Το 2021 είναι μια χρονιά περισσότερες παγίδες απ’ όσες μπορεί να είναι ορατές στο γυμνό μάτι του καλοπροαίρετου παρατηρητή των εθνικών θεμάτων. To 2020, ήταν έτος έγερσης αναχωμάτων στον ολοένα και πιο εκρηκτικό τουρκικό αναθεωρητισμό. Το υπουργείο Εξωτερικών, η διπλωματία, κινήθηκαν με ταχύτητα, κλείνοντας δύο πολύ σημαντικές συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, ενώ άνοιξαν και το ενδεχόμενο για τη διαδικασία της Χάγης με την Αλβανία. To δυτικό μέτωπο θα «κλείσει» όταν τις επόμενες ημέρες θα έλθει στη Βουλή ο νόμος για την επέκταση των χωρικών υδάτων από τα έξι στα δώδεκα ναυτικά μίλια στο Ιόνιο πέλαγος, διευθετώντας μια εκκρεμότητα που, διπλωματικά τουλάχιστον, άνοιξε προ σχεδόν οκτώ ετών.
Στο Ανατολικό Μέτωπο, δηλαδή την Τουρκία, τα πράγματα θα παραμείνουν κρίσιμα για το μεγαλύτερο μέρος του 2021. Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να αρχίσουν ξανά οι διερευνητικές επαφές, κατά την Αθήνα από το σημείο που σταμάτησαν τον Μάρτιο του 2016, κατά την Άγκυρα όμως εμπλουτισμένες με μια σειρά από ζητήματα τα οποία η ελληνική πλευρά είναι πρακτικά αδύνατον να δεχθεί. Πριν από τις διερευνητικές γίνεται προσπάθεια να πραγματοποιηθεί και ένα τηλεφώνημα ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κυρίως με γερμανική ενθάρρυνση. Στην Αθήνα δεν επιθυμούν να καλλιεργούν προσδοκίες και, τουλάχιστον ως προς αυτό το σημείο, φαίνεται ότι συμφωνεί και ο διεθνής παράγοντας (ΗΠΑ, Γερμανία, Ε.Ε.), που πιέζει τις δύο πλευρές να κάτσουν πρώτα στο τραπέζι και μετά να ασχοληθούν με το περιεχόμενο της ατζέντας.
Και αν ο ένας από τους βασικούς εταίρους της Αθήνας, οι ΗΠΑ, θεωρητικά τουλάχιστον, βαίνουν σε τροχιά εσωτερικής σταθεροποίησης (παρά τα σημαντικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει ο Τζο Μπάιντεν σε μια διχασμένη όσο ποτέ Αμερική) από τις 20 Ιανουαρίου και έπειτα, ο έτερος, η Γερμανία, εισέρχεται σε περίοδο εσωστρέφειας. Στις 15 και 16 Ιανουαρίου, εκτός απροόπτου, οι σύνεδροι του Χριστιανοδημοκρατικού (κυβερνώντος) Κόμματος θα αποφασίσουν ψηφιακά (λόγω των μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό) σχετικά με τον αν στην ηγεσία του CDU την Άνγκελα Μέρκελ αντικαταστήσουν ένας εκ των Φρίντριχ Μερτς (πρώην κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος), Άρμιν Λάσετ (πρωθυπουργός Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας) και Νόρμπερτ Ρέτγκεν (πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Μπούντεσταγκ).
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο αν συνυπολογιστεί το ενδεχόμενο να μην είναι υποψήφιος για την καγκελαρία ο διάδοχος της Μέρκελ στο κόμμα, αλλά να οριστεί άλλο πρόσωπο, όπως ο Μάρκους Ζέντερ, πρωθυπουργός της Βαυαρίας, προερχόμενος από τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) του μεγαλύτερου γερμανικού κρατιδίου (ο οποίος πάντως θα είναι και υποψήφιος για το κόμμα). Δεδομένου ότι οι ομοσπονδιακές εκλογές προγραμματίζονται για τις 26 Σεπτεμβρίου, είναι δύσκολο να προβλεφθεί ποια θα είναι η γερμανική δυνατότητα παρέμβασης στην Άγκυρα, ιδιαίτερα έναντι ενός ηγέτη όπως ο Ερντογάν ο οποίος λειτουργεί με βάση τις προσωπικές σχέσεις, ιδιαίτερα τις μακρόχρονες όπως αυτή που έχει με την Άνγκελα Μέρκελ.
