Η Τζένιφερ Μπάρκλεϊ, ταξιδιωτική συγγραφέας και freelancer δημοσιογράφος, αναφερόμενη στο βιβλίο της «Wild Abandon: A Journey to the Deserted Places of the Dodecanese», δημοσιεύει στον Guardian ένα συγκινητικό αφιέρωμα στα Δωδεκάνησα, που θα κάνει πολλούς να νοσταλγήσουν και ακόμη περισσότερους να ονειρευτούν διακοπές στα υπέροχα μικρά νησιά μας.
Η αγγλίδα περιηγήτρια περιγράφει με ακρίβεια ένα μονοπάτι, που κατηφορίζει προς τη ζαφειρένια θάλασσα μέσα σε μια κοιλάδα γεμάτη πικροδάφνες και οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι οι μέλισσες και τα πουλιά, έναν κορμοράνο που διακρίνεται πάνω σε έναν βράχο, τα ψάρια που ακολουθεί κολυμπώντας με τη μάσκα της σε κρυστάλλινα νερά. Στεγνώνει στη ροζ άμμο, περιπλανιέται στο παλιό πέτρινο τείχος, από τα οποία πέφτουν θραύσματα σπασμένων κεραμικών σε διάφορα σχέδια, ποιος ξέρει από πότε. Και μας ταξιδεύει στην Τήλο όπου μετακόμισε πριν από μια δεκαετία: Όσο περισσότερο συνηθίζεις να παρατηρείς, γράφει στον Guardian, τόσο περισσότερα στρώματα της ιστορίας βλέπεις να κρύβονται σε αυτό το φαινομενικά άδειο τοπίο.
Παλιότερα, επισκεπτόταν συχνά την Κω και τη Ρόδο, αποφεύγοντας, όμως, τα πακέτα διακοπών για να βρεθεί κάπου πιο ήρεμα και πιο άγρια. Δωδεκάνησα, εξηγεί στους αναγνώστες της, σημαίνει «Δώδεκα Νησιά». Ωστόσο υπάρχουν περίπου 20 κατοικημένα νησιά σε αυτήν την ομάδα και ίσως 100 ακατοίκητες βραχονησίδες. (Να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με την απογραφή του 2011, στα Δωδεκάνησα κατοικούνται 22 νησιά και βραχονησίδες).
Ακόμα και στα πιο τουριστικά μέρη, δεν χρειάζεται να πας πολύ μακριά για να βρεθείς σε σιωπηλά υψίπεδα και κοιλάδες, όπου πέρδικες πετούν πάνω από το φασκόμηλο και το θυμάρι, και αρπακτικά πουλιά τις περικυκλώνουν από ψηλά. Γοητευμένη η Μπάρκλεϊ άρχισε σιγά σιγά να μαθαίνει την ιστορία τους. Μόλις πριν από 50 χρόνια, εξάλλου, αυτά τα νησιά ήταν πολύ διαφορετικά.
Στο νότιο τμήμα της Τήλου, ψηλά στους λόφους, το Μικρό Χωριό, η παλιά πρωτεύουσα του νησιού, εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα και τώρα είναι ακατοίκητη, όπως και οι οικισμοί Λέθρα, Γέρα, και Πάνω Μέρι. Υπάρχουν ακόμη και διάσπαρτα αγροκτήματα όπου κανείς δεν ζει πια εδώ και δεκαετίες, με ανέπαφα, όμως, τα τζάκια τους πέτρινους τοίχους τους, όπως τις μέρες που οι άνθρωποι τριγύριζαν με τα γαϊδούρια τους σε πέτρινα μονοπάτια.
Η Τήλος έχει έκταση 61,5 τ. χλμ και λιγότερους από 500 μόνιμους κατοίκους, αλλά για αιώνες -ακόμη και στα πιο μικρά νησιά- ο πληθυσμός ανερχόταν σε χιλιάδες. Εξήγαγαν από σύκα μέχρι σφουγγάρια, και αναγκαστικά είχαν αυτάρκεια: γη καλλιεργημένη μέχρι τις κορυφές λόφων και βουνών, ζώα που τα χρησιμοποιούσαν για φαγητό και για το μαλλί τους, στρογγυλά αλώνια, χωριά γεμάτα ζωή και θόρυβο.
