Μεταξύ των ηθοποιών που έχουν καθιερωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, ο Εντουαρντ Νόρτον ξεχώρισε περισσότερο λόγω της εκλεκτικότητάς του όσον αφορά τους ρόλους του, επιδεικνύοντας το εκπληκτικό ταλέντο του σε ταινίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους και υποδυόμενος χαρακτήρες εξίσου διαφορετικούς, άλλοτε αγνούς στα όρια της αφέλειας, όπως ο «Χόλντεν» στο «Everyone Says I Love You» του Γούντι Αλεν, και άλλοτε ανείπωτα μοχθηρούς, όπως ο νεοναζί Ντέρεκ στο «American History X» του Τόνι Κέι.
Πέρα από ταλαντούχος και απαιτητικός, ο Εντουαρντ Νόρτον είναι επίσης μεθοδικός και σχολαστικός, συζητάει εκτενώς με τους σκηνοθέτες για την ψυχολογία των χαρακτήρων και το αφηγηματικό τόξο της ιστορίας, ενίοτε προβαίνοντας και σε σημαντικές αλλαγές. Ο Μπρετ Ράτνερ, που τον σκηνοθέτησε στο «Red Dragon», έχει αναφέρει πως «είναι πάντα σε θέση να σώσει την ταινία, κάτι που είναι και ευλογία και κατάρα».
Εχει ήδη λάβει τρεις υποψηφιότητες για Oσκαρ, ενώ η επιθυμία του να καταπιάνεται με καινούργια πράγματα και να δοκιμάζει διαρκώς τον εαυτό του τον ώθησε να ασχοληθεί και με τη σκηνοθεσία, επιδεικνύοντας τον ίδιο επαγγελματισμό. Εξαιρετικά διακριτικός στην ιδιωτική του ζωή, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ η φωνή του ακούγεται και στην πολιτική αρένα, όπου εκφράζει τη γνώμη του ως δεδηλωμένος υποστηρικτής της παράταξης των Δημοκρατικών.
«Ετσι είναι, αλλά επειδή είμαι ηθοποιός νομίζω ότι είναι πιο σωστό να μιλάω για το επάγγελμά μου» ανέφερε σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιταλική Repubblica. «Νομίζω ότι θα ήταν ωραίο να απέφευγε ο καθένας να παριστάνει τον ειδήμονα σε τομείς που δεν είναι δικοί του» πρόσθεσε.
Μιλώντας, λοιπόν, για το επάγγελμά του, ο 54χρονος διάσημος αμερικανός ηθοποιός μίλησε καταρχάς για την εμπειρία του στο σανίδι, όπου άρχισε να ξετυλίγει το ταλέντο του πριν στραφεί στον κινηματογράφο.
«Υπήρξε μια θεμελιώδης εμπειρία, κυρίως στο πλάσιμο χαρακτήρων. Οταν άρχισα να παίζω σε ταινίες έπρεπε να… ξεμάθω πολλά πράγματα» είπε. «Στη σκηνή ο ηθοποιός πρέπει κάθε στιγμή να έχει μια συνολική εικόνα του χαρακτήρα. Στον κινηματογράφο, όμως, είναι πρωτίστως ο σκηνοθέτης που έχει την ευθύνη, ενώ ο ηθοποιός υποδύεται μέσω θραυσμάτων. Για τον ηθοποιό αυτό αποτελεί μια ψυχολογική πρόκληση: ο Μίλος Φόρμαν γύριζε πολύ μεγάλες σκηνές, και εγώ ήμουν πανικόβλητος γιατί δεν μου φαίνονταν επιτυχημένες. Αλλά εκείνος ήταν ικανός να χρησιμοποιεί πάντα τις καλύτερες στιγμές, ακριβώς επειδή είχε μια συνολική εικόνα, εκτελώντας πρακτικώς και χρέη μοντέρ» εξήγησε.
