«Η νύχτα είναι πάντα γιγάντια», ανέφερε ο Ναμπόκοφ, γράφοντας για την τρομακτική αίσθηση κινδύνου που τον καταλάμβανε κάθε φορά που έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά του, λόγω της αϋπνίας που τον ταλαιπωρούσε. Μάλιστα, ένας από τους ήρωές του που υπέφερε κι εκείνος από την ίδια συμφορά, ευχόταν να είχε και μια τρίτη πλευρά, καθώς προσπαθούσε και δεν μπορούσε να αποκοιμηθεί σε καμία από τις δύο που ήδη είχε. Ο Τσακ Πόλανικ, συγγραφέας του «Fight Club», έπρεπε να φανταστεί να χάνει ή να κερδίζει σε μάχες σώμα με σώμα για να μπορέσει να αποκοιμηθεί ενώ ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ περιέγραφε την αϋπνία ως «το χειρότερο πράγμα στον κόσμο». Οσον αφορά το παρόν, φαίνεται πως σήμερα διανύουμε «τη χρυσή εποχή της αϋπνίας».
Ζούμε σε έναν κόσμο που είναι εχθρικός προς τον ύπνο, σε κοινωνίες στις οποίες η νύχτα δεν διαχωρίζεται από την ημέρα και η κρεβατοκάμαρα δεν αποτελεί πια ένα καταφύγιο από τη δουλειά και μια σωτήρια δίοδο διαφυγής από το άγχος και τη βουή της ημέρας. Η αϋπνία θα μπορούσε επίσης να είναι «το αναπόφευκτο σύμπτωμα μιας εποχής κατά την οποία ωθούμαστε να καταναλώνουμε διαρκώς (αλλά) και να δημιουργούμε διαρκώς», όπως υποστηρίζει ο αμερικανός ακαδημαϊκός Τζόναθαν Κρέρι. Ο άγρυπνος άνθρωπος έχει, συνήθως, την αίσθηση ότι υποφέρει από μια εξαιρετικά μοναχική πάθηση. Αλλά τα άτομα που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ύπνου ανά τον (βιομηχανοποιημένο) κόσμο είναι πάρα πολλά. Το ένα τρίτο, για παράδειγμα, των ενήλικων Βρετανών πάσχει από χρόνια αϋπνία.
Η αϋπνία ορίζεται ως η κατάσταση στην οποία κάποιος έχει τη δυνατότητα και προσπαθεί αλλά δεν μπορεί να κοιμηθεί, για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών. Οι πάσχοντες από αϋπνία κάνουν τα πάντα ώστε να εξοικονομούν καθημερινά τουλάχιστον επτά ώρες για ξεκούραση, στρώνουν το κρεβάτι τους, απενεργοποιούν τις όποιες φορητές συσκευές τους, κλείνουν τα παντζούρια και τραβούν τις κουρτίνες πριν αποπειραθούν να κοιμηθούν, αλλά τη στιγμή που ξαπλώνουν, συνειδητοποιούν πως δεν μπορούν, πως αδυνατούν να παραδοθούν στην αγκαλιά του Μορφέα. Και οι συνέπειες συχνά είναι καταστροφικές. «Η αντιφατική απόγνωση κάποιου που πάσχει από αϋπνία έγκειται στο εξής: όσο περισσότερο προσπαθείς να κοιμηθείς, τόσο περισσότερο αποτυγχάνεις. Οπότε πρέπει να ξαπλώσω, γέρνοντας από την οργή στην απόγνωση, σκεπτόμενος τους διάφορους τρόπους με τους οποίους έχει καταστραφεί η επόμενη ημέρα», αναφέρει χαρακτηριστικά o συγγραφέας και αρθρογράφος Σάιμον Πάρκιν, σε εκτενές κείμενό του στον Guardian, αποκαλύπτοντας πως υποφέρει και ίδιος από αϋπνία.
«Η εξόντωση του ύπνου στα βιομηχανοποιημένα κράτη έχει καταστροφικό αντίκτυπο στην υγεία μας, στο προσδόκιμο ζωής, στην ασφάλειά μας, στην παραγωγικότητά μας και στην ανατροφή των παιδιών μας», προειδοποιεί από την πλευρά του στο μπεστ σέλερ του «Why We Sleep» και ο νευροεπιστήμονας Μάθιου Γουόκερ. Η αϋπνία αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής, καρκίνου και παχυσαρκίας ενώ όλοι όσοι αγρυπνούν συστηματικά σκέφτονται πιο συχνά, από όσο όσοι κοιμούνται φυσιολογικά, να αυτοκτονήσουν. Κάθε χρόνο στις ΗΠΑ σε περισσότερες από ένα εκατομμύριο συγκρούσεις αυτοκινήτων εμπλέκονται άυπνοι οδηγοί. Η αϋπνία σχετίζεται επίσης με όλες τις κύριες ψυχικές παθήσεις.
