Οι Ομπάμα μετά τον Λευκό Οίκο: η Μισέλ, η Σάσα, ο Μπαράκ, η Μαλία | CreativeProtagon
Θέματα

Επιτέλους οι Ομπάμα μπορούν να είναι ξανά «μαύροι άνθρωποι, μαύροι γονείς, μαύροι πολίτες»  

Από τότε που εγκατέλειψαν τον Λευκό Οίκο ήταν σε γενικές γραμμές διακριτικοί, χωρίς να εκφράζονται δημοσίως για τα κοινά. Αλλάξαν άρδην τη στάση τους, ωστόσο, πέρυσι τον Μάιο, λίγες ημέρες μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ. Ηταν πλέον σε θέση να συζητούν με αμεσότητα και ειλικρίνεια που δεν τους επιτρεπόταν επί προεδρίας του Μπαράκ
Protagon Team

«Είναι καλές φοιτήτριες και ευγενικά κορίτσια… Αλλά ενδέχεται να ακούν λίγο δυνατά μουσική. Ισως κάποιος να μη δει το πρόσωπό τους και να υποθέσει κάτι (λόγω του χρώματος του δέρματός τους). Η αθώα διαδικασία απόκτησης άδειας οδήγησης με φοβίζει, όπως τόσους άλλους γονείς μαύρων παιδιών», αποκάλυψε η Μισέλ Ομπάμα, η σύζυγος του 44ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, συνομιλώντας με την Γκέιλ Κινγκ του CBS.

Πρόσφατα οι θυγατέρες του Μπαράκ και της Μισέλ Ομπάμα, η 22χρονη Μαλία και η 19χρονη Σάσα, έμαθαν να οδηγούν. Ωστόσο η μητέρα τους ανησυχεί ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο κάποιος ρατσιστής και θερμοκέφαλος αστυνομικός να μην τις αναγνωρίσει στον δρόμο και, βλέποντας ότι είναι μαύρες, να υποθέσει αυτομάτως πως έχουν παρανομήσει και να ασκήσει υπέρμετρη βία σε βάρος τους, ακόμα και να τις σκοτώσει.

Η πρώην Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών αναφέρθηκε επίσης και στην επικείμενη αποφοίτηση της μεγαλύτερης κόρης της από το κολέγιο και στο νέο κεφάλαιο της ζωή της που ανοίγει, έχοντας και πάλι στο μυαλό της τον συστημικό ρατσισμό που εξακολουθεί να ταλανίζει της ΗΠΑ.

«Δεν θέλω να φοβάμαι για το ότι βγαίνει σε έναν κόσμο όπου πρέπει να ανησυχεί για το πώς θα της συμπεριφέρονται οι άνθρωποι εξαιτίας του χρώματος του δέρματός της. Οπότε είμαι ενθουσιασμένη», σημείωσε. Αλλά η Μισέλ Ομπάμα θα ήταν πολύ περισσότερο ενθουσιασμένη εάν γνώριζε ότι «οι άνθρωποι δεν θα προβαίνουν σε εικασίες όσον αφορά το άτομό της με βάση το χρώμα του δέρματός της, ότι δεν θα κινδυνεύει, εκεί έξω στον κόσμο ως ενήλικη, επειδή είναι μία μαύρη γυναίκα».

Ακολουθώντας την παράδοση που θέλει τους περισσότερους από τους αμερικανούς πρώην προέδρους και τις οικογένειές τους να μην εκφράζονται δημοσίως για τα κοινά, από τότε που εγκατέλειψαν τον Λευκό Οίκο οι Ομπάμα ήταν σε γενικές γραμμές διακριτικοί. Αλλαξαν άρδην τη στάση τους, ωστόσο, πέρυσι τον Μάιο, λίγες ημέρες μετά τον φόνο του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ.

«Είναι φυσιολογικό να ευχόμαστε να επιστρέψει η ζωή στην κανονικότητα, καθώς η πανδημία και η οικονομική κρίση ανατρέπουν τα πάντα γύρω μας. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι για εκατομμύρια Αμερικανούς, το να αντιμετωπίζονται διαφορετικά λόγω της φυλής τους είναι τραγικά, επώδυνα, παρανοϊκά “φυσιολογικό” – είτε όταν απευθύνονται στο σύστημα υγείας ή αλληλεπιδρούν με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, είτε κάνουν τζόκινγκ στον δρόμο ή απλώς χαζεύουν τα πουλιά σε ένα πάρκο. Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι “φυσιολογικό” στην Αμερική του 2020. Δεν γίνεται να είναι “φυσιολογικό”», είχε επισημάνει πριν από σχεδόν έναν χρόνο ο Μπαράκ Ομπάμα.

