«Είναι η πρώτη μου φορά στα Οσκαρ και είναι συναρπαστικό. Οχι τόσο για το βραβείο αυτό καθαυτό αλλά για τη σημασία του. Δουλεύω εδώ και πολύ καιρό και εάν αυτή η προσοχή σημαίνει ότι περισσότεροι σκηνοθέτες θα σκέφτονται να μου δώσουν έναν ρόλο, δεν ζητάω τίποτα καλύτερο».
H Αμάντα Σέιφριντ άρχισε την καριέρα της στην υποκριτική τέχνη πριν από μία εικοσαετία ενώ σήμερα είναι μόλις 35 ετών και συγκαταλέγεται μεταξύ των ηθοποιών που διεκδικούν φέτος το Οσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της ως Μάριον Ντέιβις.
Η αμερικανίδα ηθοποιός υποδύθηκε μία από τις πρώτες πραγματικές ντίβες του Χόλιγουντ στο ασπρόμαυρο «Mank» που σκηνοθέτησε ο Ντέιβιντ Φίντσερ, εστιάζοντας την προσοχή του στον εκκεντρικό και ιδιοφυή Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς, τον άνθρωπο που έγραψε το σενάριο (μαζί με τον Ορσον Γουέλς) ενός εκ των αριστουργημάτων τη 7ης τέχνης, του «Πολίτη Κέιν». Και το έργο και ο σκηνοθέτης της αλλά και ο πρωταγωνιστής της, ο εξαιρετικός Γκάρι Ολντμαν, διεκδικούν επίσης το χρυσό αγαλματίδιο Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Α΄ Ανδρικού Ρόλου αντίστοιχα.
Η Μάριον Ντέιβις, πανέμορφη και κατάξανθη, υπήρξε μία από τις πιο περίφημες και λαμπρές ηθοποιούς εκείνης της ηρωικής εποχής του Χόλιγουντ. Γνώρισε μεγάλες δόξες και έζησε μία ζωή μέσα στα πλούτη και την πολυτέλεια και κάτω από τους προβολείς της δημοσιότητας. «Η επιτυχία μου; Πέντε τοις εκατό ταλέντο, 95% προβολή», δήλωνε η δια βίου ερωμένη του βαρόνου του Τύπου Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, υποτιμώντας, κατά γενική ομολογία, το ταλέντο της.
Η Αμάντα Σέιφριντ που την υποδύεται στο «Mank», είναι επίσης πανέμορφη και κατάξανθη αλλά, σε αντίθεση με την Μάριον Ντέιβις, τους προβολείς της δημοσιότητας κατά κανόνα τους αποφεύγει. Οταν δεν βρίσκεται στα πλατό, αποσύρεται στο αγρόκτημά της, βορείως της Νέας Υόρκης, όπου ζει μαζί με τον σύζυγό της, τον ηθοποιό Τόμας Σαντόσκι, και τα δύο παιδιά τους.
«Ημουν έγκυος στο δεύτερο όταν γυρίζαμε τις τελευταίες σκηνές του “Mank”. Στην πραγματικότητα η ταινία είχε ήδη ολοκληρωθεί αλλά ο Φίντσερ μας κάλεσε πίσω στο πλατό. Τον μίσησα για αυτό αλλά έκανα λάθος. Η ατμόσφαιρα εκείνην την δεύτερη φορά ήταν μαγική, επρόκειτο για μία από εκείνες τις στιγμές που θυμάσαι γιατί λατρεύεις την τρέλα της δουλειάς σου», σημείωσε η αμερικανίδα ηθοποιός, μιλώντας στην Corriere della Sera.