Η σταχτοπούτα της Iατρικής
Φυσικά, οι πάσχοντες τα γνωρίζουν πολύ καλά όλα αυτά ενώ ο διαρκής φόβος των πάσης φύσεως παθήσεων, των ατυχημάτων ή δυστυχημάτων, ακόμα και της φτώχειας επιδεινώνει κατά πολύ την ήδη βεβαρημένη κατάστασή τους. Όλοι όσοι υποφέρουν από αϋπνία, αντί να προσπαθούν να κοιμηθούν, αγωνιούν επειδή δεν μπορούν. Αρκετοί καταλήγουν να θεωρούν πως δεν υπάρχει θεραπεία ενώ πολλοί είναι και οι άνθρωποι που αποφεύγουν να ζητήσουν τη βοήθεια ειδικών, πιστεύοντας πως δεν θα τους λάβουν σοβαρά υπόψη.
Γιατί η αϋπνία είναι η «σταχτοπούτα της Iατρικής», όπως ανέφερε ένας νοσοκομειακός σύμβουλος. Εντός της ιατρικής κοινότητας της Βρετανίας, τουλάχιστον, όπου το ενδιαφέρον των ερευνητών είναι περιορισμένο και οι κλινικές του NHS που ειδικεύονται στην αντιμετώπισή της είναι λίγες σε σχέση με τον αριθμό των πασχόντων. Οι γιατροί δεν επαρκούν, με αποτέλεσμα μέσα σε μια εξέταση διάρκειας μόλις δέκα λεπτών να καταλήγουν να αναπαράγουν παρωχημένες συμβουλές – «κάντε ένα ζεστό ντους πριν πέσετε στο κρεβάτι. Φάτε μια μπανάνα. Κλείστε το κινητό σας. Διαβάστε ένα βιβλίο. Αυνανιστείτε» – οι οποίες παρότι έχουν μια επιστημονική ή λογική βάση, συχνά αποδεικνύονται αναποτελεσματικές.
Υπάρχει, όμως, στο Λονδίνο, μια κλινική οι γιατροί της οποίας δείχνουν να μπορούν να αντιμετωπίσουν την αϋπνία. Εφαρμόζοντας μια επαναστατική πρακτική. Η Insomnia Clinic ιδρύθηκε το 2009 από τον Χιου Σέλσικ, έναν ψυχίατρο από τη Νότια Αφρική. Αποτελεί το μοναδικό εξειδικευμένο κέντρο της Βρετανία για τη θεραπεία της αϋπνίας. Έως σήμερα έχει θεραπεύσει, συνολικά, περισσότερους από 1.000 ασθενείς ενώ φέτος κατέληξε να δέχεται 120 νέους πάσχοντες τον μήνα.
Μια ξεχωριστή διαταραχή
Στον πυρήνα της μεθόδου του νοτιοαφρικανού επιστήμονα βρίσκεται μια ανατρεπτική για τα έως σήμερα ιατρικά δεδομένα υπόθεση. Επί σειρά ετών η αϋπνία αντιμετωπιζόταν ως σύμπτωμα ενός άλλου, σοβαρότερου, προβλήματος ενώ ο Σέλσικ υποστηρίζει πως δεν αποτελεί απλά σύμπτωμα αλλά μια ξεχωριστή διαταραχή. Παρότι η θέση του παραμένει ανορθόδοξη, προσφέρει μια καθοριστικής σημασίας επιβεβαίωση στους πάσχοντες, όσον αφορά το πρόβλημά τους. «Επί χρόνια κανένας δεν αντιλαμβανόταν τι περνούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Ξαφνικά, μετά, κάθονται μπροστά από κάποιον που δηλώνει “ναι, μπορώ να δω πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα, και ναι, μπορούμε να το θεραπεύσουμε αυτό”».
