Μετά την επίθεση που δέχτηκε ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων ανδρών τον περασμένο Φεβρουάριο σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό της Ρώμης, άρχισαν να πληθαίνουν στην Ιταλία οι φωνές διαμαρτυρίας και αγανάκτησης, με πάρα πολλούς πολίτες και πολιτικούς να ζητούν τη θέσπιση νόμου με στόχο την πάταξη της ομοφοβίας.
Παρουσιάστηκε ένα σχετικό νομοσχέδιο (στο πλαίσιο του οποίου θα ενισχυόταν επίσης η προστασία των γυναικών και των ατόμων με αναπηρίες) το οποίο απορρίφθηκε σχεδόν αυτομάτως από τα κόμματα της ακροδεξιάς ως «ομοφυλοφιλική προπαγάνδα» ενώ τις επιφυλάξεις του έσπευσε να εκφράσει και το Βατικανό.
Τελικά το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε στην ιταλική Βουλή πέρυσι τον Νοέμβριο. Την προηγούμενη εβδομάδα, ωστόσο, απορρίφθηκε από τα μέλη της Γερουσίας, γεγονός που ενθουσίασε το σύνολο της συντηρητικής παράταξης στο ιταλικό κοινοβούλιο.
Οι υποστηρικτές του νομοσχεδίου από την πλευρά τους έκαναν λόγο για απομάκρυνση της Ιταλίας από τις ευρωπαϊκές αξίες ενώ η ευρωβουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος Πίνα Πιτσέρνο χαρακτήρισε την απόρριψή του ως «μία από τις χειρότερες σελίδες στην ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας».
Πολιτισμικός πόλεμος
Τα παραπάνω εξιστορεί σε άρθρο του ο Αντονι Φαϊόλα της Washington Post, υποστηρίζοντας, μάλιστα, πως η εξέλιξη της υπόθεσης στην Ιταλία είναι ενδεικτική όσον αφορά το πώς τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων κατέληξαν να αποτελούν το νέο μέτωπο του πολυδιάστατου πολιτισμικού πολέμου που μαίνεται εδώ και καιρό και στην Ευρώπη. Στην ίδια ήπειρο όπου τέθηκαν οι βάσεις για τη νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, η αντιπαράθεση για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων «μετατρέπεται σε υπαρξιακό ζήτημα για το πιο φιλόδοξο πολιτικό και οικονομικό μπλοκ του κόσμου», υποστηρίζει ο αμερικανός αρθρογράφος.
Και δεν έχει άδικο λαμβάνοντας υπόψη τη σύγκρουση των Βρυξελών με τις υπερσυντηρητικές κυβερνήσεις της Βουδαπέστης και της Βαρσοβίας, την πρόθεση των Πολωνών (κατά το παράδειγμα των Ρώσων) να απαγορεύσουν τις «παρελάσεις υπερηφάνειας», το ότι η Ιταλία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει (η μοναδική χώρα στη Δυτική Ευρώπη) τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών ενώ στην όμορη Γαλλία, αφότου η Μαρίν Λεπέν κατέστη τρόπον τινά πιο διαλλακτική, εμφανίστηκε ο ακόμη πιο ακροδεξιός Ερίκ Ζεμούρ ο οποίος απορρίπτει τους γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ως «παρωδία».
O Αντονι Φαϊόλα ερμηνεύει την αντιπαράθεση για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων στο πλαίσιο της μετατροπής της ομοφοβίας σε πολιτική στρατηγική (πολιτική ομοφοβία). Η κυβέρνηση της Πολωνίας, για παράδειγμα, έχει εμπλακεί σε μία οξεία και δαπανηρή διένεξη με την ΕΕ, όσον αφορά την πολιτικοποίηση της πολωνικής Δικαιοσύνης, η οποία αποφάνθηκε πρόσφατα ότι ορισμένα άρθρα των Ευρωπαϊκών Συνθηκών είναι ασύμβατα με το Σύνταγμα της χώρας. «Αλλά περιγράφοντας τη διαμάχη με την ΕΕ ως εναντίωση στους φιλελευθέρους των Βρυξελλών που προωθούν τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, πείθονται πιο εύκολα οι θρησκευόμενοι συντηρητικοί», εξηγεί ο αμερικανός δημοσιογράφος.
