Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και ο ομόλογος της Μπουράκ Ακτσαπάρ συναντώνται τη Δευτέρα στην Αγκυρα | InTime NEWS / Reuters / Creative Protagon
Θέματα

Ελληνοτουρκικός διάλογος: Ξανά σε αναζήτηση πυξίδας

Αν συνεχίσει να εκλείπει ουσιαστικό αντικείμενο συζήτησης, τότε η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν θα μοιάζει περισσότερο εθιμοτυπική, με στόχο την περαιτέρω παράταση του ήπιου κλίματος στις διμερείς σχέσεις και κυρίως τη διατήρηση της νηνεμίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το τελευταίο, μάλιστα, αποτελεί και την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα για την Αθήνα
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Χωρίς χειροπιαστά αποτελέσματα, ή τουλάχιστον ενδείξεις που να συνηγορούν ότι Αθήνα και Αγκυρα είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν στο εγγύς μέλλον σε ουσιαστικό διάλογο, αναμένεται να ολοκληρωθεί ο δεύτερος κύκλος των πολιτικών διαβουλεύσεων μεταξύ της υφυπουργού Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και του τούρκου ομολόγου της Μπουράκ Ακτσαπάρ τη Δευτέρα στην τουρκική πρωτεύουσα.

Πάντως, παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες η ελληνική πλευρά επισημαίνει συστηματικά ότι η ατζέντα των δυο αξιωματούχων θα περιοριστεί στα θέματα μετανάστευσης και πολιτικής προστασίας, η πραγματικότητα είναι ότι στο τραπέζι θα δεσπόζουν τα διμερή –πολιτικά– διπλωματικά ζητήματα, καθώς και οι περιφερειακές εξελίξεις, ως είθισται άλλωστε σε τέτοιου επιπέδου επαφές. Πολλώ δε μάλλον όταν η ευρύτερη περιοχή κλονίζεται ακατάπαυστα από τους δύο συνεχιζόμενους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.

Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η εν λόγω συνάντηση θα αποδώσει καρπούς, καθώς η όποια πρόοδος καταγραφεί, θα περιοριστεί στο γεγονός ότι οι δυο πλευρές εργάζονται, αν μη τι άλλο, για να κρατήσουν ενεργό τον διάλογο. Οπως, άλλωστε, συνηθίζουν να επαναλαμβάνουν έμπειροι διπλωμάτες από το υπουργείο Εξωτερικών, η Τουρκία όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένη να αποστεί από τις στρατηγικές θέσεις της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά υπενθυμίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την αναθεωρητική πολιτική της, με αιχμή του δόρατος την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, την οποία και συνδέει ευθέως με την κυριαρχία τους.

Οπως λένε οι ίδιες πηγές, θα ήταν αδύνατο να αγνοηθούν οι αλλεπάλληλες ΝΟΤΑΜ και Νavtex, διά των οποίων η Αγκυρα μεταφέρει τις αξιώσεις της επί του πεδίου. Αντιστοίχως συμβαίνει και με έτερα ζητήματα, όπως αυτό της μειονότητας στη Θράκη, με τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη να αντιπαρατίθεται εμμέσως, πριν από λίγες ημέρες στη Σύνοδο του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, με τον εκπρόσωπο της Τουρκίας, μιλώντας για «ανυπόστατα σχόλια» περί «τουρκικής» μειονότητας και επισημαίνοντας ότι τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας «απολαμβάνουν τόσο ειδική προστασία όσο και πλήρη δικαιώματα ως πολίτες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Οσο, πάντως, απομακρυνόμαστε από το πανηγυρικό κλίμα της 7ης Δεκεμβρίου, όταν υπεγράφη η Διακήρυξη των Αθηνών, γίνεται αντιληπτό ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος χάνει τη δυναμική του. Και αν μετά την επανεκλογή, αλλά και τις διαδοχικές συναντήσεις των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, καλλιεργήθηκε κλίμα υπέρμετρης αισιοδοξίας, σε βαθμό τέτοιο που στον δημόσιο διάλογο κυριάρχησε για αξιοσημείωτο χρονικό διάστημα το ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προς επίλυση της διαφοράς οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, σήμερα αυτό που αναζητείται εκ νέου είναι πυξίδα για το πώς, προς ποια κατεύθυνση και, κυρίως, με ποιους στόχους θα συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Οπως έχει επισημανθεί ξανά στο Ρrotagon, όταν ο διάλογος εξελίσσεται επί μακρόν χωρίς αποτελέσματα, τότε καθίσταται προσχηματικός, άνευ αντικειμένου, και ευτελίζεται.

