Το εμβόλιο της γρίπης, που ήταν διαθέσιμο από τις αρχές Οκτωβρίου, παρέχει από ελάχιστη έως καθόλου προστασία απέναντι σε ήπια ή μέτρια νόσηση για όσους το έχουν κάνει, σύμφωνα με έρευνα των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.
Η χαμηλή αποτελεσματικότητα, που φτάνει μόλις στο 16%, προέκυψε από μελέτη δεδομένων σε περισσότερα από 3.600 άτομα, από επτά πολιτείες των ΗΠΑ, σύμφωνα με τους New York Times.
«Το εμβόλιο δεν είναι αναποτελεσματικό, αλλά σίγουρα είναι κατώτερο του επιθυμητού», δήλωσε ο δρ Τζέσι Γκούντμαν, πρώην επικεφαλής επιστήμονας της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ. «Η επόμενη πανδημία μπορεί να είναι μια πανδημία γρίπης, συνεπώς χρειαζόμαστε καλύτερα εμβόλια», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Για να θεωρηθεί ένα εμβόλιο επαρκές, θα πρέπει να έχει αποτελεσματικότητα τουλάχιστον 50%, σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες.
Παρόλα αυτά, το CDC συνεχίζει να προτείνει τον αντιγριπικό εμβολιασμό, με το σκεπτικό ότι μπορεί «να αποτρέψει σοβαρότερη έκβαση».
Επίσης, αναφέρει ότι κατά τη φετινή χειμερινή περίοδο, τα περιστατικά γρίπης μειώθηκαν τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο, κατά τη διάρκεια του νέου κύματος της παραλλαγής Ομικρον του κορονοϊού, αλλά εμφάνισαν και πάλι αύξηση στις αρχές Φεβρουαρίου.
Κάθε χρόνο οι επιστήμονες αποφασίζουν κατά πόσο θα αναπροσαρμόσουν τη σύνθεση του αντιγριπικού εμβολίου, προκειμένου να προστατεύει καλύτερα από τα στελέχη των ιών της γρίπης που προβλέπεται να κυριαρχήσουν.
Η φετινή χαμηλή αποτελεσματικότητα του εμβολίου δείχνει, σύμφωνα με τον Γκούντμαν, ότι «υπήρχε ασυμφωνία ανάμεσα στα στελέχη του ιού που μπήκαν στο εμβόλιο και σε εκείνα που τελικά κυκλοφόρησαν».
Το φετινό αντιγριπικό εμβόλιο αναπροσαρμόστηκε για να προσφέρει προστασία έναντι τεσσάρων υποτύπων του ιού της γρίπης, μεταξύ των οποίων και ο Η3Ν2, που αποδείχτηκε το κυρίαρχο στέλεχος φέτος, σύμφωνα με τα CDC (το ίδιο στέλεχος είχε επικρατήσει και κατά την περίοδο 2017-18).
Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις από χρόνο σε χρόνο και όπως αναφέρουν οι επιστήμονες των CDC, κυμαινόταν από 60% το 2010-11, σε μόλις 10% το 2004.
Οι ομάδες του πληθυσμού που κινδυνεύουν περισσότερο από τη γρίπη, η οποία πλήττει το αναπνευστικό σύστημα και έχει αρκετά κοινά συμπτώματα με την Covid-19, όπως πυρετό, βήχα, δύσπνοια, πονόλαιμο, κόπωση κ.ά., είναι τα άτομα άνω των 65 ετών, οι ανοσοκατεσταλμένοι και τα παιδιά κάτω των πέντε ετών
Στην Ελλάδα, από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι και σήμερα έχουν καταγραφεί μόνο επτά περιστατικά γρίπης και όλα ανήκαν στον υποτύπο Α (Η3Ν2).