Έως πριν από μερικά χρόνια οι γιατροί θα εστίαζαν στη θεραπεία μιας κύριας πάθησης (είτε επρόκειτο για διαβήτη είτε για καρδιοαγγειακές παθήσεις ή αναπνευστικά προβλήματα) ευελπιστώντας πως μέσω αυτής, ο ασθενής θα είχε περισσότερες πιθανότητες να καταφέρει στη συνέχεια να ξεπεράσει και την αϋπνία. Αυτό, ωστόσο, δεν συμβαίνει πάντα γιατί η αϋπνία συντηρείται, ακόμα και μετά τη θεραπεία της όποιας κύριας ασθένειας, εξαιτίας «συμπεριφορών, γνωστικών λειτουργιών και συσχετισμών που αναπτύσσουν οι ασθενείς καθώς προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν, με αντίθετα, ωστόσο, αποτελέσματα». Έχοντας υποφέρει, επί χρόνια, και ο ίδιος, ο Σέλσικ υποστηρίζει πως για την ανάπτυξη και την εφαρμογή των κατάλληλων θεραπειών σε ευρεία κλίμακα, η αϋπνία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ψυχιατρική διαταραχή.
Αρχικά ο Σέλσικ ακολούθησε την πεπατημένη, προτρέποντας τους πρώτους ασθενείς του να περιορίσουν την κατανάλωση καφεΐνης, πρακτική «αναποτελεσματική», ή να αλλάξουν τη δοσολογία των όποιων φαρμάκων λάμβαναν, πρακτική «ελάχιστα αποδοτική». Μερικούς μήνες μετά, ωστόσο, ξεκίνησε να εμβαθύνει στη γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχολογία. Οι άνθρωποι που πάσχουν από αϋπνία τείνουν να συνδέουν την κρεβατοκάμαρά τους με την εγρήγορση που τους καταβάλλει, απλά πηγαίνοντας στο κρεβάτι τους, κατά τον ίδιο τρόπο με το οποίο καταβάλλει κάποιον η αγωνία όταν επισκέπτεται τον οδοντίατρό του. Εκείνη την περίοδο γιατροί στη Βόρεια Αμερική είχαν ξεκινήσει να εφαρμόζουν γνωσιακές συμπεριφοριστικές θεραπείες για να αλλάξουν την, συχνά ασυνείδητη, συσχέτιση από την πλευρά του ασθενή, της κρεβατοκάμαρας με την αϋπνία. Ακολουθώντας το παράδειγμά τους, «τα αποτελέσματά μας βελτιώθηκαν σημαντικά», εξήγησε ο Σέλσικ, γιατί πολύ συχνά τα αίτια της αϋπνίας είναι ψυχολογικά.
Μετά τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις και αφότου διαπιστωθεί ότι η αϋπνία δεν αποτελεί σύμπτωμα κάποιας άλλης πάθησης ή διαταραχής, οι ασθενείς ακολουθούν ένα πρόγραμμα διάρκειας πέντε εβδομάδων. Αρχικά ο Σέλσικ σπεύδει να διαλύσει το μύθο περί συγκεκριμένου αριθμού ωρών που πρέπει να κοιμάται ένας άνθρωπος. «Κάποιοι χρειάζονται έξι ώρες, κάποιοι άλλοι εννιά. Αυτό δεν καθιστά κανέναν κανέναν μη φυσιολογικό».
Για να διαπιστώσουν πόσες ώρες ύπνου έχει ανάγκη ο καθένας, οι ασθενείς ξεκινούν να κρατούν ένα «ημερολόγιο ύπνου», όπου καταγράφουν τι ώρα πηγαίνουν στο κρεβάτι τους, τι ώρα σηκώνονται, πόση ώρα χρειάζονται κάθε φορά για να αποκοιμηθούν και πόσες φορές ξυπνούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συνήθως οι πάσχοντες από αϋπνία πέφτουν νωρίτερα για ύπνο ή παραμένουν περισσότερες ώρες στο κρεβάτι, ούτως ώστε να έχουν περισσότερες ώρες στη διάθεσή τους για να αποκοιμηθούν. Παρότι λογική, η τακτική αυτή είναι αναποτελεσματική γιατί η αγωνία των ασθενών να καταφέρουν να κοιμηθούν, επιδεινώνει, τελικά, το πρόβλημά τους.
