Με το που πατάς το πόδι σου στην αυλή του Εργαστηρίου του γλύπτη Γιάννη Παππά σε πιάνει ένας σχεδόν παιδικός ενθουσιασμός, λες και παίζεις το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού και μόλις τον έχεις ανακαλύψει. Στην οδό Ανακρέοντος, στην περιοχή Ζωγράφου, βρίσκεται το όμορφο κτίριο στο οποίο έζησε και δημιούργησε ο σπουδαίος γλύπτης. Είναι παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη, καθώς εκεί δώρισε όλα του τα έργα ο Παππάς (1913-2005), προκειμένου να παραμείνουν στον φυσικό τους χώρο, ένα κτίσμα που οικοδομήθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου και πλημμυρίζει έως σήμερα από φως και εκατοντάδες αναμνήσεις μιας άλλης Αθήνας και μιας άλλης Ελλάδας.
Η κυρία Ζέττα Αντωνοπούλου, ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια στο Εργαστήριο Γιάννη Παππά, μας ξενάγησε στο συναρπαστικό σύμπαν ενός πολυσχιδούς καλλιτέχνη, που εκτός από σημαντικός γλύπτης ήταν επίσης ταλαντούχος ζωγράφος, μεταφραστής και αιώνιος παρατηρητής της ανθρώπινης ύπαρξης και ψυχοσύνθεσης.
Η περιπλάνησή μας αρχίζει από τον κήπο ο οποίος αυτή την εποχή λούζεται στο φως. Τα εντυπωσιακά αγάλματα του Παππά συνυπάρχουν με τα δέντρα, λες και το υλικό των πρώτων και οι κορμοί των δεύτερων συναγωνίζονται σε ιστορία και περίτεχνα λαξεύματα.
Πολύ λίγα είναι τα σωζόμενα εργαστήρια των καλλιτεχνών που σου δίνουν την ευκαιρία να δεις από κοντά πού ακριβώς ζούσε και δημιουργούσε κάποιος. Το κτίριο φέρει την υπογραφή του αρχιτέκτονα Πάνου Τσολάκη. Το ισόγειο λειτουργούσε ως εργαστήριο και στον επάνω όροφο έμενε ο ίδιος ο Παππάς, μαζί με την οικογένειά του. Σήμερα αυτό το κομμάτι λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος, γεμάτος από γλυπτά και έργα ζωγραφικής και είναι ανοιχτό στο κοινό με ελεύθερη είσοδο κάθε Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή.
Στρατηγικά χτισμένο, ώστε να μπαίνει το «σωστό, καθαρό» φως από τον Βορρά και να αναδεικνύει τα γλυπτά του κήπου αλλά και να γεμίζει με ήλιο και έμπνευση τους χώρους του εργαστηρίου, αυτό το καλλιτεχνικό άντρο σε σαγηνεύει από πολύ νωρίς. Το βλέμμα σου πέφτει σε γλυπτά που αγκαλιάζουν όλη την πορεία του καλλιτέχνη, για αυτό και είναι έκδηλη η ποικιλία στις μορφές και στις επιρροές. Κάποια παραπέμπουν σε Τζακομέτι, κάποια άλλα σε Μπρανκούζι, άλλα είναι πιο πριμιτίφ, άλλα πιο κλασικά. Μία ευρεία γκάμα, ενός δημιουργού που έζησε σχεδόν έναν αιώνα και σαν αχόρταγο παιδί, έως το τέλος της ζωής του ήθελε να γνωρίσει και να πειραματιστεί με τα πάντα.
Στον κήπο δεσπόζει ο «Ομηρος». Μία από τις ελάχιστες απεικονίσεις του κορυφαίου ποιητή, που ο Παππάς φιλοτέχνησε μέσα στη δεκαετία του ’80. Τυφλός και με ορθάνοιχτα χέρια, σαν να αντιλαμβάνεται τα πάντα, χωρίς να τα βλέπει. Λίγο πιο πέρα, ο διαχρονικά άτακτος Δίας, σε μία ερωτική στάση με τη νύμφη Αίγινα. Αλλά και ο «Ανθρωπος στο κατώφλι του 21ου αιώνα», που μοιάζει απεγνωσμένος, με κεφάλι σκυμμένο, να το κρατά ανάμεσα στα δυο του χέρια. Ο Παππάς έφυγε από τη ζωή το 2005, έχοντας προλάβει να ψυχανεμιστεί όσα δεινά και παράδοξα θα επακολουθούσαν.
Υπάρχει και ο «Κούρος της Κατοχής», ένας νέος στη γνώριμη στάση του αρχαίου κούρου, αλλά με μία σημαντική διαφορά: το σώμα του έχει μία κλίση που δηλώνει κούραση και εξάντληση, το κεφάλι του είναι πιο σκυφτό, αποτυπώνοντας την ψυχολογία μιας ολόκληρης Ελλάδας.
