Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο ιστορικός ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας (PCI) και πρωτεργάτης ευρωκομμουνισμού που δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τη Μόσχα, ο άνθρωπος που πριν από τις γενικές εκλογές του 1976 έπεισε έναν στους τρεις Ιταλούς (34,3%) να στηρίξει το κόμμα του με την ψήφο του και στη συνέχεια διαπραγματεύτηκε τον περίφημο «ιστορικό συμβιβασμό» (compromesso storico) με τους Χριστιανοδημοκράτες, γεννήθηκε σαν χθες πριν από έναν αιώνα, την 25η Μαΐου του 1922, στο Σάσαρι της Σαρδηνίας, μόλις πέντε μήνες πριν από την Πορεία προς τη Ρώμη (Marcia su Roma) του Μπενίτο Μουσολίνι.
Υπήρξε μία από τις πλέον χαρισματικές προσωπικότητες της ιταλικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής και πρωταγωνιστής σημαντικών εξελίξεων, κυρίως στη δεκαετία του 1970 και κατά τα πρώτα χρόνια της επόμενης, έως τον αδόκητο θάνατό του την 11η Ιουνίου του 1984 στην Πάντοβα.
Yπήρξε επίσης ο μοναδικός ευρωπαίος πολιτικός ηγέτης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα που έθεσε με συγκεκριμένους όρους το ζήτημα της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας, σοσιαλιστικού τύπου, μέσα στην καρδιά της καπιταλιστικής Δύσης, στην οποία τον πρώτο λόγο θα είχαν καταρχήν η ελευθερία και η δημοκρατία, χαράσσοντας, έτσι, έναν «τρίτο δρόμο» (διαφορετικό και από τη δυτική σοσιαλδημοκρατία και από τον σοβιετικό κομμουνισμό) με προορισμό τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο».
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ ανήκε σε αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια με ρίζες στην Καταλονία, που ήταν επίσης καλλιεργημένη και πολιτικοποιημένη, με προοδευτικές και αντιφασιστικές απόψεις και δράση. Ο πατέρας του Μάριο Μπερλινγκουέρ ήταν δικηγόρος, υψηλόβαθμος μασόνος, αντιφασίστας, αντιμοναρχικός και φιλελεύθερος σοσιαλιστής που διετέλεσε βουλευτής και στη συνέχεια γερουσιαστής.
Με το που τελείωσε το σχολείο, ο Ενρίκο γράφτηκε στη Νομική του Πανεπιστημίου του Σάσαρι, θέλοντας να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, ωστόσο πολύ σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην πολιτική. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας έγινε το 1943, στην τοπική οργάνωση του Σάσαρι, όπου και δημιούργησε το τμήμα Νεολαίας, αναλαμβάνοντας χρέη γραμματέα.
Την επόμενη χρονιά, ενώ συμμετείχε σε αντιφαστιστική συγκέντρωση, συνελήφθη και φυλακίστηκε για διάστημα τριών μηνών. Ομως, λίγους μήνες αργότερα ο Παλμίρο Τολιάτι, ιδρυτικό μέλος και γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον διόρισε υπεύθυνο για θέματα εργασίας στα γραφεία της Νεολαίας του κόμματος στη Ρώμη.
Τον Ιανουάριο του 1946, στη διάρκεια του 5ου συνεδρίου του PCI, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του, πριν καν συμπληρώσει τα 24 χρόνια του. Τότε του ανατέθηκε η οργάνωση του πρώτου εθνικού συνεδρίου της κομμουνιστικής νεολαίας της Ιταλίας, της οποίας έγινε τελικά γενικός γραμματέας το 1949, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956, χρονιά κατά την οποία επέλεξε να παραιτηθεί και από την Κεντρική Επιτροπή.
Επανήλθε, ωστόσο, το 1960, ενώ τον Δεκέμβριο του 1961, σε μια συνεδρίαση της ΚΕ, ήρθε για πρώτη φορά σε αντιπαράθεση με τη Μόσχα, ζητώντας την αυτονόμηση του PCI από το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενωσης.