Ερωτηθείς για τις αλλαγές που επέφερε στο Χόλιγουντ και γενικότερα στη βιομηχανία του κινηματογράφου το streaming, σημείωσε: «Κατά τη γνώμη μου δίνεται μεγάλη σημασία στο τελικό στάδιο απόλαυσης του όλου προϊόντος. Το τέλος της κινηματογραφικής εμπειρίας θα ήταν δραματικό, ωστόσο τα νέα κανάλια έχουν πολλαπλασιάσει τις δυνατότητες έκφρασης, ανοίγοντας νέους δρόμους, όπως οι σειρές. Από άποψη δημιουργικότητας διανύουμε μια χρυσή εποχή».
Σχετικά με την ενασχόλησή του και με την παραγωγή, εξήγησε πως «είναι κάτι που δεν το κάνω από πάθος, αλλά επειδή ενίοτε είναι ο μοναδικός τρόπος για να γυρίσω ταινίες που με ενδιαφέρουν. Η σκηνοθεσία είναι άλλο πράγμα, για μένα είναι μια εμπειρία που συμπληρώνει τη δουλειά μου ως ηθοποιός».
Αντιθέτως, ο Εντουαρντ Νόρτον είναι απόλυτα παθιασμένος με την προστασία του περιβάλλοντος: «Πρόκειται για μια κρίσιμη πολιτισμική μάχη, η οποία για τη δική μας γενιά έχει την ίδια σημασία που είχε για τους παππούδες μας ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος».
Ο ιταλός συνομιλητής του ανέφερε ότι δέχτηκε να παίξει στο «Fight Club», κυρίως λόγω της ηθικής διάστασης της ταινίας. Τότε ο αμερικανός ηθοποιός σημείωσε: «Με συνεπήρε αυτή η ιστορία, που μιλούσε για ανθρώπους που μεγάλωσαν μέσα από την τηλεόραση, ανακαλύπτοντας στη συνέχεια μια αίσθηση κενού και απελπισίας επειδή κληρονόμησαν αξίες που χτίζονται από τη διαφήμιση. Ο Τσακ Πόλανικ συνέθεσε μια δραματικά και ηθικά επίκαιρη ιστορία».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξή του, ο Εντουαρντ Νόρτον αναφέρθηκε σε δύο θρύλους του σινεμά, τον Μάρλον Μπράντο και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο: «Θαύμαζα την επιθυμία του Μάρλον να πειραματίζεται, την αίσθηση του χιούμορ που είχε και την ελαφρότητα με την οποία αποκαλυπτόταν εντελώς. Στον Μπομπ θαυμάζω την αυτοκυριαρχία του, χάρη στην οποία καταφέρνει να αποφεύγει κάθε μελοδραματισμό».
Οσον αφορά τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχει συνεργαστεί, ο Μίλος Φόρμαν «ήταν ένας σπουδαίος σκηνοθέτης που ανέκαθεν επεξεργαζόταν το θέμα της εξέγερσης ενάντια στους καταπιεστικούς θεσμούς. Από πολλές απόψεις υπήρξε και ανθρωπολόγος».
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ είναι «πιθανώς ο πιο προικισμένος τεχνικά σκηνοθέτης με τον οποίο έχω δουλέψει ποτέ», ενώ ο Γούντι Αλεν «ένας αυθεντικός δημιουργός που, ειδικά τη δεκαετία του 1980, δημιούργησε ένα μοναδικό στυλ και μια μοναδική γλώσσα». Ο Γουές Αντερσον είναι «άλλος ένας δημιουργός με απαράμιλλο ύφος, ο οποίος πίσω από μια άψογη αισθητική ακρίβεια κρύβει συναισθήματα και μια συγκινητική ευαλωτότητα».
Τον Εντουαρντ Νόρτον έχει σκηνοθετήσει και ο Αλεχάντρο Ινιαρίτου, «ένας σπουδαίος σκηνοθέτης που κατέχει τέλεια την κινηματογραφική τεχνική. Είναι επίσης ένας πειραματιστής που χρησιμοποιεί τη γλώσσα του για φιλοσοφικούς διαλογισμούς: μου θυμίζει τον Φιλίπ Πετίτ, τον άνθρωπο που περπάτησε πάνω σε τεντωμένο σκοινί μεταξύ των Δίδυμων Πύργων του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου ανάμεσα στους δύο Πύργους» ανέφερε ο Νόρτον για τον βραβευμένο τετράκις με Οσκαρ μεξικανό κινηματογραφιστή.