Μπορεί να ακούγεται σαν σενάριο δυστοπικής ταινίας, αλλά για πολλούς αποτελεί πραγματικότητα. Ο Τραμπ επιστρέφει, και μάλιστα με πολύ εκδικητική διάθεση. Οι άνθρωποι που έχουν μπει ήδη στο στόχαστρό του, πρώην ή και εν ενεργεία αξιωματούχοι που θεωρεί ότι τον υπονόμευσαν και στάθηκαν απέναντί του, κυριολεκτικά αναζητούν τρόπους να φύγουν από τη χώρα πριν αναλάβει τα καθήκοντά του. Πολλοί από αυτούς μιλούν στην Washington Post ξεδιπλώνοντας μια τρομακτική ιστορία.
Eνας συνταξιούχος αξιωματικός του αμερικανικού στρατού, ο οποίος συγκρούστηκε με ανώτερους αξιωματούχους στον Λευκό Οίκο επί προεδρίας Τραμπ, στράφηκε στην απόκτηση ιταλικής υπηκοότητας ενόψει των εκλογών, αλλά δεν ήταν επιλέξιμος και αντ’ αυτού έφτιαξε μια «τσάντα απόδρασης» με μετρητά, σε περίπτωση που χρειαστεί να φύγει!
Ενα μέλος της πρώτης κυβέρνησης του Τραμπ, που τον κατήγγειλε δημόσια, υπέβαλε αίτηση για ξένη υπηκοότητα και σκέφτεται αν θα πρέπει να περιμένει ή να φύγει από τη χώρα πριν την ορκωμοσία του προέδρου, στις 20 Ιανουαρίου.
Επίσης, ένας πρώην αμερικανός αξιωματούχος που υπέγραψε την περιβόητη επιστολή του Οκτωβρίου 2020 για τα email που φέρoνται να ελήφθησαν από λάπτοπ του Χάντερ Μπάιντεν και θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος «ρωσικής κατασκοπείας», αναζητά ευρωπαϊκό διαβατήριο από μια ευρωπαϊκή χώρα, λέγοντας «ποτέ δεν ξέρεις…».
Ποιοι και τι φοβούνται
Ολοι τους, βέβαια, μίλησαν στην Washington Post υπό τον όρο της ανωνυμίας. Οι προετοιμασίες αυτές, λένε, ανταποκρίνονται σε ένα υποθετικό χειρότερο σενάριο, κατά το οποίο μια δεύτερη προεδρία Τραμπ θα σηματοδοτήσει τη συστηματική καταστολή της ελευθερίας του λόγου και την ποινικοποίηση της διαφωνίας. Η νίκη του Τραμπ από μόνη της έχει προκαλέσει συναγερμό μεταξύ ορισμένων από τους επικριτές του, καθώς και σε τμήματα των κοινοτήτων πληροφοριών και εθνικής ασφάλειας που ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει ως «βαθύ κράτος» και τα έχει κατηγορήσει ότι τον υπονόμευσαν συστηματικά.
Το άγχος τους έχει ενταθεί εν μέσω των επιλογών του Τραμπ για τις βασικές θέσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Τραμπ είπε την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου ότι θα κάνει τον Ματ Γκάετς, τον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή της Φλόριντα, υπουργό Δικαιοσύνης και την Τούλσι Γκάμπαρντ, την πρώην βουλευτή των Δημοκρατικών από τη Χαβάη που είπε στους παγκόσμιους ηγέτες να «αγκαλιάσουν το πνεύμα της αλόχα» μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, διευθύντρια των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, επιβλέπουσα τις 18 υπηρεσίες κατασκοπείας του έθνους.
«Νιώθω σαν να έχω περάσει μέσα από έναν καθρέφτη» είπε στην Post ο απόστρατος αξιωματικός που προσπάθησε να πάρει την ιταλική υπηκοότητα.
Σε αντίθεση με τους απλούς Αμερικανούς, που αστειεύονται μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση λέγοντας ότι εγκαταλείπουν τη χώρα όταν ο υποψήφιος που προτιμούν χάνει, αυτή η ομάδα απόστρατων αξιωματικών ή κυβερνητικών αξιωματούχων περιλαμβάνει ανθρώπους στους οποίους ο νέος πρόεδρος και οι σύμμαχοί του έχουν ασκήσει σκληρή κριτική. Ακόμη και πριν τις εκλογές, ορισμένοι κλήθηκαν σε απολογίες από μέλη του Κογκρέσου που είναι ευθυγραμμισμένα με τον Τραμπ. Αλλοι τοποθετήθηκαν σε λίστες παρακολούθησης που συνέταξαν ακτιβιστές υπέρ του Τραμπ.