Το δομικό πρόβλημα που προκύπτει, όπως έχουν αναφέρει επανειλημμένως τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο Γιώργος Γεραπετρίτης, είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καν κοινό πλαίσιο ώστε Ελλάδα και Τουρκία να εισέλθουν σε συζήτηση για την ουσία της διαφοράς τους. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι ακόμα δεν έχει καν διευκρινιστεί αν οι πολιτικές διαβουλεύσεις θα μετεξελιχθούν τελικά στις γνωστές διερευνητικές επαφές, οι οποίες αποτέλεσαν μια ατέρμονη διαδικασία παράλληλων μονολόγων. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό της στασιμότητας που επικρατεί είναι το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή στις ατζέντες των κ. Γεραπετρίτη και Φιντάν δεν υπάρχει προγραμματισμένη μεταξύ τους στη συνάντηση.

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άτυπο πρωτόκολλο, είναι η σειρά του τούρκου υπουργού Εξωτερικών να επισκεφθεί την Αθήνα, με ανώτερες διπλωματικές πήγες, πάντως, να τονίζουν ότι μια τέτοια επαφή θα μπορούσε να γίνει είτε στις 2 Απριλίου στη Χάγη, όταν πραγματοποιηθεί σύνοδος για την Ουκρανία, είτε μία μέρα αργότερα, και συγκεκριμένα μεταξύ 3-4 Απριλίου, στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της συνεδρίασης των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ.

Αν και ακόμα δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για δυστοκία, η αλήθεια είναι ότι ένα ταξίδι του Φιντάν στην Ελλάδα θα έδινε διαφορετική ώθηση τον υποτονικό ελληνοτουρκικό διάλογο. Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών θα πρέπει, άλλωστε, να προετοιμάσουν την επόμενη συνάντηση κορυφής, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να γίνεται δεκτός από τον Ταγίπ Ερντογάν στην Αγκυρα, πιθανότατα μεταξύ 6 και 10 Μαΐου.

Αλλωστε, όπως συμφωνήθηκε το περασμένο καλοκαίρι, οι δύο υπουργοί Εξωτερικών είναι καθ’ ύλην αρμόδιοι για την επίβλεψη του τρίπτυχου των διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο χωρών (πολιτικός διάλογος, θετική ατζέντα, Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) και είναι αυτοί που οφείλουν την άνοιξη να παρουσιάσουν τόσο τα δεδομένα όσο και τα πεπραγμένα, στους κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, οι οποίοι έχουν το γενικό πρόσταγμα και, προφανώς, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τη διαμόρφωση των επόμενων βημάτων.

Πράγματι, αν συνεχίσει να εκλείπει ουσιαστικό αντικείμενο συζήτησης, τότε η συνάντηση των δύο ηγετών θα μοιάζει περισσότερο εθιμοτυπική, με στόχο την περαιτέρω παράταση του ήπιου κλίματος στις διμερείς σχέσεις και, κυρίως, τη διατήρηση της νηνεμίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το τελευταίο, μάλιστα, αποτελεί και την υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα για την Αθήνα.

«Είτε θα επιχειρήσουμε να ζήσουμε σε ηρεμία και ασφάλεια, προσπαθώντας να μην αναβαθμίζουμε τις εντάσεις σε κρίσεις, ή θα είμαστε με το όπλο παρά πόδα» ήταν ίσως η πλέον χαρακτηριστική φράση του Γιώργου Γεραπετρίτη στην τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε στο ραδιόφωνο των Παραπολιτικών, με τον υπουργό Εξωτερικών, πάντως, να επαναλαμβάνει ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να οδηγηθεί σε κανενός είδους συμβιβασμό.

Οσον αφορά το αμέσως επόμενο διάστημα, στην εξίσωση θα πρέπει να προστεθούν οι δύο επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Η μεν Τουρκία οδηγείται στις 31 Μαρτίου στις αυτοδιοικητικές κάλπες, με τον πρόεδρο Ερντογάν να έχει αναλάβει σε προσωπικό επίπεδο τις καίριες αναμετρήσεις σε Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα και Σμύρνη (και στις τρεις πόλεις οι δήμαρχοι προέρχονται από την αντιπολίτευση), η δε Νέα Δημοκρατία προσβλέπει στην ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου ως ακόμα μία ευκαιρία επιβεβαίωσης της πολιτικής κυριαρχίας της στο εσωτερικό.

Ως γνωστόν, κάθε προεκλογική περίοδος κρύβει εντάσεις, άρα και παγίδες. Οι δε κάλπες πολλές φορές «γεννούν» εκπλήξεις. Το γεγονός, πάντως, που θα μπορούσε να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού είναι οι αμερικανικές εκλογές τον ερχόμενο Νοέμβριο, με ανώτερες κυβερνητικές πηγές από την Αθήνα να υπενθυμίζουν ότι η χώρα είχε άριστη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες όταν στο τιμόνι βρίσκονταν οι Ρεπουμπλικανοί.