Στην Αγκυρα η αγωνία τις τελευταίες ημέρες περισσεύει. Παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, η ατμόσφαιρα στο Λευκό Παλάτι και στις… συνδεδεμένες σε αυτό υπηρεσίες σχετικά με τις προθέσεις της Ουάσινγκτον έναντι της κυβέρνησης Ερντογάν είναι γεμάτη από αμφιβολία, άγχος και αναπάντητα ερωτήματα. Η Αγκυρα εμφανίζεται ιδιαίτερα ανήσυχη για την ψυχρή στάση της Ουάσινγκτον, όπως αυτή εκφράζεται ποικιλοτρόπως, αλλά η απουσία εκδήλωσης προθέσεων από τις ΗΠΑ οδηγεί αρκετούς στην Τουρκία σε μια παθητική-επιθετική συμπεριφορά.
Τελευταία ένδειξη η «έκρηξη» του Ερντογάν την Παρασκευή, ο οποίος αντιδρώντας στις επικρίσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την καταστολή της τουρκικής αστυνομίας εναντίον φοιτητών και του κινήματος LGBTQΙ της Τουρκίας, υπενθύμισε σε υψηλούς τόνους ότι στις ΗΠΑ οι αστυνομικοί «σκοτώνουν γονατιστούς» τους μαύρους πολίτες. Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις είπε για τις διακρίσεις με βάση τη σεξουαλική ταυτότητα των τούρκων πολιτών, ότι οι ΗΠΑ στέκονται στο πλευρό τους («shoulder to shoulder»).
Είχε προηγηθεί ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, ο οποίος υπονόησε ότι η Οργάνωση Γκιουλέν (FETO) εδρεύει στις ΗΠΑ, συνδέοντας το γεγονός ότι ο ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν διαβιοί στην Πενσιλβάνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Ο Σουλεϊμάν Σοϊλού, εκ των προσώπων της κυβέρνησης Ερντογάν με τις πλέον ακροδεξιές και ρατσιστικές δημόσιες απόψεις, χαρακτήριζε, επίσης, τα μέλη της LGBTQI κοινότητας στην Τουρκίας ως «διεστραμμένους».
«Αποκαλούμενος στρατηγικός εταίρος»
Τα βράδυ της Πέμπτης το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απάντησε μέσω του εκπροσώπου του Νεντ Πράις, ο οποίος χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς αυτούς ως «απολύτως λανθασμένους» και συμπλήρωσε ότι «αυτά τα σχόλια και άλλοι αβάσιμοι ισχυρισμοί περί αμερικανικής ευθύνης για γεγονότα στην Τουρκία είναι ασύμβατοι με το καθεστώς της Τουρκίας ως συμμάχου στο ΝΑΤΟ και στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ». Το ρητορικό σχήμα που χρησιμοποίησε ο Νεντ Πράις θυμίζει αρκετά τα λόγια που χρησιμοποίησε για να περιγράψει την Τουρκία ως «αποκαλούμενο στρατηγικό εταίρο» («…so called strategic partner…») ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τόνι Μπλίνκεν πριν από περίπου τρεις εβδομάδες.
Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που απαντούσε σε ερώτημα του ιστότοπου Hellas Journal υπενθύμιζε ότι ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει επισημάνει ότι θα εγκαλέσει την Τουρκία για τη συμπεριφορά της που είναι αντίθετη προς το πνεύμα της Συμμαχίας, ενώ επισήμαινε πως αν η Αγκυρα συνεχίσει στον δρόμο των εξοπλισμών από τη Ρωσία, τότε θα της επιβληθούν περαιτέρω κυρώσεις από την Ουάσινγκτον.
Η προηγούμενη εβδομάδα άρχισε με το τηλεφώνημα του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν με τον εκπρόσωπο της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν, άνθρωπο του Ερντογάν για τις επαφές με τη Δύση. Και σε αυτή την περίπτωση η διαφορά αποχρώσεων ήταν σημαντική. Από την Αγκυρα η τηλεφωνική συνομιλία δημοσιεύτηκε με σχεδόν διθυραμβικούς τόνους.
Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου ήταν τυπική, ασυνήθιστα «στεγνή» για μια χώρα με το μέγεθος και τη σημασία που θεωρητικά έχει η Τουρκία για τις ΗΠΑ. Τονίστηκε το ζήτημα των S-400 ως κάτι που «υπονομεύει την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή της συμμαχίας», η ικανοποίηση της Ουάσινγκτον για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αλλά και την επικείμενη άτυπη πενταμερή για το Κυπριακό.
Επιπλέον, στο μέσον της εβδομάδας που πέρασε, το κρατικό πρακτορείο «Αναντολού» προχώρησε σε δημοσίευση των ονομάτων μελών της κυβέρνησης Μπάιντεν με εβραϊκή καταγωγή. Στην ανάρτηση του «Αναντολού», μάλιστα, παρατίθεντο και σχετικά δημοσιεύματα ισραηλινών εφημερίδων για το ίδιο θέμα. Είχαν προηγηθεί και δημοσιεύματα από την ακραία «Γενί Σαφάκ», η οποία μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ παρουσίαζε την κυβέρνηση Μπάιντεν περίπου ως απόδειξη ότι… οι Εβραίοι ελέγχουν τον κόσμο…
Ο Τραμπ δεν μένει πια εδώ
Ακόμα και αν η Ουάσινγκτον επιθυμεί να εμπλακεί σε σοβαρή προσπάθεια για να βρει μια ισορροπία στη σχέση με την Άγκυρα, η αρχή δεν ήταν ιδανική. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν χωρίζεται από εκείνη του Ερντογάν από μια άβυσσο στο ζήτημα αρχών. Ο αλαφρόμυαλος εγωπαθής, σεξιστής, ρατσιστής και λάτρης των απανταχού αυταρχικών Ντόναλντ Τραμπ ταίριαζε «γάντι» σε όσα ήθελε να επιτύχει ο Ταγίπ Ερντογάν, καθώς δεν ακολουθούσε πολιτική αρχών, αλλά του προσωπικού του καπρίτσιου. Ουσιαστικά ο Τζο Μπάιντεν δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναφέρει τις ΗΠΑ σε μια τροχιά εξωτερικής πολιτικής με βάση τη σταθερή αρχή της εξυπηρέτησης των εθνικών, εν προκειμένω των αμερικανικών συμφερόντων.
Η κίνηση αυτή και μόνο δημιουργεί τεράστια προβλήματα στον Ερντογάν, ο οποίος έχει επιλέξει στρατηγικά την ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία, προκειμένου να επιτύχει περιφερειακούς στόχους, από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, μέχρι τη Συρία και τη Λιβύη. Ο ορισμός, την Παρασκευή, προέδρου του Μεταβατικού Συμβουλίου που θα οδηγήσει τη Λιβύη σε εκλογές στις 24 Δεκεμβρίου, εκκρεμούσε για μήνες, ωστόσο κατέστη δυνατός μόνο μετά την εγκατάσταση μιας ισχυρής και εξωστρεφούς κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον. Ανάλογες πρωτοβουλίες αναμένεται να ληφθούν και αλλού.
