Στο φωτογραφικό κολάζ, αριστερά και κάτω δεξιά, η πορεία της Λειψίας που άνοιξε τον δρόμο για να πέσει έναν μήνα αργότερα το Τείχος του Βερολίνου (επάνω δεξιά) | CreativeProtagon
Θέματα

Επέτειος: η πορεία της Λειψίας που γκρέμισε τον κομμουνισμό

Το 1989 η έντονη δυσφορία των Ανατολικογερμανών έπειτα από χρόνια καταπίεσης και καταστολής είχε φτάσει στο απόγειό της: στις 9 Οκτωβρίου, στη Λειψία, 70.000 άτομα βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Εμείς είμαστε ο λαός» - έναν μήνα μετά έπεσε το Τείχος του Βερολίνου
Protagon Team

Δεν υπήρχαν έξυπνα κινητά το 1989, ούτε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά οι Ανατολικογερμανοί, έχοντας απαυδήσει να ζουν υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, ξεχύθηκαν κατά χιλιάδες στους δρόμους της Λειψίας, παρά τους αυστηρούς περιορισμούς στους οποίους υπόκεινταν.

«Δεν είχαμε τηλέφωνο στο σπίτι. Απαγορευόταν και σε κάθε περίπτωση θα μας άκουγαν», θυμάται σήμερα η Κατρίν Χατενχάουερ, μιλώντας στον Λόρενς Πίτερ του BBC με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων, πριν από λίγες ημέρες, από τη διοργάνωση της πρώτης από τις «διαδηλώσεις της Δευτέρας» στη Λειψία που οδήγησαν τελικά στην πτώση το Τείχους του Βερολίνου τον Νοέμβριο του 1989.

Την 9η Οκτωβρίου του 1989, ημέρα Δευτέρα, 70.000 άνθρωποι κατέλαβαν το κέντρο της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Ανατολικής Γερμανίας και πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας κρατώντας στα χέρια τους αναμμένα κεριά.

Ηταν η πρώτη φορά που οι πολίτες της Λειψίας τόλμησαν να περάσουν μπροστά από το αρχηγείο της διαβόητης Στάζι, βροντοφωνάζοντας «Wir sind das Volk! »«Εμείς είμαστε ο λαός». Περί τους 6.000 αστυνομικούς και ασφαλίτες με πολιτικά παρακολουθούσαν από κοντά την πρωτοφανή σε μέγεθος πορεία, μην αναλαμβάνοντας, ωστόσο, δράση, καθώς ήταν κατά πολλές χιλιάδες λιγότεροι. Το γεγονός προκάλεσε σοκ και δέος σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια αλλά λίγοι πίστευαν πως έναν μήνα μετά το Τείχος θα αποτελούσε παρελθόν.

Πώς όμως έφτασαν στο σημείο να εξεγερθούν ειρηνικά κατά της κυβέρνησης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ/DDR); Το 1989, η έντονη δυσφορία των Ανατολικογερμανών έπειτα από χρόνια καταπίεσης και καταστολής, είχε φτάσει στο απόγειό της. Πλέον εκατομμύρια πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας παρακολουθούσαν την «έγχρωμη και καπιταλιστική τηλεόραση» της Δυτικής Γερμανίας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο βρετανός δημοσιογράφος, παρότι ήταν παράνομο. Γνώριζαν συνεπώς τις ανέσεις που απολάμβαναν οι Δυτικογερμανοί, την ώρα που η δική τους ζωή ήταν γκρίζα και γεμάτη ελλείψεις, ενώ όλοι όσοι τολμούσαν να εκφράσουν τη δυσφορία τους έμπαιναν αυτομάτως στο στόχαστρο της Στάζι, οι αξιωματούχοι της οποίας συχνά περιόριζαν δραστικά τις επιλογές των αντικαθεστωτικών όσον αφορά τη μόρφωσή τους και την επαγγελματική τους αποκατάσταση.

Ο 77χρονος κομμουνιστής ηγέτης Εριχ Χόνεκερ εξακολουθούσε να αρνείται πεισματικά να προβεί σε μεταρρυθμίσεις, ενώ στην Πολωνία και στην Ουγγαρία είχε ήδη ξεκινήσει η σταδιακή μετάβαση προς τη δημοκρατία, αλλά και στη Σοβιετική Ενωση τα ηνία κρατούσε ήδη ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Χάρη στην εφαρμογή της περίφημης «γκλάσνοστ», της πολιτικής της διαφάνειας που εφάρμοσε ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης, με τις ευλογίες της Δύσης, η λογοκρισία στα ΜΜΕ περιορίστηκε σημαντικά και οι δημοσιογράφοι άρχισαν να φέρνουν στο φως της δημοσιότητας όλα όσα δεν μπορούσαν να πουν στον λαό επί επτά σχεδόν δεκαετίες.