Ήταν μια καλή ζωή, γράφει η αγγλίδα δημοσιογράφος, αλλά σκληρή, που έγινε ακόμα πιο σκληρή κάτω από τους Οθωμανούς κατακτητές, μετά από τους Ιταλούς, και στη συνέχεια κάτω από τα διασταυρούμενα πυρά του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Και όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία να φύγουν για τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, οι άνθρωποι την άρπαξαν. Γοητευμένη από τα ίχνη μιας κουλτούρας, που επιβίωσε πάρα πολύ καιρό και στη συνέχεια χάθηκε, η Τζένιφερ Μπάρκλεϊ πέρασε τα τελευταία πέντε χρόνια ταξιδεύοντας από νησί σε νησί και εξερευνώντας τα ερημωμένα μέρη.
Στη Νίσυρο, νησί με έδαφος πλούσιο ηφαιστειογενές -και ένα ηφαίστειο στο κέντρο του- και σχεδόν παντού επικλινές, οι άνθρωποι έφτιαξαν «βαστάδια» ή «τάβλες», πεζούλες, δηλαδή, για καλλιέργειες. Στις τάβλες υπάρχουν εγκαταλειμμένα πέτρινα κτίσματα, τα «σπηλάδια». Ηταν αγροικίες πλάι στα χωράφια, με ένα ή δύο δωμάτια, και ταυτόχρονα αποθηκευτικοί χώροι, για τα εργαλεία, τη σοδειά για απόσταξη ρακής, οινοποίηση και τυροκόμηση. Το βασικό δομικό τους στοιχείο είναι οι καμάρες, τα μικρά, σαν πολεμίστρες, ανοίγματα, και το υπόσκαφο κελάρι – λουτρό, που βρισκόταν σε πιο χαμηλό βαστάδι. Οι άφθονες θερμές πηγές, φημισμένες από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό του νησιού. Οι πιο γνωστές είναι οι πηγές των Λουτρών 1500 μ βόρεια από το Μαντράκι και της Θερμιανής δίπλα στο εκκλησάκι της Παναγίας της Θερμιανής στη βόρεια άκρη του χωριού των Πάλων.
Η Χάλκη, ένα από τα πιο μικρά κατοικημένα ελληνικά νησιά, μοιάζει απέραντη, ορεινή και άγρια μόλις αφήσεις τον οικισμό της Χάλκης ή Ημποριού με τις νεοκλασικές κατοικίες που φανερώνουν το μεγαλείο άλλων εποχών. Το πιο χαρακτηριστικό κτίσμα του νησιού είναι οι «κύφες», αρχέγονες (μερικές είναι μεσαιωνικές) μικρές ή μεγαλύτερες καλύβες χτισμένες σοφά με πέτρα, που θυμίζουν τα σπηλάδια της Νισύρου αλλά και τα δρακόσπιτα της Καρπάθου και της Εύβοιας, στη Δίρφη.
Ωστόσο ακόμα και στα μεγαλύτερα και πιο πολυσύχναστα νησιά ο επισκέπτης μπορεί να βρει θησαυρούς. Αφήνοντας πίσω μας τα ξενοδοχεία και το αεροδρόμιο, η γη γίνεται αγροτική, και οι λόφοι καλύπτονται από σχίνους, κουμαριές και άρκευθο, ρίγανη και θυμάρι. Σημειώστε ότι στη Ρόδο έχουν καταγραφεί , συνολικά, 1351 φυτά εκ των οποίων 8 είναι τοπικά ενδημικά, 13 είναι ενδημικά του Αιγαίου και της Ρόδου, ενώ 64 είναι ενδημικά της Τουρκίας και της Ρόδου. Κατσίκια περιπλανιούνται, θύσανοι κάπαρης και κλήματα χύνονται στους δρόμους, ενώ το κέντρο του νησιού καλύπτεται από πυκνό δάσος. Ο Αττάβυρος, με 1216 μ υψόμετρο, είναι το πιο ψηλό βουνό της Ρόδου και της Δωδεκανήσου.