Εκείνον τον ασπρόμαυρο κόσμο των απαρχών του Χόλιγουντ η Αμάντα Σέιφριντ τον γνωρίζει πολύ καλά. «Η κινηματογραφική μου παιδεία είναι μεγάλη, ειδικά σχετικά με τον βωβό κινηματογράφο. Το οφείλω στον πατέρα μου ο οποίος διαθέτει μια τεράστια συλλογή με ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν, του Μπάστερ Κίτον, του Σταν Λόρεν και του Ολιβερ Χάρντι. Αλλά την Μάριον Ντέιβις όχι, αυτήν έμαθα να την γνωρίζω στα γυρίσματα του “Mank” και κατάλαβα πως ήταν μία γυναίκα δυναμική, ανεξάρτητη, μπροστά από την εποχή της, έξυπνη και ταλαντούχα. Αποτελεί γεγονός πως είναι λίγα τα ονόματα των γυναικών ηθοποιών που θυμόμαστε από εκείνην την εποχή. Η ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων ήταν τεράστια εκείνην την περίοδο. Δεν ξέρω εάν θα κατάφερνα να αντέξω σε ένα τέτοιο περιβάλλον», παραδέχτηκε.
Από τότε, ωστόσο, έχουν περάσει πολλές δεκαετίες και πάρα πολλά έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. «Ευτυχώς. Αλλαξαν επίσης πολλά πράγματα, λαμβάνοντας υπόψη μία πρόσφατη περίοδο, από τότε που ξεκίνησα εγώ, με τα “Mean Girls” έως σήμερα, για παράδειγμα».
Το «Mean Girls», ταινία – σταθμός μεταξύ των αμερικανικών κωμωδιών για εφήβους, έκανε πρεμιέρα την άνοιξη του 2004 και αποτέλεσε την αφορμή για να αφοσιωθεί η Αμάντα Σέιφριντ οριστικά στην υποκριτική, έχοντας ήδη ξεκινήσει να εργάζεται ως μοντέλο. «Ξεκίνησα όταν ήμουν έντεκα χρονών, δεν ήμουν σίγουρα όμορφη και φορούσα σιδεράκια αλλά ήμουν ψηλή και αυτό ήταν αρκετό για την πασαρέλα. Κέρδιζα πολλά, είχε και πλάκα αλλά ο κινηματογράφος ήταν το πάθος μου».
Από τότε έως σήμερα έχει εμφανιστεί σε ανεξάρτητες παραγωγές, όπως το «Alpha Dog» του Νικ Κασσαβέτης, σε μιούζικαλ όπως το «Mamma Mia!» και το «Les Misérables», σε κινηματογραφικές βιογραφίες όπως το «Lovelace», ταινία του 2013 για την Λίντα Λάβλεϊς, την πρωταγωνίστρια της θρυλικής πορνογραφικής ταινίας «Το βαθύ λαρύγγι». «Δεν ήταν οι γυμνές σκηνές το πρόβλημα, ήξερα ότι θα υποδυόμουν μία πορνοστάρ και δεν ανησυχούσα. Αντιθέτως με τρομοκρατούσε η ψυχολογική βία. Ηταν μία δύσκολη ταινία». Ο άνθρωπος που την έπεισε, τελικά, να αποδεχτεί τον ρόλο, ήταν ο πατέρας της. «Διάβασε τη βιογραφία της, συγκινήθηκε και σχεδόν κλαίγοντας μου είπε “πρέπει να γίνεις εσύ η φωνή της”». Στο πλατό η Σέιφριντ γνωρίστηκε με τον Σάρον Στόουν, η οποία υποδυόταν την μητέρα της Λάβλεϊς. «Γίναμε φίλες. Πολύ φίλη είμαι και με την Μέριλ Στριπ. Την λατρεύω, μοιάζουμε πάρα πολύ που είμαστε ουσιαστικά το ίδιο πρόσωπο», ανέφερε η ηθοποιός για την μεγάλη κυρία του Χόλιγουντ με την οποία συμπρωταγωνίστησε στο «Mamma Mia!».
Πριν από το «Mank», με τον Γκάρι Ολντμαν η Σέιφριντ είχε συνεργαστεί στο θρίλερ του 2011 «Red Riding Hood». «Δεν μου το αποκάλυψε αλλά γνωρίζω πως αυτός ζήτησε να μου δώσουν έναν ρόλο. Είναι πιο εύκολο όταν γνωρίζεις κάποιον, είναι σαν κόβεις δρόμο» , σημείωσε η υποψήφια για το Οσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου ηθοποιός.