Και πριν από μερικές εβδομάδες, μετά την ολοκλήρωση της δίκης του Ντέρεκ Σόβιν, του λευκού αστυνομικού που κρίθηκε τελικά ένοχος για τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ, το ζεύγος Ομπάμα εξέδωσε κοινή δήλωση στην οποία επισήμανε, μεταξύ άλλων, πως παρότι η Δικαιοσύνη έπραξε το δέον, «εάν είμαστε ειλικρινείς προς τον εαυτό μας, γνωρίζουμε πως η αληθινή δικαιοσύνη απαιτεί πολύ περισσότερα από μία ετυμηγορία σε μία δίκη. Η αληθινή δικαιοσύνη απαιτεί να αναγνωρίσουμε το γεγονός πως οι μαύροι Αμερικανοί αντιμετωπίζονται διαφορετικά, καθημερινά. Απαιτεί να αναγνωρίσουμε πως εκατομμύρια από τους φίλους, τους συγγενείς και τους συμπολίτες μας ζουν με τον φόβο ότι η επόμενη συνάντησή τους με τις δυνάμεις επιβολής του νόμου θα μπορούσε να είναι η τελευταία».

Κατά τη συνέντευξή της στο CBS, η Μισέλ Ομπάμα επανέλαβε ότι «παρόλο που δεχτήκαμε με ανακούφιση την ετυμηγορία, όλοι γνωρίζουμε ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη. Οπότε δεν μπορούμε να πούμε “Ωραία. Αυτό συνέβη. Ας συνεχίσουμε”. Γνωρίζω πως οι άνθρωποι στην κοινότητα των μαύρων δεν αισθάνονται έτσι, γιατί πολλοί από εμάς ζούμε ακόμα μέσα στον φόβο, φοβόμαστε καθώς πηγαίνουμε στο παντοπωλείο, ανησυχούμε που βγάζουμε βόλτα τα σκυλιά μας ή που επιτρέπουμε στα παιδιά μας να μάθουν να οδηγούν».

Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, ο Τσαρλς Μπλόου των New York Times εξηγεί ότι η αλλαγή στάσης των Ομπάμα οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες. Κατ’ αρχάς στο ότι έχουν ιδιωτεύσει, δεύτερον, στο ότι παρήλθε η τετραετία Τραμπ και, τρίτον, στο γεγονός πως η φυλετική δικαιοσύνη αποτελεί εκ νέου φλέγον ζήτημα στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου στις ΗΠΑ.

«Απελευθερώθηκαν ως μαύροι. Είναι πλέον σε θέση να συζητούν για τον ρατσισμό με μία αμεσότητα και με μία ειλικρίνεια που τους απαγορεύονταν ποικιλοτρόπως κατά τη θητεία τους στον Λευκό Οίκο», γράφει ο Μπλόου, υπογραμμίζοντας πως οι Ομπάμα όχι μόνον μπορούν, αλλά και οφείλουν, τρόπον τινά, να καταγγέλλουν τις φυλετικές ανισότητες, καθώς «φέρουν στις πλάτες τους το βάρος ολόκληρης της φυλής. Ολα όσα προβάλλονται στους μαύρους προβάλλονται και σε αυτούς – κάθε προκατάληψη και κάθε στερεότυπο, κάθε εικασία και κάθε μίσος».

Το 2013, μετά την αθώωση του Τζορτζ Ζίμερμαν, ενός αυτόκλητου ένοπλου φύλακα, για τον φόνο του Τρέιβον Μάρτιν, ενός 17χρονου άοπλου Αφροαμερικανού στη Φλόριντα το 2012, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε δηλώσει δημόσια πως στη θέση του άτυχου νεαρού «θα μπορούσε να βρισκόταν ένας γιος μου. Ενας άλλος τρόπος για πω το ίδιο πράγμα είναι πως ο Τρέιβον Μάρτιν θα μπορούσα να είμαι εγώ πριν από 35 χρόνια». 

Ωστόσο, στο πλαίσιο της πολιτικής καριέρας του, ο Μπαράκ Ομπάμα «ήταν ο Τρέιβον Μάρτιν: υπό καχυποψία από την πρώτη ματιά, ως ύποπτος κακόβουλων προθέσεων καταδιώχθηκε και υποβιβάστηκε από αυτόκλητους φύλακες του χώρου», αναφέρει ο Μπλόου, εξηγώντας πως ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ο Μπαράκ Ομπάμα και μαζί του και η σύζυγός του, πέρα από εξαιρετικές περιπτώσεις, προτιμούσαν να μην αναφέρονται ανοιχτά στον ρατσισμό και τις φυλετικές ανισότητες.

Πλέον, όμως, «οι Ομπάμα είναι πιο ελεύθεροι να είναι απλώς μαύροι άνθρωποι, μαύροι γονείς και μαύροι πολίτες, και ως τέτοιοι, είναι τόσο συγχυσμένοι, θυμωμένοι και αναστατωμένοι, όσο και εμείς οι υπόλοιποι», καταλήγει ο αφροαμερικανός αρθρογράφος.