Η δημοσίευση του Προεδρικού Διατάγματος για το κλείσιμο των κόλπων, τελευταία προϋπόθεση για την επικείμενη, δια νόμου, επέκταση των χωρικών υδάτων από την Κέρκυρα έως το ακρωτήριο Ταίναρο από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, λογικά απασχολεί την εσωτερική συζήτηση εντός Ελλάδας, ιδιαίτερα καθώς είναι το τελευταίο βήμα ενεργοποίησης των δυνατοτήτων που δίνει στην Αθήνα το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, προκειμένου να διευρύνει τα δικαιώματά της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Εξίσου λογική είναι η παρακολούθηση των καθημερινών εμπρηστικών δηλώσεων αξιωματούχων της Τουρκικής Δημοκρατίας, όπως οι πρόσφατες του Χουλουσί Ακάρ, για την δυνατότητα της Αγκυρας να αντιμετωπίσει την Αθήνα, παρά την προσπάθειά της να θωρακίσει εξοπλιστικά την Ελλάδα. Οι δηλώσεις αυτές είναι ένα μείγμα ενόχλησης, αλλά και του παραδοσιακού αυτοκρατορικού συμπλέγματος που πολλές φορές κατατρύχει κάποιους Τούρκους.
Αυτή την περίοδο στην Αθήνα αναμένουν την πρόταση για την ημερομηνία του επόμενου γύρου των διερευνητικών αλλά, ειδικά σήμερα Δευτέρα, όλοι θα έχουν το βλέμμα στραμμένο στην Ουάσινγκτον, όπου εκτυλίσσεται ένα σημαντικό σκέλος του μεγαλύτερου παιχνιδιού, με την Τουρκία στο επίκεντρο.
Σήμερα, η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων θα αποφανθούν αν πρέπει να παρακάμψουν δια της ψήφου τους το βέτο του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τον αμυντικό προϋπολογισμό του 2021, όπου περιλαμβάνονται και οι κυρώσεις στην τουρκική αμυντική βιομηχανία. Είναι κάτι που πιθανότατα θα συμβεί, καθώς υπέρ του να συνεχιστεί «μια παράδοση εξήντα χρόνων» κοινής έγκρισης του αμυντικού προϋπολογισμού τάχθηκε και ο Μιτς Μακόνελ, επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία και μέχρι πρότινος ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ. Το βέτο Τραμπ αποτελεί μια ακόμα περίτρανη απόδειξη της «ανίερης» σχέσης του απερχόμενου Προέδρου των ΗΠΑ με τον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και τη ροπή του προς την συνωμοσιολογία από την οποία τρέφεται η συντριπτική πλειονότητα των υποστηρικτών του. Ακόμα και ο Μακόνελ απέκρουσε την «κριτική» Τραμπ ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός εξυπηρετεί την… Κίνα.
Οι γραφικότητες Τραμπ θα περάσουν σε κάτι παραπάνω από είκοσι ημέρες οριστικά στο παρελθόν και η νέα διοίκηση θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει την Τουρκία σε δύο επίπεδα.
Το πρώτο αφορά την αμιγώς αμερικανοτουρκική πτυχή. Οι κυρώσεις θα προχωρήσουν, ενώ δεν αποκλείεται τους επόμενους μήνες να αρχίσει και μια πιο έντονη συζήτηση για την αποχώρηση και άλλων αμερικανικών δυνάμεων από την Τουρκία, κυρίως από τη βάση του Ιντσιρλίκ.
Το κύριο πεδίο στο οποίο θα τεθούν σε δοκιμασία οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι η συνεργασία Aγκυρας και Μόσχας. Η Ουάσιγκτον μπορεί να ανεχθεί έναν βαθμό αυτονομίας στην περιφερειακή πολιτική της Αγκυρας, όχι όμως σε σημείο που αυτό να θέτει σε κίνδυνο στρατηγικές βλέψεις των ΗΠΑ στην περιοχή και τα ευρύτερα συμφέροντα της Δύσης. Κάποιοι στην Αγκυρα έχουν ενεργοποιηθεί με σκοπό την διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον, με σκοπό τη μόχλευση της θέσης των Τούρκων στη Συρία, στη Λιβύη αλλά και στον νότιο Καύκασο, όπου διόλου τυχαία βρίσκονται «ώμο προς ώμο» –όπως θα έλεγαν και οι Αμερικανοί– με τους Ρώσους.