Αντιθέτως θα πρέπει να ξυπνάνε πάντα την ίδια ώρα, ανεξαρτήτως από το πόσες ώρες κοιμήθηκαν, από την ώρα που έπεσαν για ύπνο ή τις υποχρεώσεις τους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Απαγορεύονται επίσης οι σιέστες καθώς σύμφωνα με το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η πρακτική, εάν κάποιος ξυπνάει κάθε πρωί την ίδια ώρα, σταδιακά θα αρχίσει να νυστάζει και να θέλει να κοιμηθεί την ίδια ώρα κάθε βράδυ, καταλήγοντας μετά μερικές εβδομάδες να έχει έναν σταθερό κύκλο ύπνου.
Στην κρεβατοκάμαρα μόνο για σεξ και ύπνο
Εξίσου σημαντικό είναι να πάψει η κρεβατοκάμαρα να αποτελεί έναν τόπο αγωνίας, αναστάτωσης και απογοήτευσης, όπου με το που εισέρχονται οι πάσχοντες από αϋπνία, αντί να αποκοιμιούνται, να φοβούνται πως δεν θα το καταφέρουν, και να παραμένουν διαρκώς σε εγρήγορση για αυτό, ακριβώς, το γεγονός. Για την αντιμετώπιση των όποιων αρνητικών συσχετισμών ο Σέλσικ προτείνει στους ασθενείς του να εγκαταλείπουν την κρεβατοκάμαρα μετά από 15 λεπτά, εάν δεν καταφέρνουν να αποκοιμηθούν. «Κάθε δραστηριότητα πέρα από τον ύπνο και το σεξ απαγορεύεται στην κρεβατοκάμαρα. Στους ασθενείς συστήνεται επίσης να αλλάζουν ρούχα, όποτε πηγαίνουν σε κάποιο άλλο δωμάτιο».
«Πριν θα πήγαινα για ύπνο το απόγευμα και θα παρέμενα στην κρεβατοκάμαρά μου επί 12 ώρες. Θα έκανα όλα τα τηλεφωνήματά μου από εκεί, θα δούλευα, θα έτρωγα και θα έβλεπα τηλεόραση στο κρεβάτι μου. Τέρμα. Τελείωσαν όλα αυτά. Αποχαιρετώ το δωμάτιο μου στις 7 και 20 το πρωί και δεν το ξαναβλέπω έως τη μιάμιση που πέφτω για ύπνο», ανέφερε η Ζεχάβα Χάντλερ, μια πρώην ασθενής, θύμα της αϋπνίας από τα παιδικά της χρόνια έως και πρόσφατα. Παρότι αρχικά, οι περισσότεροι, από τους πάσχοντες πηγαινοέρχονταν κάθε 15 λεπτά μεταξύ υπνοδωματίου και καθιστικού, με αποτέλεσμα, να κοιμούνται ακόμα χειρότερα, μετά από πέντε, έξι εβδομάδες οι όποιοι αρνητικοί συσχετισμοί μεταξύ κρεβατοκάμαρας και αϋπνίας διαλύθηκαν.
Μελέτες αποκαλύπτουν πως οι γνωσιακές συμπεριφοριστικές θεραπείες αποτελούν το αποτελεσματικότερο τρόπο για την καταπολέμηση της χρόνιας αϋπνίας. Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία τους είναι η επιδίωξη και η διατήρηση μιας σταθερής ρουτίνας όσον αφορά τον πολύτιμο ύπνο. Μέσω αυτών των πρακτικών μεθόδων και τον περιορισμό κατανάλωσης διεγερτικών ουσιών όπως η καφεΐνη, οχτώ στους δέκα ασθενείς καλυτερεύουν – υποστηρίζει ο Σέλσικ – με τους μισούς από αυτούς να ξεπερνούν απόλυτα το πρόβλημά τους.
«Είμαι πιο ευτυχισμένη. Βελτιώθηκαν οι σχέσεις μου, δεν περπατάω πια μέσα σε ένα μόνιμο νέφος. Είμαι διαθέσιμη», εξήγησε η Χάντλερ. Διαθέσιμη σε τέτοιο βαθμό που μετά την αποθεραπεία της, επέλεξε να κλείσει την τουριστική της επιχείρηση, για να εργαστεί στο πλευρό του Σέλσικ, με στόχο να ανοίξει την επόμενη χρονιά την δική της κλινική για την αντιμετώπιση της μάστιγας της αϋπνίας. Τόσο μεγάλη υπήρξε η ανακούφισή της που έμαθε να κοιμάται ξανά.