Θέματα

Επάγγελμα βαρύ και ανθυγιεινό: ανταποκριτής στη Μόσχα επί ΕΣΣΔ

Επί ρωσικού κομμουνισμού οι Δυτικοί δημοσιογράφοι διέμεναν σε πολυκατοικίες υπό τον έλεγχο της αστυνομίας και συχνά έπεφταν θύματα εκβιασμού από τις μυστικές υπηρεσίες για ευαίσθητα προσωπικά τους θέματα. Ακόμη και επί Γκορμπατσόφ είχε συλληφθεί αμερικανός ρεπόρτερ
Protagon Team

Με αφορμή τη σύλληψη στη Ρωσία του ρεπόρτερ της Wall Street Journal Εβαν Γκέρσκοβιτς, ο Πάολο Γκαριμπέρτι έγραψε στη Repubblica τι περιποιήσεις επεφύλασσε η Σοβιετική Ενωση στους ξένους δημοσιογράφους. Η αναδρομή του παλαίμαχου δημοσιογράφου, ο οποίος διετέλεσε ανταποκριτής στη Μόσχα το διάστημα 1970-1976 (επί Λεονίντ Μπρέζνιεφ), ξεκίνησε από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, για την ακρίβεια μετά τον θάνατο του Στάλιν (1953), δηλαδή επί Νικίτα Χρουστσόφ. «Ζοφερές εποχές» έγραψε, και όχι με νοσταλγία: «Καθημερινή λογοκρισία, εμμονικός έλεγχος της ιδιωτικής ζωής τους. Οι ξένοι δημοσιογράφοι ήταν de facto όμηροι του καθεστώτος».

Η αφήγηση του Γκαριμπέρτι ήταν λεπτομερής: «Ο λογοκριτής δούλευε πίσω από το αδιαφανές τζάμι του Κεντρικού Τηλεγραφείου. Οι πρώτοι ανταποκριτές Δυτικών Μέσων στη Σοβιετική Ενωση, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, έλεγαν ότι σε αυτόν παρέδιδαν τα δακτυλογραφημένα κείμενά τους, στο γκισέ, χωρίς όμως να τον βλέπουν. Περίμεναν ατελείωτες ώρες να κάνει τη δουλειά του. Ξεροστάλιαζαν. Οταν, κάποτε, τους επέστρεφε τα γραπτά, έβλεπαν ότι είχε σβήσει όλες τις υποτιμητικές αναφορές στον ‘‘υπαρκτό σοσιαλισμό’’. Κατόπιν, στον τηλεφωνικό θάλαμο, αν κάποιος τολμηρός απεπειράτο να μεταδώσει κάτι από τα κομμένα, αμέσως έπεφτε η γραμμή».

Κατά τον αρθρογράφο, οι Δυτικοί δημοσιογράφοι διέμεναν σε πανσιόν που ελεγχόταν από θυρωρείο. Οι ώρες εισόδου και εξόδου τους καταγράφονταν συστηματικώς. Και πάνω σε αυτό ακριβώς το σημείο οι πράκτορες της Κα Γκε Μπε επιχειρούσαν εκβιασμούς, ειδικώς αν η εξοδούχος ήταν γυναίκα. Φυσικά, έστηναν και τις σχετικές παγίδες. Στα σχετικά κόλπα, «η Κα Γκε Μπε είχε μόνο έναν ανταγωνιστή αντάξιο, να μπορεί να στέκεται στο επίπεδό της, τη μυστική αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας, τη Στάζι».

Αν και ο Γκαριμπέρτι προσδιόρισε την αφήγησή του στη μετασταλινική περίοδο, έγραψε ότι οι έλεγχοι στην εργασία και στην καθημερινή ζωή ήταν σφιχτοί επί Στάλιν. Την κατάσταση επί Χρουστσόφ τη χαρακτήρισε «πολύ επιτηρούμενη ελευθερία».

Καμαριέρες-κατάσκοποι

Αυτή η επιτήρηση, στην περίπτωση των ξένων δημοσιογράφων αλλά και των διπλωματικών αποστολών ακόμη, ήταν υπόθεση του οικιακού προσωπικού ή και του γραμματειακού προσωπικού, μάλιστα σε τακτά διαστήματα: «Είχαν την υποχρέωση να συντάσσουν και να υποβάλλουν εβδομαδιαίες αναφορές για ό,τι συνέβαινε στα σπίτια και στα γραφεία των εργοδοτών τους».