Το 1968 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής (λαμβάνοντας 150.000 ψήφους στην περιφέρεια του Λάτσιο) και τον επόμενο χρόνο, κατά το 12ο Συνέδριο του κόμματος, εξελέγη (με αντίπαλο τον μετέπειτα πρόεδρο της Ιταλίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο) αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής.
Τον Ιούνιο του 1969 ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ εκπροσώπησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας στη διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων στη Μόσχα. Πρώτος στο βήμα ανήλθε, φυσικά, ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ και στη συνέχεια οι εκπρόσωποι 35 κομμουνιστικών κομμάτων, που όλοι ανεξαιρέτως υποστήριξαν τις σοβιετικές θέσεις.
Οταν ήρθε η σειρά του Μπερλινγκουέρ, ο ιταλός πολιτικός εκφώνησε μια ομιλία που έμεινε στην Ιστορία ως η πιο σκληρή που εκφωνήθηκε ποτέ στη Μόσχα από ξένο κομμουνιστή ηγέτη. «Εμείς απορρίπτουμε την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει ένα ενιαίο μοντέλο σοσιαλιστικής κοινωνίας που να ισχύει για όλες τις καταστάσεις», είχε επισημάνει μεταξύ άλλων το Νο 2 του PCI, παίρνοντας αποστάσεις από τη Μόσχα και αφήνοντας σύξυλο τον Μπρέζνιεφ και τους υπόλοιπους κομμουνιστές ηγέτες.
Επειτα από λιγότερο από μία τριετία, τον Μάρτιο το 1972, την τελευταία ημέρα των εργασιών του 13ου συνεδρίου του PCI στο Μιλάνο, ο Μπερλινγκουέρ εξελέγη γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, διαδεχόμενος τον Λουίτζι Λόνγκο (που είχε παραιτηθεί για λόγους υγείας).
Τα επόμενα δώδεκα χρόνια, όσο έζησε ο Μπερλινγκουέρ, το PCI μεταμορφώθηκε ριζικά και κατάφερε να καταστεί το πιο ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης, κερδίζοντας στις εκλογές του 1972 το 27,2% των ψήφων και σε εκείνες του 1976 το 34,4%, ενώ ήλεγχε και πολλούς δήμους και συνδικάτα σε ολόκληρη την Ιταλία.
Σε αυτό το πλαίσιο (και έχοντας θορυβηθεί ιδιαίτερα από το πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή και την ανατροπή και δολοφονία του Σαλβαδόρ Αλιέντε) πρότεινε τον «ιστορικό συμβιβασμό», την πολιτική που τον κατέστησε έναν από τους πιο επιδραστικούς πολιτικούς του 20ού αιώνα.
Πηγαίνοντας με πρωτοφανή τρόπο ενάντια στην κομμουνιστική θεωρία και πρακτική, τασσόταν υπέρ της διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης με δημοκρατικές και συναινετικές διαδικασίες στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού, με το κομμουνιστικό κόμμα όχι μόνο να σέβεται απόλυτα τους θεσμούς, αλλά και να μην απορρίπτει το ενδεχόμενο συνεργασίας του με τα αστικά κόμματα, ούτως ώστε να υπάρχει περίπτωση είτε να κερδίσει την εξουσία είτε να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν.
Εννοείται ότι ο «ιστορικός συμβιβασμός» προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στις τάξεις του κομμουνιστικού κινήματος, στην Ιταλία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, με τους επικριτές του ιταλού δημοκράτη κομμουνιστή να τον κατηγορούν ότι προδίδει την επαναστατική ιδεολογία. Ο Μπερλινγκουέρ, όμως, ήταν αποφασισμένος να χαράξει έναν «ιταλικό» δρόμο προς τον σοσιαλισμό, επιτυγχάνοντας την αυτονόμηση του PCI από τους Σοβιετικούς.