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η Ουγγαρία προέβη στην αφαίρεση των συρματοπλεγμάτων από τα σύνορά της με την καπιταλιστική Αυστρία, ανοίγοντας, έτσι, μια δίοδο διαφυγής προς τη Δύση. Μην μπορώντας να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, οι Ανατολικογερμανοί επισκέπτονταν πολύ συχνά την Ουγγαρία. Χιλιάδες μετέβησαν στη χώρα μετά το μερικό άνοιγμα των συνόρων της με την Αυστρία, ενώ πάρα πολλοί ήταν και οι Ανατολικογερμανοί που αποπειράθηκαν να καταφύγουν στην πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας στην Τσεχοσλοβακία.

Οκτώβριος 2009: το ’89 (εκ του 1989) «γραμμένο» με αναμμένα κεριά κρατά άσβεστη και τη μνήμη των πολιτών στη Λειψία | EPA/JAN WOITAS

Μερικές εβδομάδες, αργότερα, την 7η Οκτωβρίου, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ επισκέφθηκε το Ανατολικό Βερολίνο για την 40ή επέτειο της ίδρυσης  της ΛΔΓ και παρότρυνε τον Χόνεκερ να προβεί σε μεταρρυθμίσεις, προειδοποιώντας τον, συγχρόνως, πως «η ζωή τιμωρεί όσους φτάνουν πολύ αργά». Η κομμουνιστική ηγεσία υποστήριξε από την πλευρά της πως γλύτωσε τον λαό της Ανατολικής Γερμανίας από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και ότι ο κομμουνισμός ήταν συνώνυμο της εργασιακής ασφάλειας, της φθηνής στέγασης και της συλλογικής ευημερίας.

Από τις «προσευχές για την ειρήνη» στις «διαδηλώσεις της Δευτέρας»

Μέσα σε αυτό το κλίμα της ολοένα αυξανόμενης αγανάκτησης, οι «προσευχές για την ειρήνη» που διοργάνωνε επί χρόνια, κάθε Δευτέρα, στην προτεσταντική Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο κέντρο της Λειψίας, ο πάστορας Κρίστοφ Βονεμπέργκερ μετεξελίχθηκαν στις ιστορικές «διαδηλώσεις της Δευτέρας» για την ελευθερία.

«Η Νικολάικιρχε ήταν γνωστή στη Λειψία ως ένας τόπος ελευθερίας. Γνωρίζαμε ότι υπήρχαν μέλη της Στάζι στην εκκλησία αλλά δεν μπορούσαν να απαγορεύσουν τις δραστηριότητές μας, γιατί επρόκειτο “προσευχές για την ειρήνη”, όχι για διαμαρτυρία», εξήγησε στο BBC η Κατρίν Χατενχάουερ, η οποία τον Οκτώβριο του 1989 ήταν μόλις είκοσι χρονών. «Η αλληλεγγύη αυξανόταν και το καλοκαίρι της φυγής συνέβαλε σημαντικά καθώς πολλοί άνθρωποι είχαν αποχωριστεί από τις οικογένειές τους. Οι άνθρωποι αναζητούσαν ένα μέρος για να μοιραστούν τις ιστορίες τους, για να αποφασίσουν πως θα πρέπει να να συνεχίσουν να ζουν».

Η διοργάνωση της Διεθνούς Εκθεσης της Λειψίας, τον Σεπτέμβριο του 1989, παρείχε μια σπάνια ευκαιρία στους αντιφρονούντες Ανατολικογερμανούς. Την 4η Σεπτεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην πόλη είχε επιτραπεί και η είσοδος δημοσιογράφων από χώρες της Δύσης, αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να αλλάξουν τη στρατηγική τους.

