρωσης ύστερα από εξώδικα για τη μη αναφορά του ονόματός του, δεν είχε πιεστεί μέχρι τώρα να εντρυφήσει συστηματικά και στην Τραγωδία.
Πού ήμασταν; Στην επιτυχία του τηλεοπτικού «Χάι Ροκ», που συνέπεσε με τη φιλία ετών με το Γιάννη Μπέζο, ο οποίος και τον κάλεσε να παίξει τον αστυνομικό σε τέσσερα επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς-τοτέμ: «Οι Απαράδεκτοι». Συν ένα επεισόδιο, στο ρόλο του Ντάνου, στο επίσης εμβληματικό «Της Ελλάδας τα παιδιά».
Δάφνες! Κι από δίπλα οι θεατρικές, στα 90s. Και οι αποθεωτικές κριτικές. Και μεγαλόστομες: «Ο καλύτερος νέος κωμικός». Και τα θέατρα να βροντούν από χειροκροτήματα: «Στο Τσακ» στο Μουσούρη. «Τα Πάνω-Κάτω» στο Διάνα, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη, με τον οποίο επίσης τον έδεσε μακρά φιλία. «Ξενοδοχείο ο Παράδεισος». Και ολίγη από εγχώριο Τζακ Λέμον: «Το αταίριαστο ζευγάρι». Και πολλά άλλα.
Η τηλεοπτική επιτυχία, η θεατρική καταξίωση και η σύμπτωση με το… κατά Πέτρο Κωστόπουλο «ξεβλάχεμά» μας με το θεριό του λαϊφστάιλ, ήταν εύκολο να του πάρουν τα μυαλά.
Κάποιοι έδωσαν ως ερμηνεία το τελευταίο για τις αιχμηρές απαντήσεις του σε κριτικές και σε μέσα ενημέρωσης. Του καταλόγισαν έπαρση και αλαζονεία, όταν αναγνώριζε ο ίδιος ότι είναι καλός ηθοποιός και πρωταγωνιστής, σε συνεντεύξεις του.
Εκείνος θεωρούσε ότι απαντούσε στα βέλη με νέες επιτυχίες και δάφνες (από το κοινό). Παράδειγμα, όταν έφερε τη μόδα της θεατρικής μεταφοράς κινηματογραφικών επιτυχιών της «χρυσής εποχής» και ενδύθηκε το μανδύα του «νέου Χατζηχρήστου», με τον θεατρικό «Μπακαλόγατο» και τον «Ηλία του 16ου».
Οι φιλίες του με ανθρώπους του πλούτου και της εξουσίας, όσο ανέβαινε την κλίμακα της τελευταίας –και της εμπορικότητας– στο θέατρο, την τηλεόραση, αλλά και τον κινηματογράφο, μεταφράζονται σε θεατρικά «οφίτσια» στον μικρόκοσμο ή μεγαλόκοσμο του εγχώριου θεάματος. Η εγγύτητά του με ισχυρή εφοπλιστική οικογένεια θεωρείται ότι «πολύ νωρίς» τού χάρισε την καλλιτεχνική διεύθυνση, εν λευκώ, ενός ισχυρού θεάτρου του αθηναϊκού κέντρου, του Μουσούρη.
Λίγο πριν από αυτό που ονομάζουν «πτώση» τού είχε αποδοθεί η αντίστοιχη διεύθυνση του θεάτρου «Αθηνά», στη θεατρική πιάτσα της Πατησίων, με προοπτική να σκηνοθετήσει τον «Θεό της σφαγής» της Γασιμίνα Ρεζά. Το «οφίτσιο» χάθηκε εν μια νυκτί, εν μέσω καταγγελιών του ελληνικού #MeToo, όπως κι εκείνο του Μουσούρη.
Αποχαιρέτησε δε με συνοπτικές διαδικασίες… εκπαραθύρωσης και αλλαγής ρόλων και τη σειρά «Χαιρέτα μου τον πλάτανο» στην ΕΡΤ, που στηριζόταν εν πολλοίς στον ρόλο του. Οπως Αμερική! Για να μην ξεχνάμε πως το εκεί #MeToo εκπαραθύρωσε (από παντού!) τον πολύ Κέβιν Σπέισι. Και από τη σειρά «House Of Cards» και από ταινίες. Οχι απλώς «πτώση». Θανατική καταδίκη (κι ας αθωώθηκε τελικά στα δικαστήρια).
Κι αν αυτά ήταν ο κόλαφος, το απόγειο τοποθετείται κάπου ανάμεσα στη σειρά «50-50» και στον «Λάκη το γλυκούλη», τον οποίο ακολούθησε η φόρα των προηγούμενων επιτυχιών. Εγινε δε αυτός ο ρόλος σύνθημα και υπέρ του, από όσους πολλούς τον θαύμαζαν, και κατά του, από όσους, επίσης πολλούς, τον εμίσησαν ή τον φθόνησαν.
«Τρεις είναι οι μεγάλοι ρόλοι για έναν ηθοποιό», έλεγε ο παλαίμαχος της βρετανικής θεατρικής σκηνής Γουόρεν Μίτσελ. «Ο Βασιλιάς Λιρ, ο Γουίλι Λόμαν και ο Μίστερ Γκριν». Το 2016, στο Εθνικό Θέατρο, ο Πέτρος Φιλιππίδης αναμετρήθηκε με τον Λόμαν, στο «Θάνατο του Εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.
Τον Οκτώβριο του 2020, στο Μουσούρη, πρόλαβε, πριν από το λοκντάουν, να κάνει πρεμιέρα, δίπλα στον νέο αστέρα Δημήτρη Γκοτσόπουλο, με το «Την Πέμπτη, κύριε Γκριν» (που διαγράφτηκε, πλέον, από κάθε τεφτέρι).
Και την άνοιξη του 2021 σκόπευε να αναμετρηθεί με τον εμβληματικό Βασιλιά Λιρ, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη.
Ο Λιρ αρχίζει να ανεβαίνει την κλίμακα της ανθρωπιάς, όταν πλέον έχει χάσει την εξουσία – μάθημα από τον Σαίξπηρ. Σύμφωνα με όσα γράφονται, την κλίμακα της όποιας εξουσίας την έχει κατεβεί, με τις κατηγορίες βιασμού και την προφυλάκισή του ο Πέτρος Φιλιππίδης. Ξέρουν, άραγε, αλήθεια, όσοι μιλούν και γράφουν για «άνοδο και πτώση» πού ακριβώς βρίσκεται στην κλίμακα της ανθρωπιάς; Ή σε ποια ακριβώς κλίμακα χωράνε «η άνοδος και η πτώση»;