Σχεδόν κανείς τους δεν δήλωσε απόλυτα αποφασισμένος να εγκαταλείψει τη χώρα. Ομως δεν υποτιμούν και τις απειλές, καθώς παρακολουθούν τους ανθρώπους που ετοιμάζονται να αναλάβουν κρατικές θέσεις με επιρροή. Μετά την επιλογή του Γκάετς για να ηγηθεί του υπουργείου Δικαιοσύνης, πολλοί αναρωτιούνται αν ο Κας Πατέλ, πιστός οπαδός του Τραμπ που ενέταξε μια λίστα με ονόματα «βαθέως κράτους» στο βιβλίο του «Government Gangsters: The Deep State, the Truth, and the Battle for Our Democracy» (2023), θα αναλάβει ανώτερο ρόλο σε μια κορυφαία υπηρεσία, όπως το FBI.
Οι άνθρωποι στη λίστα του Πατέλ και σε άλλους ανάλογους καταλόγους έχουν αρχίσει να λαμβάνουν προφυλάξεις που σε κάποιους ίσως φαίνονται υπερβολικές. Εκτός από την… έρευνα αγοράς για ξένη υποκοότητα, διερευνούν δυνατότητες αγοράς ακινήτου εκτός ΗΠΑ και μεταφοράς χρημάτων σε τράπεζες του εξωτερικού. Ολα αυτά δείχνουν πόσο σοβαρά λαμβάνουν ορισμένοι πιθανοί στόχοι της εκδικητικότητας του Τραμπ την πιθανότητα αυτός ή οι σύμμαχοί του να χρησιμοποιήσουν το νομικό σύστημα των ΗΠΑ εναντίον τους.
«Παρακολουθούμε ποια θα είναι τα πιθανά μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και το βασικό προσωπικό, ώστε να συμβουλεύσουμε αναλόγως τους απελάτες μας» είπε στην Washington Post ο Μαρκ Ζάιντ, δικηγόρος που έχει εκπροσωπήσει πληροφοριοδότες της κυβέρνησης και συμβουλεύει πελάτες σχετικά με τις κινήσεις τώρα που ο Τραμπ επανεξελέγη. «Η πραγματικότητα είναι ότι, ευτυχώς, δεν είμαστε στη δεκαετία του 1930. Εχουμε χρόνο να πάρουμε αποφάσεις για το τι θα γίνει και πού μπορούν να πάνε οι άνθρωποι».
Ο Ζάιντ είπε ότι σύντομα τα πράγματα θα γίνουν πιο ξεκάθαρα: «Η εισερχόμενη διοίκηση υπόσχεται ταχεία δράση από την πρώτη ημέρα, επομένως δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να κατανοήσουμε τι έχει προγραμματιστεί. Υπάρχουν ήδη πολλοί άνθρωποι που αρχίζουν να οργανώνονται, ειδικά δικηγόροι, για να επιδιώξουν την υποστήριξη του κράτους Δικαίου τον ερχόμενο Ιανουάριο».
Ο εσωτερικός εχθρός
Στη νικητήρια ομιλία του την περασμένη εβδομάδα ο Τραμπ υποσχέθηκε να «κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά για όλους τους Αμερικανούς» και δήλωσε: «Ηρθε η ώρα να ενωθούμε και θα προσπαθήσουμε». Αλλά ως υποψήφιος είχε χαρακτηρίσει τους εγχώριους αντιπάλους του «εσωτερικό εχθρό», υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωποι τόσο με νομικές διώξεις όσο και με εξωδικαστική δράση.
Ο Τραμπ είπε στην τηλεόραση τις τελευταίες ημέρες της εκστρατείας του ότι ο Τζακ Σμιθ, ο ειδικός εισαγγελέας που άσκησε δύο ποινικές υποθέσεις εναντίον του, θα πρέπει να «εκδιωχθεί από τη χώρα». Για τη Λιζ Τσέινι, την πρώην βουλευτή των Ρεπουμπλικανών που στάθηκε προεκλογικά στο πλευρό της Κάμαλα Χάρις, έχει πει ότι είναι «ριζοσπαστικό γεράκι του πολέμου που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει εννέα κάνες να την πυροβολούν», ενώ έχει προτείνει να εκτελεστεί και ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο Σμιθ ετοιμάζεται να κλείσει τις υποθέσεις εναντίον του Τραμπ, σύμφωνα με την πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης που εμποδίζει τη δίωξη ενός εν ενεργεία προέδρου, ενώ επανέλαβε σε πρόσφατη κατάθεση που υποβλήθηκε τον Οκτώβριο ότι το έργο του ήταν «πέρα από κόμματα». Η Τσέινι και ο Μίλεϊ αρνήθηκαν να σχολιάσουν.