«Επρεπε να οδηγήσουμε τους ανθρώπους έξω από την εκκλησία, ούτως ώστε να είναι ορατοί και να αποκτήσει ένα πρόσωπο το κίνημα», εξήγησε η γερμανίδα ακτιβίστρια. Αφότου συγκεντρώθηκαν ξετύλιξαν πανό με συνθήματα υπέρ της «ελευθερίας της συνάθροισης» και μιας «χώρας ανοιχτής με ελεύθερους ανθρώπους». Αμέσως, φυσικά, επενέβησαν οι άνθρωποι της Στάζι αλλά οι απεσταλμένοι της τηλεόρασης της Δυτικής Γερμανίας είχαν προλάβει να απαθανατίσουν με τις κάμερές τους τη βιαιότητα της επέμβασής τους. Μέσω αυτών των εικόνων, όλοι οι Ανατολικογερμανοί «μπορούσαν να διαπιστώσουν ότι η κυβέρνηση έλεγε ψέμματα για εμάς, ότι δεν μοιάζαμε με εγκληματίες αντεπαναστάτες» πρόσθεσε.

Εως τον Οκτώβριο του 1989 είχαν σχηματιστεί στη Λειψία πολλές ομάδες αντιφρονούντων, ηγέτης των οποίων αναδείχτηκε ο πάστορας Εριχ Βονεμπέργκερ. «Πολλοί άνθρωποι είχαν αποδεχτεί πως δεν θα μπορούσαν να δρουν ελεύθερα ως δημοσιογράφοι ή δικηγόροι, οπότε σπούδαζαν θεολογία ώστε να μην τους ενοχλεί το κράτος, και ανάμεσά τους υπήρχαν και επικριτές του καθεστώτος», εξήγησε η Κάτριν Μάλερ Βάιλτερ οι οποία συμμετείχε ως πρωτεργάτης, μαζί με τον πάστορα Βονεμπέργκερ, στην ιστορική διαδήλωση της 9ης Οκτωβρίου του 1989. «Ολοι αντιλαμβάνονταν πως κάτι άλλαζε πραγματικά εδώ», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ότι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στην πορεία, παρότι φοβόντουσαν πως η αστυνομία θα έβαλε εναντίον τους με πραγματικά πυρά, όπως είχε συμβεί τέσσερις μήνες νωρίτερα στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου.

Υπέρ της βίαιης καταστολής της μεγάλης πορείας είχαν ταχθεί και υψηλόβαθμα στελέχη του καθεστώτος ενώ οι τοπικές αρχές είχαν ζητήσει από τα νοσοκομεία της Λειψίας να βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού, στρώνοντας περισσότερα κρεβάτια και αυξάνοντας τα αποθέματα αίματος. Οπότε το πλήθος στη Λειψία βροντοφώναζε επίσης «Οχι στη Βία», προτρέποντας τους παρευρισκόμενους να μη δώσουν την παραμικρή αφορμή που θα μπορούσε να προκαλέσει τη βίαιη αντίδραση της αστυνομίας.

Ο Ζίγκμπερτ Σέφκε κινηματογράφησε την πορεία της 9ης Οκτωβρίου 1989

Δύο άλλοι ακτιβιστές, ο Αραμ Ραντόμσκι και ο Ζίγκμπερτ Σέφκε, είχαν μαζί τους μια κάμερα με στόχο να κινηματογραφήσουν την πορεία. Είχαν ανάγκη, ωστόσο, από ένα ασφαλές καταφύγιο ώστε να μπορέσουν να απαθανατίσουν απερίσπαστοι και δίχως τον φόβο των ανδρών της Στάζι όλα όσα επρόκειτο να λάβουν χώρα. Κατέληξαν, οπότε, έπειτα από προτροπή του πάστορα Βονεμπέργκερ, στο καμπαναριό της εκκλησίας. «Δεν τόλμησα να κατέβω στον δρόμο. Αργότερα συναντήθηκα με τον ρεπόρτερ του (δυτικογερμανικού) Spiegel Ούλριχ Σβαρτς σε ένα ξενοδοχείο και του έδωσα τη λήψη μου» είπε στο BBC ο Ζίγκμπερτ Σέφκε.

Την επομένη η ειρηνική εξέγερση 70.000 ανθρώπων προβλήθηκε στην τηλεόραση της Δυτικής Γερμανίας. Το κίνημα διαμαρτυρίας ήταν πλέον πανίσχυρο και μία εβδομάδα μετά, στη δεύτερη κατά σειρά «διαδήλωση της Δευτέρας», συμμετείχαν 100.000 άνθρωποι, δίνοντας, έτσι, το έναυσμα για την οργάνωση ανάλογων διαδηλώσεων διαμαρτυρίας σε ολόκληρη την Ανατολική Γερμανία. Επειτα από τρεις εβδομάδες, την 9η Νοεμβρίου του 1989, οι πύλες του Τείχους του Βερολίνου θα άνοιγαν οριστικά.