«Ο Παππάς προσπαθούσε στη δύσκολη περίοδο της Κατοχής να βγάλει κάτι όμορφο μέσα από την τέχνη του, έχοντας μάλιστα ανοιχτό το εργαστήριο-σπίτι του για όλον τον κόσμο που ζούσε εκεί κοντά. Συνήθιζε να φωνάζει παιδάκια από τη γειτονιά, τους έφτιαχνε τα πορτρέτα, έπλαθε με πηλό τα πρόσωπά τους, δημιουργούσε αντιπερισπασμούς μέσα στη φτώχεια και στην ασχήμια.
Ο ίδιος είχε βιώσει από πολύ κοντά τη φρίκη του πολέμου, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του ελληνοϊταλικού μετώπου, από όπου επέστρεψε με τα πόδια για να ζήσει σε μία σκλαβωμένη Ελλάδα.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, το 1913, έμαθε από πολύ μικρός να αναπνέει ελεύθερα, ως μέλος μίας καλλιεργημένης οικογένειας. Ο παππούς του, Φώτης Φωτιάδης, ήταν γιατρός και πρόδρομος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Ο πατέρας του, γιατρός και εκείνος, αλλά από αυτούς που ενθαρρύνουν τα παιδιά τους όχι να ακολουθήσουν το «οικογενειακό επάγγελμα», αλλά ό,τι θα τα κάνει ευτυχισμένα. Το 1922 ήρθαν στην Αθήνα. Λόγω της αστικής καταγωγής τους, τη βαναυσότητα της Μικρασιατικής Καταστροφής τη βίωσαν πιο ελεγχόμενα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν τους κόστισε ο ξεριζωμός από την πατρίδα που ξαφνικά άφησαν πίσω» αναφέρει η κυρία Αντωνοπούλου.
Ο πατέρας του διορίστηκε στον Ευαγγελισμό και διετέλεσε και υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο νεαρός Γιάννης έφυγε για να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι και επέστρεψε με πτυχίο από την εκεί σχολή Καλών Τεχνών, όπου τελικά σπούδασε Γλυπτική. Επιστρέφοντας φρέσκος και γεμάτος όρεξη από τον καλλιτεχνικό αναβρασμό που επικρατούσε στη Γαλλία, ρίχνεται τελικά στον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής χάνει τον πατέρα του, γεγονός που του στοίχισε πολύ.
Το σπίτι-ατελιέ του στου Ζωγράφου βανδαλίστηκε στα Δεκεμβριανά – άλλο ένα πλήγμα στην ψυχολογία του. Αποφασίζει να καταταγεί στο Ναυτικό και να πάει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου έμεινε από το 1945 ως το 1951, μελετώντας την αιγυπτιακή τέχνη και αποτυπώνοντάς τη με γόνιμο τρόπο στα μετέπειτα έργα του.
Επιστρέφοντας εγκαταστάθηκε στο γνωστό εργαστήριο-σπίτι μαζί με την οικογένειά του. Εγινε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και αργότερα και διευθυντής, επαναφέροντας ύστερα από πολλά χρόνια τα εργαστήρια χαλκοχυτικής, γεγονός που έδωσε το φιλί της ζωής στην εγχώρια παραγωγή γλυπτών που έως τότε φυτοζωούσε.
Αν σε αυτό το σημείο αναρωτιέστε αν έχετε βρεθεί κάποια στιγμή μπροστά από κάποιο έργο του Γιάννη Παππά, η απάντηση είναι εμφατικά καταφατική: όλοι οι… Βενιζέλοι -στο προαύλιο της Βουλής, στο Πάρκο Ελευθερίας, στη Θεσσαλονίκη και στην Κρήτη- είναι φιλοτεχνημένοι από τον ίδιο. Βοήθησε και η προσωπική σχέση που είχε ο πατέρας του με τον έλληνα πολιτικό, ώστε ο καλλιτέχνης να έχει μία άμεση και εκ των έσω ματιά στον άνδρα και στους ανδριάντες που εκείνος του ενέπνευσε.
Αυτή όμως η προσωπική του σχέση με τους βενιζελικούς κύκλους αποτελούσε και άγχος για τον ίδιο. «Ο Βενιζέλος ήταν ένας άνθρωπος όλο φως και πολύ δραστήριος. Πώς μπορώ να το αποτυπώσω αυτό μέσα από την ύλη;» ήταν η διατυπωμένη ανησυχία του. Φαίνεται όμως ότι τα κατάφερε, και μάλιστα περισσότερες από μία φορές.
Υπάρχουν λοιπόν περισσότερα από τριάντα έργα του Παππά που βρίσκονται και συνομιλούν με τον δημόσιο χώρο. Φίλοι του, μαθητές του και μοντέλα, αγαπούσαν να ποζάρουν για εκείνον. Ο σύγχρονός του και καλός του φίλος Γιάννης Μόραλης είχε ποζάρει, για παράδειγμα, ως Κοραής. Και ο επίσης σπουδαίος γλύπτης Χρήστος Καπράλος υπήρξε το «μοντέλο» για το γλυπτό που απαθανάτιζε τον «Γλύπτη» που στέκει ετοιμοπόλεμος, με τα εργαλεία του ανά χείρας. Οσο για τον ανδριάντα του στρατηγού Μακρυγιάννη στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, για αυτόν είχε ποζάρει ένας από τους δεκάδες ενθουσιώδεις μαθητές του.