Η εκδίκηση θα μπορούσε να περιλαμβάνει ποινικές έρευνες και διώξεις, αλλά και λιγότερες εντυπωσιακές κινήσεις. Οι συνταξιούχοι κυβερνητικοί υπάλληλοι θα μπορούσαν να χάσουν τη δυνατότητα να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα, ή να αντιμετωπίσουν επαχθείς φορολογικούς ελέγχους.
Αυτοί οι κίνδυνοι έχουν έρθει στο προσκήνιο καθώς οι επιτελείς του Τραμπ συντάσσουν λίστες με εχθρούς που περιλαμβάνουν όχι μόνο κυβερνητικούς αξιωματούχους και μέλη του Κογκρέσου, αλλά και μέλη των οικογενειών τους.
Ενας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εκδίκησης είναι ο Ιβάν Ράικλιν, πρώην κομάντο και υπάλληλος της Υπηρεσίας Πληροφοριών Αμυνας. Ο Ράικλιν είναι στενός συνεργάτης και φίλος του Μάικλ Φλιν, ο οποίος υπήρξε σύμβουλος του Τραμπ σε θέματα εθνικής ασφάλειας και δύο φορές ομολόγησε ότι είπε ψέματα στο FBI επι προεδρίας Τραμπ. Ο Ράικλιν αυτοαποκαλείται «υπουργός Αντιποίνων» και έχει μια «Λίστα Στόχων Βαθέως Κράτους» που σύμφωνα με τον ίδιο περιλαμβάνει 600 άτομα.
Υποκίνηση ακραίων αντιδράσεων
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο αν ο Ράικλιν θα αποκτήσει κάποιον κυβερνητικό ρόλο που θα του δώσει τη δυνατότητα να εκτελεί αντίποινα, είπαν άτομα που στοχοποιήθηκαν από αυτόν, αλλά κυρίως ότι υποκινεί εξτρεμιστικές ομάδες να δράσουν από μόνες τους.
Εχουν επίσης κυκλοφορήσει λίστες ειδικά για ορισμένες κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως μια «Λίστα Παρακολούθησης» που επικεντρώνεται σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας.
Μετά τη νίκη του Τραμπ στις 5 Νοεμβρίου, εξέχοντες σύμμαχοι του εκλεγμένου προέδρου έχουν απειλήσει ανθρώπους που στάθηκαν επικριτικά απέναντι στον επερχόμενο πρόεδρο. Ο Στίβ Μπάνον, ο οποίος υπηρέτησε για λίγο ως επικεφαλής στρατηγικής στην πρώτη θητεία του Τραμπ, επανέλαβε την έκκλησή του να αντιμετωπίσει κυρώσεις ο Μίλεϊ για κάποια τηλεφωνημάτά του στην Κίνα μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Στην εκπομπή του «War Room» αυτή την εβδομάδα, ο Μπάνον είπε ότι ο Τραμπ θα πρέπει να ενεργήσει εναντίον του Μίλεϊ την πρώτη κιόλας ημέρα της προεδρίας του, «να τον ανακαλέσει στην ενεργό υπηρεσία και να τον περάσει από στρατοδικείο». Ο Μίλεϊ πιστεύει ότι ο Τραμπ μπορεί να ενεργήσει βάσει αυτής της σύστασης, γράφει στο βιβλίο του «War» ο δημοσιογράφος Μπομπ Γούντγουορντ.
Ο Μάικ Ντέιβις, ιδρυτής μιας οργάνωσης υπέρ των συντηρητικών δικαστών, έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Θέλω να σύρω τα νεκρά πολιτικά σώματά τους στους δρόμους, να τα κάψω και να τα πετάξω από τον τοίχο…» Αργότερα έγινε πιο συγκεκριμένος, προειδοποιώντας τη Λετίθια Τζέιμς, τη γενική εισαγγελέα της Νέας Υόρκης που χειρίστηκε την υπόθεση εναντίον του Τραμπ για πολιτική απάτη, να μη συνεχίσει τις προσπάθειές της, διότι διαφορετικά μπορεί να αντιμετωπίσει «φυλάκιση για συνωμοσία κατά των δικαιωμάτων».
Σε συνέντευξή του ο Ντέιβις είπε ότι πρέπει να ελεγχθούν και όλοι οι δικαστικοί και άλλοι λειτουργοί που κίνησαν ποινικές υποθέσεις κατά του Τραμπ, σύμφωνα με την Post. Πρόσθεσε ότι δεν αναζητά δουλειά στην κυβέρνηση Τραμπ και μιλάει μόνο για τον εαυτό του.