Δικαιώματα και πολιτική
Γενικεύοντας τον συλλογισμό του διερωτάται εάν η εναντίωση στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλών και της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, γενικότερα, μπορεί να καταστεί μία νικηφόρα πολιτική στρατηγική. Παρότι η Ιταλία υστερεί σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της Δυτικής Ευρώπης όσον αφορά την αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, η πλειονότητα των πολιτών τάσσεται υπέρ του νομοσχεδίου που απέρριψε η πλειονότητα των ιταλών γερουσιαστών. Και στη Γαλλία κάποιοι υποστηρίζουν πως οι σκληροπυρηνικές απόψεις του Ερικ Ζεμούρ ενδέχεται να ωφελήσουν τον Εμανουέλ Μακρόν στις εκλογές του ερχόμενου Απριλίου.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση η αντιπαράθεση για το ζήτημα αποδεικνύει καταρχάς πως ο αγώνας για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και των μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας γενικότερα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα στα κράτη του δυτικού κόσμου, όπως υποστήριζε κάποτε μερίδα ακτιβιστών, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στην ανάδειξη του ζητήματος της ταυτότητας φύλου (gender identity).
Εκφραστές της πολιτικής ομοφοβίας στην Ευρώπη δεν είναι απαραίτητα τα ακροδεξιά κόμματα. Ο Γκερτ Βίλντερς στην Ολλανδία και η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία βάλλουν κυρίως κατά των μεταναστών και των προσφύγων, φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο να αυτοπαρουσιάζονται ως προστάτες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας από την απειλή του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού. Και η Αλις Βάιντελ, η επικεφαλής (μαζί με τον Αλεξάντερ Γκάουλαντ) της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, είναι μία λεσβία μητέρα.
Βουλευτές φιλελεύθερων ευρωπαϊκών κομμάτων έχουν κατηγορήσει τον Πούτιν αλλά και αμερικανικές οργανώσεις χριστιανών φονταμενταλιστών ότι χρηματοδοτούν ακτιβιστικές δράσεις κατά των δικαιωμάτων της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ και των αμβλώσεων στην Ευρώπη.
Το δημοψήφισμα του Ορμπαν
Κατά πόσο είναι αποδοτική η ομοφοβία ως πολιτική στρατηγική θα διαπιστωθεί την επόμενη χρονιά στην Ουγγαρία. «Καθώς θα είναι αντιμέτωπος με μία ενωμένη αντιπολίτευση στις εκλογές της επόμενης χρονιάς, ο αυταρχικός πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν, ο οποίος ανέκαθεν προωθούσε τις “χριστιανικές αξίες” ενώ σε μεγάλο βαθμό απέφευγε να κηρύξει (όπως συνέβη στην Πολωνία) πόλεμο στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, τώρα προφανώς εκτιμά πως το ζήτημα μπορεί να του προσφέρει τη νίκη», εξηγεί ο Αντονι Φαϊόλα.
Επιδιώκοντας, για παράδειγμα, να συσπειρώσει γύρω του τους συντηρητικούς και θρησκευόμενους ψηφοφόρους της Ουγγαρίας προέβη στην προκήρυξη δημοψηφίσματος για τον ομοφοβικό νόμο του, στον οποίο εναντιώνεται, φυσικά, η ΕΕ. Εκείνος υποστηρίζει πως προστατεύει τα παιδιά, απαγορεύοντας οποιαδήποτε απεικόνιση/αναφορά ανθρώπων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας σε υλικό που προορίζεται για αυτά.
«Η εκστρατεία κατά της ομοφυλοφιλίας στην Ουγγαρία εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά αυτό το καλοκαίρι. Είναι σαν να αντέγραψαν την κυβέρνηση της Πολωνίας. Στην Ουγγαρία πραγματικά δεν υπήρξε πότε πριν μία πολιτική παράδοση κατά των ομοφυλόφιλων. Υπάρχει όμως τώρα», σημείωσε ο Πέτερ Κρέκο, διευθυντής του Political Capital Institute που εδρεύει στη Βουδαπέστη.