Το 1976, ενώπιον 5.000 αντιπροσώπων κομμουνιστικών κομμάτων στη Μόσχα, μίλησε για ένα «πλουραλιστικό σύστημα» και αναφέρθηκε στην πρόθεση του κόμματός του να εργαστεί για την πραγμάτωση ενός σοσιαλισμού που είναι «απαραίτητος και κατορθωτός μόνο στην Ιταλία».
Παρά τις αντιδράσεις του σοβιετικού KK και των προσκείμενων σε αυτό κομμάτων, οι απόψεις του βρήκαν απήχηση σε άλλα κομμουνιστικά κόμματα (της Ισπανίας και της Γαλλίας κυρίως) και κάπως έτσι προέκυψε ο αποκαλούμενος ευρωκομμουνισμός, ο οποίος τασσόταν υπέρ της πιο ελεύθερης εσωτερικής λειτουργίας των κομμάτων, της απαλλαγής τους από εξωτερικές επεμβάσεις και της προσαρμογής της πολιτικής του κάθε κόμματος στις συνθήκες της κοινωνίας όπου αυτό δρούσε (υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα κύριος πρεσβευτής αρχικά του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» και του ευρωκομμουνισμού στη συνέχεια, υπήρξε το ΚΚΕ Εσωτερικού του Λεωνίδα Κύρκου, του Μπάμπη Δρακόπουλου).
Ομως, ο κύριος στόχος του «ιστορικού συμβιβασμού» (η συμμετοχή του PCI σε κυβέρνηση συνασπισμού) δεν επετεύχθη τελικά. Μετά τις εκλογές του 1976, οι Χριστιανοδημοκράτες, στους οποίους απευθυνόταν κυρίως ο Μπερλινγκουέρ, ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν την πρότασή του, αλλά η προσέγγιση μεταξύ των δύο πλευρών ματαιώθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο: την απαγωγή και η δολοφονία του προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών Αλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978. Τον Ιούνιο του 1979 διεξήχθησαν εκλογές και το PCI έπεσε στο 30,4% από το 34,4% του 1976, ενώ επικράτησαν οι Χριστιανοδημοκράτες με 38,3%.
Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ εκλέχτηκε ευρωβουλευτής. Κατά την επόμενη πενταετία, έως τον θάνατό του, το 1984, συνέχισε να έρχεται σε ρήξη με τη Μόσχα και να αψηφά τη σοβιετική γραμμή, καταδικάζοντας, για παράδειγμα, το 1980 τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν και δηλώνοντας το 1981 ότι «η προοδευτική δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης έχει εξαντληθεί».
Οσον αφορά την κατάσταση στο εσωτερικό της Ιταλίας μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του «ιστορικού συμβιβασμού», ο Μπερλινγκουέρ έθεσε το περίφημο «ηθικό ζήτημα» (questione morale) σχετικά με τους ανήθικους τρόπους διαχείρισης της εξουσίας από τα κόμματα.
Την 7η Ιουνίου του 1984 ο Μπερλινγκουέρ βρισκόταν στην Πάντοβα για να εκφωνήσει έναν προεκλογικό λόγο ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών. Στη διάρκεια της ομιλίας του, όμως, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Τέσσερις ημέρες αργότερα, την 11η Ιουνίου, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 62 ετών. Κηδεύτηκε στη Ρώμη, δύο ημέρες αργότερα, και η νεκρώσιμη ακολουθία έλαβε χώρα στην πλατεία Σαν Τζοβάνι με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ανθρώπους να δίνουν το «παρών», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο Ζάο Ζιγιάνγκ και ο Γιάσερ Αραφάτ. Στις ευρωεκλογές της 17ης Ιουνίου το PCI αναδείχθηκε πρώτο κόμμα στην Ιταλία με 33,3%, κερδίζοντας για πρώτη και μοναδική φορά περισσότερες ψήφους και έδρες από τους Χριστιανοδημοκράτες.