Οι ξένοι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν να μεταβούν όπου ήθελαν: «Η ελευθερία κινήσεων είχε εμβέλεια 40 χιλιομέτρων από το κέντρο της Μόσχας. Οποιος ξεπερνούσε αυτό το όριο χωρίς να έχει την απαραίτητη άδεια (την οποία σχεδόν πάντα δεν έδιναν οι Σοβιετικοί), υφίστατο ανελέητο κυνηγητό από την αστυνομία, η οποία και τον σταματούσε».

Εκφοβιστικοί τραμπουκισμοί

Υπήρχαν και καψώνια: «Κάποια στιγμή τα ανεπιθύμητα άρθρα δεν λογοκρίνονταν πλέον στην πηγή, αλλά τιμωρούνταν μετά τη δημοσίευσή τους. Στην αρχή έπεφταν οι ‘‘κίτρινες κάρτες’’, λόγου χάρη το σκίσιμο των ελαστικών του αυτοκινήτου του δημοσιογράφου (όπως συνέβη στον ανταποκριτή του Newsweek έπειτα από ένα άρθρο του για τους διαφωνούντες), προτού έρθει η σειρά της ‘‘κόκκινης κάρτας’’, δηλαδή η ανάκληση της διαπίστευσης και η αποβολή από τη Σοβιετική Ενωση (συνέβη στον προκάτοχό μου στη La Stampa, Ενιο Καρέτο)».

«Κοριοί» και ταχυδρόμοι του σεξ

Παντού και πάντα το σεξ, αφού είναι το «υλικό» με το οποίο δουλεύουν καλύτερα οι πράκτορες: «Το κλασικό όπλο του εκβιασμού ήταν συχνό φαινόμενο, μάλιστα μερικές φορές λειτουργούσε, ιδίως αν βασιζόταν στο σεξ. Τα υπνοδωμάτιά μας είχαν ‘‘κοριούς’’ και κάμερες παρακολούθησης, και περιστασιακά κυκλοφορούσαν πακέτα με ενοχοποιητικές φωτογραφίες τα οποία παρέδιδαν μυστηριώδεις ‘‘ταχυδρόμοι’’ σε δημοσιογράφους και διπλωμάτες. Μόνο μια φορά, όμως, έγινε σύλληψη. Το 1986, ο Νίκολας Ντανίλοφ, αμερικανός ανταποκριτής, συνελήφθη με την κατηγορία της κατοχής εμπιστευτικού υλικού. Μεταφέρθηκε στη φυλακή Λεφέρτοβο της Κα Γκε Μπε, όπου ανακρίθηκε. Υστερα δικάστηκε και καταδικάστηκε χωρίς να έχει καμια νομική βοήθεια».

Η σύλληψη του αμερικανού ρεπόρτερ

Ο Γκαριμπέρτι έγραψε για το συγκεκριμένο αυτό περιστατικό ότι συνέβη επί των πρώτων ημερών του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. «Ετσι, ο Ντανίλοφ απελευθερώθηκε έπειτα από 21 ημέρες κράτησης και αντηλλάγη με έναν αξιωματούχο της σοβιετικής αποστολής στον ΟΗΕ, τον Γκενάντι Ζαχάροφ, ο οποίος είχε συλληφθεί για κατασκοπεία. Η τωρινή ιστορία του Γκέρσκοβιτς έχει κάποιες ομοιότητες με εκείνη την παλιά, του Ντανίλοφ. Και οι δύο κλείστηκαν στο Λεφέρτοβο… Η μεγάλη διαφορά είναι ότι σήμερα στο Κρεμλίνο βρίσκεται ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο εισβολέας στην Ουκρανία, ο οποίος έχει επιβάλει έναν πολύ σκληρό νόμο κατά της ελευθερίας του Τύπου, κλείνοντας πολλά μέσα ενημέρωσης. Συγκριτικά, ο λογοκριτής πίσω από το αδιαφανές γυαλί του Τηλεγραφείου μάς φαίνεται σαν ακίνδυνος διορθωτής» κατέληξε ο βετεράνος ιταλός δημοσιογράφος.