Το ερώτημα βέβαια από την ελληνική οπτική γωνία είναι διαφορετικό. Μια πιθανή επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μπορεί να συμπαρασύρει και τα Ελληνοτουρκικά; Η επιλογή της Τουρκίας να απέχει από προκλήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο «μέχρι νεωτέρας» (ήτοι μέχρι το καλοκαίρι) δείχνει ότι η Αγκυρα έχει βάλει «στον πάγο» τις ακραίες προκλήσεις. Μάλιστα, προπαγανδίζει ως… υποχώρηση το γεγονός ότι τα ερευνητικά σκάφη της έχουν αποσυρθεί προσωρινά από την Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι ξεκάθαρο ότι η επιχείρηση αυτή μείωσης των εντάσεων έχει στόχο των κατευνασμό της Ουάσινγκτον και όχι το Βερολίνο, το οποίο, όπως φαίνεται, η Αγκυρα το θεωρεί δεδομένα απαθές σε πιθανότητα νέας κλιμάκωσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Η διατήρηση της πίεσης προς την Άγκυρα κρύβει πάντα τον κίνδυνο της εργαλειοποίησης των Ελληνοτουρκικών από τον Ερντογάν, αν και σε αυτή τη φάση, κάτι τέτοιο μάλλον θα επιτείνει την πεποίθηση που υπάρχει στο επιτελείο του Τζο Μπάιντεν, ότι η κυβέρνηση της Τουρκίας αλληθωρίζει επικινδύνως προς αλλότρια των Δυτικών, συμφέροντα, όπως αυτά της Ρωσίας ή, σε δεύτερο επίπεδο, της Κίνας. Η τελευταία προσπάθεια της Μόσχας να εμφανιστεί ως έντιμος εταίρος της Αγκυρας σε μια σειρά από ζητήματα, αποτελεί επιλεγμένη ρωσική στρατηγική δημιουργίας προσκομμάτων στις σχέσεις της Τουρκίας με τους θεωρητικά «παραδοσιακούς» εταίρους της στο ΝΑΤΟ.
Ο ρόλος της Ελλάδας
Οι πρόσφατες διακυμάνσεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα επηρεάσουν με πάσα βεβαιότητα και τις συζητήσεις της Αθήνας με την Ουάσινγκτον για τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Αν και η μεταφορά του Ιντσιρλίκ στη Σούδα δεν είναι πιθανή, μοιάζει ζήτημα χρόνου η μονιμοποίηση αποστολών στάθμευσης αμερικανικών δυνάμεων στη Λάρισα, τη Σούδα, το Στεφανοβίκειο και το Καστέλι.
Υπάρχει, ωστόσο και μια ακόμα διάσταση. Η Ουάσινγκτον αντιλαμβάνεται την Αθήνα ως αρωγό στην προσπάθεια «αγκίστρωσης» της Αγκυρας στο δυτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, είναι δεδομένο ότι και υποστηρίζει και επιθυμεί την πρόοδο των διερευνητικών επαφών, αλλά και, εφόσον αυτό καταστεί δυνατόν, την προσφυγή των δύο χωρών στη Χάγη ή σε κάποιο άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Το τηλεφώνημα ανάμεσα σε Τζο Μπάιντεν και Ταγίπ Ερντογάν εκκρεμεί για ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα. Τουλάχιστον με βάση τη σημασία που άλλοτε προσέδιδε στην Αγκυρα η Ουάσινγκτον αλλά και την αντικειμενική θέση που διέθετε στην αμερικανική γεωστρατηγική αντίληψη η Τουρκία. Τα περιθώρια εγκατάλειψης του εγχειρήματος των S-400, άρα και της άτακτης υποχώρησης της Τουρκίας ενώπιον των αμερικανικών πιέσεων είναι εξαιρετικά περιορισμένα, με βάση το εθνικιστικό αφήγημα που έχει καλλιεργήσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τα τελευταία χρόνια.
Το πραγματικό ερώτημα εντοπίζεται στο αν ο Μπάιντεν θα δώσει κάποια περιθώρια ελιγμών στον Ερντογάν ή αν θα περιμένει να συμβεί το αναπόφευκτο με βάση την εσωτερική εικόνα στην Τουρκία: την περαιτέρω επιδείνωση του κοινωνικού κλίματος. Ολες οι επιλογές είναι δύσκολες και όλες κρύβουν κινδύνους διάχυσης μιας πιθανής κρίσης και στην Ελλάδα.
Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, πάντως, φαίνεται ότι τη βαλβίδα αποσυμπίεσης ίσως παρέχει το Κυπριακό. Στην Κύπρο, η ρητορική διχοτόμησης του ηγέτη του ψευδοκράτους και η απώλεια εμπιστοσύνης που έχει προκαλέσει η υπόθεση με τις «χρυσές βίζες» για την Κυπριακή Δημοκρατία, ίσως δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό πιέσεων, από τον οποίο θα προκύψει μια λύση που θα αποτελεί ταφόπλακα στη διζωνική/δικοινοτική ομοσπονδία.