Κρυμμένο μέσα στα δάση στο κέντρο της Ρόδου βρίσκεται το χωριό-φάντασμα Αγία Ελεούσα, με τα κάποτε μεγαλοπρεπή κτίσματά του, που πλέον μένουν άδεια και ερειπωμένα. Χτίστηκε τη δεκαετία του 1930 στους πρόποδες του βουνού του Προφήτη Ηλία, σε υψόμετρο 270 μέτρων, ως ιταλική αποικία στα πρότυπα των δασικών χωριών των Ιταλικών Άλπεων και εγκαταλείφθηκε το 1943 μετά την έφοδο των Γερμανών. Ο ιταλός κυβερνήτης των Δωδεκανήσων Μάριο Λάγκο έφερε από τη Βόρεια Ιταλία υλοτόμους και τεχνίτες που έκαναν αναδάσωση στην περιοχή και έχτισαν υπέροχες εξοχικές κατοικίες για τους ιταλούς αξιωματούχους των Δωδεκανήσων. Στο κέντρο του Καμποκιάρο, όπως είχαν ονομάσει τον οικισμό, υπήρχε μια κλειστή αγορά που λειτούργησε και ως σχολείο. Και αργότερα, από το 1947 μέχρι το 1970 μετατράπηκε σε σανατόριο, που ονομάστηκε «Βασίλισσα Φρειδερίκη». Ένα από τα πιο ωραία κτίσματα της Ελεούσας είναι η υπέροχη βίλα Ντε Βέκι του κυβερνήτη Τσέζαρε Μαρία ντε Βέκι, που αντικατέστησε τον Λάγκο το 1936. Δυστυχώς σήμερα έχει συληθεί, ενώ οι τοίχοι είναι γεμάτοι με γκραφίτι. Στον οικισμό υπάρχει επίσης μια στρογγυλή τεχνητή λίμνη, το μοναδικό μέρος, όπου ζει το γκιζάνι, ένα είδος ψαριού προς εξαφάνιση.
Η Κως εκπλήσσει, επίσης. Ισως περιμένει κανείς ότι τα εγκαταλειμμένα χωριά μοιάζουν μεταξύ τους. Και όμως, το καθένα έχει τον δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα. Το χωριό Χαϊχούτες (μετονομάστηκε σε Αγιο Δημήτριο) ερημώθηκε τη δεκαετία του 1960 όταν οι κάτοικοί του κατέβηκαν στα πεδινά. Μέχρι το 2013 δεν υπήρχε τίποτα μόνο γκρεμίδια, μέχρι που ο Αλέξης Πρέτζας σκέφτηκε να αξιοποιήσει το παλιό καφενείο, που ανήκε στην οικογένεια της γυναίκας του. Εβαλαν γεννητριες και φωτοβολταϊκά και άρχισαν να σερβίρουν καφέδες και μεζέδες στους εξερευνητές-τουρίστες. Στο κέντρο του νησιού, στο χωριό Παλαιό Πυλί, επίσης δε υπάρχουν πια ίχνη ζωής. Ωστόσο, ο «Μυστράς των Δωδεκανήσων», όπως αποκαλείται εξαιτίας ενός ισχυρού κάστρου του 11ου αι. μ.Χ., είχε κατοικηθεί ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια, όπως μαρτυρούν τα κυκλώπεια τείχη στη ΒΔ πλευρά του.
Οι Αρκιοί με επιφάνεια μόλις 6,7 τ.χλμ είναι το μεγαλύτερο από μια συστάδα μικρών νησιών βόρεια των Λειψών, με το ίδιο όνομα. Εχει μόνιμο πληθυσμό μόλις 40 κατοίκους αλλά και εκατοντάδες κατσίκια, με το γάλα των οποίων παράγονται εκλεκτά τυριά. Κάρες, Δωριείς και τέλος οι Ιωνες της Μιλήτου αξιοποίησαν τους Αρκιούς ως ενδιάμεσο σταθμό στον δίαυλο Σάμου-Κω και ίδρυσαν ένα μικρό οχυρό ώστε να μπορούν να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του περάσματος.
(Ονειρεύεστε κι εσείς τώρα, ταξίδια στο Αιγαίο, από νησί σε νησί;)