Εκτός από σημαντικότατος γλύπτης όμως, ο Παππάς ήταν και πολύ ταλαντούχος αυτοδίδακτος ζωγράφος. Ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εκθεσιακό θαύμα, με μικρούς και μεγάλους πίνακες να βρίσκονται ανάμεσα σε γλυπτά και όλα μαζί να λούζονται από το φως που μπαίνει σε γενναίες δόσεις από τα γύρω παράθυρα.
Εκεί βλέπεις δύο ωραιότατες αυτοπροσωπογραφίες του, εμφανώς επηρεασμένες από την τεχνοτροπία και τη χρωματική παλέτα του αγαπημένου του Βαν Γκογκ. Πολύ προτού ανακαλυφθούν οι φριχτές selfies, άνθρωποι με ταλέντο και φαντασία ήξεραν να αποτυπώνουν τον εαυτό τους στον καμβά…
Η Κατοχή του Παππά είναι αποτυπωμένη με τον πιο αποστομωτικό τρόπο μέσα από το πορτρέτο ενός αγοριού. Ολο ασπρόμαυρο, με κόκκινα, λες και είναι ματωμένα, χέρια. Το ίδιο αγόρι, υπαρκτό πρόσωπο, στέκει και ως ολόκληρο γλυπτό λίγα βήματα πιο πέρα από τον πίνακα. Υπάρχει επίσης και το ομαδικό πορτρέτο μιας οικογένειας βιοπαλαιστών που ζούσε εκεί κοντά, με την αθάνατη Ελληνίδα μάνα να στέκεται στο κέντρο, σύμβολο μιας γενιάς που δεν το βάζει κάτω.
Οι γυναίκες αποτυπώνονται ρεαλιστικά, χωρίς την πληκτική εξιδανίκευση του κάλλους. Κάποιες πληθωρικές, κάποιες κουρασμένες, όλες υπερήφανες.
Εχοντας μαγευτεί σε τόσο τεράστιο βαθμό από αυτόν τον επίγειο παράδεισο, δηλώνω στην επιμελήτρια του χώρου ότι σχεδόν ντρέπομαι που δεν τον είχα ανακαλύψει πολύ νωρίτερα. «Εχουμε πολλούς ξένους επισκέπτες, αλλά και οι Ελληνες, σιγά-σιγά το ανακαλύπτουν. Οσοι ομως ψάχνουν, το βρίσκουν» λέει η κυρία Αντωνοπούλου, με την ηρεμία και την υπομονή που ούτως ή άλλως αναδύεται σε κάθε γωνιά ενός εργαστηρίου γλυπτικής, μιας τέχνης μακρινών αποστάσεων και εξαιρετικών επιδόσεων.
Οσο για τις δραστηριότητες που φιλοξενούνται στον χώρο, είναι πολλές και αποδεικνύουν την εξωστρέφειά του. Στα εκπαιδευτικά προγράμματα, μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου μαθαίνουν πώς ακριβώς στήνεται ένα γλυπτό, από τον μεταλλικό σκελετό του μέχρι το γύψινο καλούπι και την μπρούντζινη τελική μορφή του.
Παράλληλα, εδώ και τέσσερις μήνες, σε συνεργασία με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, πραγματοποιούνται πρωτοποριακές εργασίες συντήρησης έργων γλυπτικής, και όχι μόνο. Φοιτητές επιλέγουν όλο και πιο συχνά το Εργαστήριο Γιάννη Παππά για τις πτυχιακές και μεταπτυχιακές τους εργασίες.
Οσο βρισκόμασταν εκεί, πρωταγωνιστής ήταν το ευμέγεθες γύψινο κεφάλι του αλόγου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Βουκεφάλα. Είχε προηγηθεί η 3-D απεικόνισή του. Και κάπως έτσι, ένα έργο τέχνης περνά στην ψηφιακή εποχή και γίνεται αντικείμενο τεκμηρίωσης και μελέτης.
Αποχαιρετώντας τον φιλόξενο χώρο, μας ξεπροβοδίζει μία χελώνα, η οποία ζει στον κήπο μαζί με την οικογένειά της. Ηταν έτοιμη να κάνει την καθιερωμένη της βόλτα, διασχίζοντας υπομονετικά το εργαστήριο, ώσπου να βρεθεί σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο, όπου παλιότερα υπήρχε μία μουριά, που ήταν το αγαπημένο της στέκι. Η μουριά δεν υπάρχει πια, αλλά η χελώνα τη θυμάται ακόμη. Ολα τα πλάσματα εκεί μέσα, έμψυχα και άψυχα, έχουν τη δική τους ιστορία και τις πολύ δικές τους μνήμες.
Info
Μουσείο Μπενάκη-Εργαστήριο Γιάννη Παππά, Ανακρέοντος 38, Ζωγράφου
Τρίτη, Παρασκευή, Κυριακή: 10.00 – 14.00
Η είσοδος είναι δωρεάν για όλους