Θα τα κάνει όλα αυτά;
Ορισμένοι από τους συμμάχους του Τραμπ στο Κογκρέσο αμφισβητούν την προοπτική ευρείας εκδικητικής εκστρατείας. Ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής του Οχάιο και πρόεδρος της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων, Τζιμ Τζόρνταν, δήλωσε στο CNN: «Δεν νομίζω ότι τίποτε από αυτά θα συμβεί, επειδή το κόμμα μας είναι κατά των πολιτικών διώξεων».
Μεταξύ εκείνων που ήδη προετοιμάζονται για αντίποινα είναι μερικοί από τους υπογράφοντες τη «δημόσια δήλωση σχετικά με τα email του Χάντερ Μπάιντεν», που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2020. Η δήλωση απαντούσε σε ρεπορτάζ της New York Post σχετικά με έναν φορητό υπολογιστή που χρησιμοποιήθηκε κάποτε από τον γιο του τότε υποψηφίου Τζο Μπάιντεν και η εφημερίδα έγραφε ότι περιλάμβανε ενοχοποιητικά στοιχεία για την οικογένεια Μπάιντεν.
Οι υπογράφοντες, 51 άτομα του τομέα εθνικής ασφάλειας, υποστήριξαν ότι η διάδοση email από τον φορητό υπολογιστή είχε «όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά μιας ρωσικής επιχείρησης πληροφοριών». Οι υπογράφοντες αναγνώρισαν ότι το υλικό μπορεί να είναι αυθεντικό, αλλά είπαν πως ήταν ύποπτο. Η παρέμβαση έγινε την παραμονή των εκλογών του 2020 και μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας περιόρισαν τη διάδοση της ιστορίας, εξοργίζοντας τους Ρεπουμπλικανούς. Πολλοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένης της Washington Post, έχουν επικυρώσει έκτοτε την ταυτότητα των email, ενώ δεν βρήκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς περί αδικοπραγίας του πρεσβύτερου Μπάιντεν.
Σε προεκλογική συγκέντρωση τον Ιούνιο, ο Τραμπ είπε για τους υπογράφοντες: «Θα πρέπει να διωχθούν για ό,τι έκαναν». Και αυτή την εβδομάδα, ανακοινώνοντας ότι ο Τζον Ράτκλιφ, ο πρώην Διευθυντής Πληροφοριών του, είναι ο εκλεκτός του για να διευθύνει τη CIA, ο Τραμπ είπε ότι ο Ρατκλιφ τάχθηκε ενάντια στους «51 αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών που είπαν ψέματα για τον φορητό υπολογιστή του Χάντερ Μπάιντεν».
«Δεν νομίζω ότι κανένας από εμάς έκανε κάτι λάθος» δήλωσε στην Washington Post ο Λάρι Φάιφερ, ένας από τους υπογράφοντες και πρώην επικεφαλής του επιτελείου του διευθυντή της CIA Μάικλ Β. Χέιντεν. «Απλώς ασκήσαμε το δικαίωμά μας για την Πρώτη Τροπολογία, σε μια κατάσταση που πιστεύαμε ότι είχαμε εμπειρία και εξειδίκευση».
Ο Χέιντεν, ο οποίος επίσης υπέγραψε τη δήλωση, είπε ότι δεν είχε άμεσα σχέδια να εγκαταλείψει τη χώρα ή να λάβει άλλα δραστικά μέτρα για να προστατευτεί από την εκδικητικότητα του Τραμπ. «Οχι ακόμα» είπε πριν από τις εκλογές. «Ισως αργότερα».
Ο πρώην διευθυντής της CIA επεσήμανε την προχωρημένη ηλικία του (79 ετών) και τα προβλήματα υγείας ως εμπόδια σε κάτι τέτοιο. «Αλλά περισσότερο από όλα ανησυχώ για τη χώρα» έγραψε. Αυτή την εβδομάδα δήλωσε πως τα σχέδιά του δεν είχαν αλλάξει σημαντικά μετά τη νίκη του Τραμπ.
Ο Τζον Μπρέναν, επίσης πρώην διευθυντής της CIA που υπέγραψε τη δήλωση, ήταν πιο εμφατικός. «Ο Τραμπ σίγουρα θα επιδιώξει αντίποινα κατά των εχθρών του, αλλά δεν σχεδιάζω να φύγω στο εξωτερικό» είπε. «Υπηρέτησα τη χώρα μου για σχεδόν τρεισήμισι δεκαετίες, οπότε δεν θα με διώξει ο Τραμπ».
