Η γραφιστική απεικόνιση εστιάζει στις επιπτώσεις της ρύπανσης για τον πλανήτη που κατοικούμε | Shutterstock
Θέματα

Τι λέει ο «Ελεγχος του Πλανήτη» για την υγεία της Γης

Μεγάλη επιστημονική έρευνα δείχνει ότι ο πλανήτης έχει υπερβεί τη δυνατότητα να αυτορρυθμίζεται σε έξι από τα εννέα πλανητικά όρια εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας - Αναγκαία η επαναφορά της συνολικής δασοκάλυψης στα επίπεδα του τέλους του 20ού αιώνα, καθώς και ο τερματισμός της καύσης ορυκτών καυσίμων
Protagon Team

Ο πλανήτης που κατοικούμε θα μπορούσε να χάσει τη δυνατότητα να αυτορρυθμίζεται εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το συμπεράσμα αυτό προκύπτει από έρευνα 29 επιστημόνων του Ινστιτούτου Ερευνας των Κλιματικών Επιπτώσεων με έδρα το Πότσνταμ της Γερμανίας.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματά της οι Financial Times υπογραμμίζουν ότι η Γη έχει ξεπεράσει τα όρια «ασφαλούς λειτουργίας» σε έξι από τους εννέα τομείς, αυξάνοντας τον κίνδυνο απότομων και μη αναστρέψιμων αλλαγών. Τα πλανητικά όρια καθιερώθηκαν για πρώτη φορά το 2009 και επικαιροποιήθηκαν το 2015.

Στην έρευνα του Potsdam Institute for Climate Impact Research (PIK) σημειώνεται καταρχάς ότι το πλαίσιο των πλανητικών ορίων προσδιορίζει εννέα τομείς-διεργασίες που είναι κρίσιμοι για τη διατήρηση της σταθερότητας και της ανθεκτικότητας του γήινου συστήματος στο σύνολό του. Ολα τα όρια διαταράσσονται σήμερα σε μεγάλο βαθμό από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Τα πλανητικά αυτά όρια αφορούν τις ακόλουθες εννέα διεργασίες του γήινου συστήματος:

1. Η κλιματική αλλαγή

2. Η ακεραιότητα της βιόσφαιρας

3. Οι βιογεωχημικές ροές (άζωτο και φώσφορος)

4. Οι αλλαγές της χρήσης Γης

5. Η οξίνιση των ωκεανών

6. Το ατμοσφαιρικό φορτίο αερολυμάτων

7. Η καταστροφή του όζοντος

8. Η χρήση γλυκού νερού

9. Η χημική ρύπανση, όπως π.χ. από πλαστικά, ενώσεις βαρέων μετάλλων και ραδιενεργά υλικά

Ο Γιόχαν Ρόκστρομ, διευθυντής του PIK, που χρηματοδοτείται από τη γερμανική κυβέρνηση, περιγράφει τον πλανήτη ως έναν ασθενή που δεν πηγαίνει καλά. «Δεν ξέρουμε για πόσο καιρό μπορούμε να συνεχίσουμε να παραβιάζουμε αυτά τα βασικά όρια προτού οι συνδυασμένες πιέσεις οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμες αλλαγές και βλάβες» τονίζει στους FT.

Οι ερευνητές του Πότσνταμ διαπίστωσαν ότι μόνο τρεις από τους εννέα τομείς –η οξίνιση των ωκεανών, το ατμοσφαιρικό φορτίο αερολυμάτων και η καταστροφή του όζοντος– βρίσκονταν στην ασφαλή ζώνη λειτουργίας.

Αντίθετα, τα κλιματικά μοντέλα έχουν υποδείξει ότι το ασφαλές όριο για την κλιματική αλλαγή ξεπεράστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σε ό,τι αφορά το γλυκό νερό, νεότερες έρευνες για το νερό στις λίμνες, στα ποτάμια και στο έδαφος έδειξαν ότι το όριο ξεπεράστηκε ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Το όριο για τη χημική ρύπανση από τα φυτοφάρμακα, τα πλαστικά και τα πυρηνικά απόβλητα έχει επίσης ξεπεραστεί, με βάση μελέτη του 2022. Η οξίνιση των ωκεανών εκτιμάται ότι επιδεινώνεται και βρίσκεται κοντά στο να ξεπεράσει το ασφαλές όριο, ενώ η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια στη νότια Ασία και στην Κίνα.

Σύμφωνα με τον Guardian, το όριο που αφορά τη ροή του αζώτου και του φωσφόρου στο περιβάλλον σχετίζεται με την υπερβολική χρήση λιπασμάτων: σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, κάθε χρόνο προστίθεται στα χωράφια τριπλάσια ποσότητα αζώτου από το ασφαλές επίπεδο.

Η ίδια εφημερίδα διευκρινίζει ότι «τα πλανητικά όρια δεν είναι μη αναστρέψιμα σημεία καμπής πέρα από τα οποία επέρχεται ξαφνική και σοβαρή επιδείνωση». Σύμφωνα, ωστόσο, με τους επιστήμονες, είναι σημεία μετά από τα οποία οι κίνδυνοι θεμελιωδών αλλαγών στα φυσικά, βιολογικά και χημικά συστήματα υποστήριξης της ζωής στη Γη αυξάνονται σημαντικά.

«Ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος που έχουμε σήμερα είναι η κλιματική κρίση και η κρίση της βιοποικιλότητας» ανέφερε ο Ρόκστρομ, ο οποίος διηύθυνε την έρευνα. Οι επιστήμονες που τη συνυπογράφουν σημειώνουν ότι μια από τις πιο ισχυρές λύσεις θα ήταν η επαναφορά της συνολικής δασοκάλυψης στα επίπεδα του τέλους του 20ού αιώνα, καθώς και ο τερματισμός της καύσης ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, λένε, ο στόχος αυτός κινδυνεύει από την αυξανόμενη χρήση της βιομάζας ως υποκατάστατο των ορυκτών καυσίμων.