Κατά πόσο είναι δυνατή η διέγερση ή και η ενίσχυση της ανθρώπινης μνήμης; Θα μπορούσαμε ποτέ όλοι οι κοινοί θνητοί να αποκτήσουμε τις εξαιρετικές μνημονικές ικανότητες που φέρεται πως είχαν ο Δάντης, ο Μότσαρτ ή ο Αϊνστάιν; Πάντως σίγουρα θα το θέλαμε. Τουλάχιστον οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένων, μάλιστα, και των ειδικών.
Παρότι ακόμα δεν υπάρχει ακόμα χάπι που να μας καθιστά τέρατα μνήμης, υπάρχουν κάποιοι που ακολουθούν πολλά υποσχόμενες ερευνητικές οδούς, αξιοποιώντας, για παράδειγμα, τον ηλεκτρισμό. Ορίζοντας ως βάση της μελέτης τους το γεγονός ότι τα νευρικά κύτταρα του ανθρώπινου εγκεφάλου ανταλλάσσουν ηλεκτρικά σήματα, μια ομάδα νευρολόγων από το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και το πανεπιστήμιο Τόμας Τζέφερσον πραγματοποίησαν πρόσφατα ακόμα ένα σημαντικό βήμα.
Οι αμερικανοί ερευνητές υπέβαλαν στη διαδικασία της «εν τω βάθει εγκεφαλικής διέγερσης» (DBS – Deep Brain Stimulation) 25 ανθρώπους που πάσχουν από επιληψία. Το πείραμα πραγματοποιήθηκε σε επιληπτικούς όχι γιατί αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα μνήμης αλλά διότι επρόκειτο να υποβληθούν ούτως ή άλλως στη διαδικασία της εγκεφαλικής διέγερσης.
Μετά την εμφύτευση μίας συσκευής παρόμοιας με βηματοδότη στον εγκέφαλο των ασθενών, οι γιατροί απέστειλαν ηλεκτρικές διεγέρσεις την ώρα που ο εγκέφαλός τους είτε εργαζόταν για την απομνημόνευση πληροφοριών είτε ήταν αδρανής. Και μέσω μίας ειδικής εξέτασης παρατήρησαν στη συνέχεια πως οι μνημονικές τους ικανότητες παρουσίασαν βελτίωση της τάξης του 15%.
Ο ενθουσιασμός υπήρξε μεγάλος. Η θεωρητική αξία των ευρημάτων είναι αδιαμφισβήτητη καθώς ανοίγει νέες και ενδιαφέρουσες προοπτικές από τη σκοπιά της μεθοδολογίας. Αλλά οι ειδικοί παραμένουν επιφυλακτικοί.
Πρώτον γιατί η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε προϋποθέτει την εμφύτευση αρκετών ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο, πρόκειται, οπότε για μια δύσκολη και επίπονη διαδικασία.
Δεύτερον διότι το δείγμα της κλινικής μελέτης ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. Παρά τη σημαντική, αναντίρρητα, βελτίωση της μνήμης των 25 ασθενών, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτικό για το σύνολο του πληθυσμού, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο πρακτικής εφαρμογής της τεχνικής σε γενικευμένη κλίμακα. «Η πιθανότητα μιας τόσο τραυματικής προσέγγισης, ακόμα και σε πειραματικό στάδιο, κατά τη θεραπεία της άνοιας, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται καν υπόψη, τουλάχιστον έως την επιβεβαίωση των ευρημάτων. Από αυτήν την άποψη η υπερβολική και επιφανειακή αισιοδοξία με ανησυχεί ιδιαίτερα», υποστήριξε μιλώντας στην Corriere della Sera ο Μάριο Τραμπούκι, πρόεδρος της Ιταλικής Εταιρείας Ψυχογηριατρικής.
Λιγότερο απαισιόδοξος αλλά εξίσου συγκρατημένος εμφανίζεται ένας άλλος ιταλός ειδικός, ο Αλμπέρτο Πριόρι, διευθυντής του Κέντρου Νευροτεχνολογιών και Πειραματικών Θεραπειών του πανεπιστημίου του Μιλάνου. «Η έρευνα είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα, παρότι η μέθοδος δεν είναι καινούργια», εξήγησε. «Η εγκεφαλική διέγερση χρησιμοποιείται εδώ και καιρό για την αντιμετώπιση της επιληψίας όταν δεν έχει αποτέλεσμα η φαρμακευτική αγωγή. Η επίδραση στη μνήμη που κατέγραψαν οι αμερικανοί γιατροί αποτελεί τρόπον τινά μια ‘παρενέργεια’ αυτής της τεχνικής. Έχει δοκιμαστεί επίσης σε ασθενείς με νόσο Πάρκινσον και παρατηρήθηκε μια παροδική βελτίωση της μνήμης τους κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Το αποτέλεσμα παραμένει, ωστόσο, ενθαρρυντικό», πρόσθεσε.