Ενας άλλος από τους υπογράφοντες, ο οποίος μίλησε στην Post υπό τον όρο της ανωνυμίας, υποβάλλει αίτηση για υπηκοότητα σε ευρωπαϊκή χώρα, λέγοντας ότι η ανησυχία του αφορά τις έρευνες, ακόμη κι αν αυτές δεν οδηγούν πουθενά. «Θα αρχίσουν να ψάχνουν για κάτι, και εδώ είναι το θέμα, η διαδικασία είναι η τιμωρία» είπε. «Μπορούν να μας χρεοκοπήσουν μόνο μέσω της έρευνας».
Η ειρωνεία, συνέχισε, είναι ότι «είμαστε άνθρωποι που διαχειριζόμαστε τον κίνδυνο για τα προς το ζην». Τώρα, είπε, ορισμένοι από τους κορυφαίους αξιωματούχους εθνικής ασφάλειας της χώρας είναι αβέβαιοι για το πώς να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους από μια απειλή που θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την κυβέρνηση.
Ενας άλλος υπογράφων τη δήλωση είπε ότι θα μπορούσε να μετακομίσει σε άλλη χώρα, αλλά «αυτή είναι η στιγμή που το κράτος Δικαίου στην Αμερική καταρρέει εντελώς». Ο πρώην αξιωματούχος, ο οποίος πέρασε αρκετά χρόνια σε ζώνες συγκρούσεων σε αντιτρομοκρατικές αποστολές, δήλωσε στην Post ότι έχει δεχτεί απειλές για τη ζωή του μετά τη δήλωση του 2020.
Κάποια στιγμή η πλειοψηφία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος θέλησε να «σύρει και τους 51 μας» σε μια ακρόαση, κάτι που δεν έγινε ποτέ, πρόσθεσε. «Αυτό θέλουν; Μια “ρωσική” δίκη με όλους εμάς σε ένα κλουβί;»
Η απόφαση να υποβάλει αίτηση για ξένη υπηκοότητα ήταν επώδυνη για έναν βετεράνο της πρώτης κυβέρνησης του Τραμπ που τον επέπληξε δημόσια και τάχθηκε προεκλογικά υπέρ των Δημοκρατικών. «Υπάρχει ένα μέρος μου που λέει: “Είμαι Αμερικανός. Εχω κάθε δικαίωμα να βρίσκομαι σε αυτή τη χώρα”». Ωστόσο ξεκίνησε τη διαδικασία αίτησης το καλοκαίρι, όταν η νίκη του Τραμπ φαινόταν πιθανή. «Είμαι στην κορυφή της λίστας για αντίποινα;» σκέφτηκε. «Δεν ξέρω, ίσως».
Πρώην ανώτερος αξιωματούχος εθνικής ασφάλειας που βρίσκεται στη λίστα «βαθέος κράτους» που συνέταξε ο Πατέλ είπε ότι υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που του δίνουν έναν βαθμό ασφάλειας, δηλαδή ότι δεν εργάζεται πλέον για την κυβέρνηση και έχει άδεια ασφαλείας που θα μπορεί να ανακληθεί. «Δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν τη δουλειά, την ασφάλιση υγείας, τη σύνταξή μου» είπε στην Ρost.
Αλλά «τι θα συμβεί αν ο Τραμπ εκτροχιαστεί εντελώς και αποφασίσει μια μέρα να αρχίσει να συλλαμβάνει τους εχθρούς του;» αναρωτήθηκε. «Θα μπορούσε να υπογράψει ένα εκτελεστικό διάταγμα και να πει: “Αναστέλλω τα ατομικά δικαιώματα και εγκρίνω την προσωρινή κράτηση ατόμων που αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ”».
Ο πρώην αξιωματούχος, ο οποίος έχει βρεθεί στο στόχαστρο του Τραμπ στο παρελθόν, συνέχισε: «Αυτή τη στιγμή δεν έχω καμία πρόθεση να πάω πουθενά. Είμαι Αμερικανός. Πέρασα όλη μου την καριέρα προστατεύοντας αυτή τη χώρα».
Πρόσθεσε όμως ότι η οικογένειά του ανησυχεί. «Δεν θέλουν να περάσουν ξανά αυτό που έχουν ήδη περάσει και ανησυχούν μήπως πέσω θύμα κάποιας αβάσιμης ποινικής έρευνας» είπε στην Post. Aυτή τη στιγμή, κατέληξε, «όλοι απλώς προσπαθούν να καταλάβουν τι επιφυλάσσει το μέλλον».