Ένα βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί προς τους Τούρκους έγκειται στην «ανισότητα» της σχέσης Μόσχας-Άγκυρας. Μεταδίδουν στην Άγκυρα την άποψη ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν πρόκειται ποτέ να δει ως «ίσο προς ίσο» τον Ταγίπ Ερντογάν, ως εκ τούτου, η Άγκυρα νομοτελειακά πρέπει να επιστρέψει στο Νατοϊκό «μαντρί», όπου διασφαλίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό τα περιφερειακά συμφέροντά της.
Οι προσπάθειες ομαλοποίησης των σχέσεων ανάμεσα σε Τουρκία και Ισραήλ, παρότι εν πολλοίς βιαστικές, έχουν αδιαμφισβήτητα τη σφραγίδα της αμερικανικής ενθάρρυνσης και στους επόμενους μήνες, η τάση αυτή θα αυξηθεί. Εν ολίγοις, οι Αμερικανοί επιθυμούν να εμφανιστούν ως «ελκυστικότερη» επιλογή για κάποιες από τις περιφερειακές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι της δίνουν «λευκή επιταγή». Απλώς δεν θέλουν να την χάσουν από σύμμαχο στο παζλ του νέου σινοαμερικανικού ανταγωνισμού που, όπως φαίνεται, μετατρέπεται σταδιακά σε έναν καινούργιο, άτυπο ακόμα, διπολισμό του 21ου αιώνα.
Την ίδια στιγμή η Άγκυρα διαπραγματεύεται αυτοτελώς με το Βερολίνο, το οποίο εμφανίζεται ιδιαίτερα πρόθυμο να κρατήσει την Τουρκία σε τροχιά στενής συνεργασίας με την Ε.Ε. για τρεις βασικούς λόγους: Ο πρώτος αφορά τα αμιγώς οικονομικά γερμανικά συμφέροντα. Ο δεύτερος συνδέεται με τον φόβο του προσφυγικού και τις παρενέργειες που μπορεί να έχει στην γερμανική πολιτική σκηνή ένα νέο κύμα μεταναστευτικών ροών προς την χώρα. Ο τρίτος λόγος είναι ιστορικός και συνδέεται με την παραδοσιακή και στην τρέχουσα συγκυρία πολύ χρήσιμη, σημασία που έχει η Τουρκία για την δυνατότητα της Γερμανίας να έχει κάποια γεωπολιτική αξία για την ΕΕ.
Η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα του πυρήνα της ΕΕ, που διατηρεί καλές και λειτουργικές σχέσεις με την Τουρκία. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ισπανία είναι στηριγμένες στην έκθεση της δεύτερης στην οικονομία της πρώτης, ενώ η Ιταλία, λόγω και της Λιβύης, έχει αυξανόμενα ανταγωνιστική σχέση με την Τουρκία. Το Ηνωμένο Βασίλειο, ευρισκόμενο πλέον εκτός Ε.Ε., προσπαθεί να οικοδομήσει μια νέου τύπου σχέση με την Τουρκία ενώ οι σχέσεις Τουρκίας και Γαλλίας βρίσκονται στο ναδίρ. Η εξίσωση αφήνει τη Γερμανία ως τη μοναδική χώρα που μπορεί να συναλλάσσεται και να συνομιλεί με σχετική άνεση με την Τουρκία η οποία είναι το μεγαλύτερο κράτος στην άμεση γειτονία της ΕΕ και υποψήφια για ένταξη.
Όλες αυτές οι σχέσεις αφορούν, βεβαίως, τις κρατικές οντότητες και τις κυβερνήσεις, οι οποίες αυξανόμενα τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και την κριτική που αργά, αλλά σταθερά, μεγεθύνεται εντός των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, για τη συνεργασία με ένα αυταρχικό, αντιδημοκρατικό και επιθετικό καθεστώς, όπως αυτό της Τουρκίας.
Ενώ, λοιπόν, θα βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγάλο παζάρι, ανάμεσα στην Αγκυρα και τη Δύση, η Αθήνα θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στις εθνικές προτεραιότητες και την πίεση για διατήρηση της Τουρκίας εντός δυτικού νυμφώνα. Το «παζάρι» δεν είναι ποτέ γραμμικό, ως εκ τούτου η Αθήνα θα πρέπει να ακολουθήσει, κατά το δυνατόν, τον δρόμο των διαπραγματεύσεων, αλλά και να βρίσκεται σε επιφυλακή, καθώς η Άγκυρα θα επιχειρεί να την απομονώσει, διατηρώντας στο τραπέζι και την απειλή επανέναρξης ερευνών ή γεωτρήσεων.