Αυτό σημαίνει ότι, πρακτικά, η Αθήνα θα πρέπει να αναμένει λίγα πράγματα από τη Σύνοδο Κορυφής του επόμενου Μαρτίου, ακόμα και αν οι διερευνητικές ναυαγήσουν. Άλλωστε και η Τουρκία δείχνει ότι συντηρεί τη ρητορική – και όχι μόνο – ένταση σε υψηλά επίπεδα, προκειμένου να κρατήσει ορατή την πίεση προς την Αθήνα. Η εξάμηνη (έως τον Ιούνιο) περίοδος ερευνών του «Ορούτς Ρέις» σε τουρκική υφαλοκρηπίδα μπορεί να θεωρείται ένα σήμα για την προθυμία των Τούρκων να κάτσουν στο τραπέζι, αλλά άπαντες οι αρμόδιοι στην Αθήνα γνωρίζουν ότι ανά πάσα στιγμή όλα αυτά μπορεί να ανατραπούν.
Μια παράμετρος σταθερά επιδεινούμενη θα είναι αυτή του Κυπριακού, που θα προκαλεί διαρκή πολιτική πίεση στην κυβέρνηση. Παρότι, προφανώς, το ζήτημα απασχολεί πρωτίστως τον Νίκο Αναστασιάδη στη Λευκωσία, όποιες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία να παραβιάζει κάθε λογική στην Κύπρο, θα έχουν πρόσθετες δυσκολίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα γίνει προσπάθεια επανεκκίνησης των συνομιλιών. Αν όμως αυτές αρχίσουν ξανά, με βάση την υφιστάμενη κατάσταση, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πως θα υπάρξει κάποια συμφωνία δίχως εγγυήσεις ή, ακόμα χειρότερα, χωρίς κάποια τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί.
Το 2021 αναμένεται να είναι και έτος περαιτέρω σύσφιγξης των σχέσεων με τη Γαλλία. Η σχέση ενισχύεται σημαντικά στον τομέα των εξοπλισμών και της στρατιωτικής συνεργασίας. Στα τέλη του μήνα αναμένεται η Φλοράνς Παρλί στην Αθήνα για την υπογραφή της σύμβασης για τα μαχητικά «Ραφάλ», ενώ το Παρίσι έχει καταθέσει μια πολύ ανταγωνιστική πρόταση και για το πρόγραμμα φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού. Τον Μάιο έλληνες πεζοναύτες θα ενταχθούν στην υπό γαλλική διοίκηση ομάδα εκπαίδευσης των τοπικών δυνάμεων στο Μάλι, με την δυνατότητα αντίστοιχων συμφωνιών και σε άλλα επίπεδα.
Το 2021 θα φέρει και ακόμα μεγαλύτερη επιτάχυνση στις περιφερειακές συμμαχίες της Ελλάδας, ιδιαίτερα με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Στην περίπτωση των πρώτων δύο χωρών αναμένεται να μετασταθμεύσουν δυνάμεις σε ελληνικό έδαφος και, κυρίως, στη Σούδα, ενώ και στην περίπτωση της Αιγύπτου ο διπλωματικός συντονισμός θα επιταχυνθεί.
Για την Αθήνα είναι εξίσου κρίσιμη η διατήρηση της σχέσης με το Ισραήλ σε στρατηγικό επίπεδο. Οι δύο κυβερνήσεις συμφώνησαν για μια σειρά από σημαντικά προγράμματα (με σημαντικότερο το Διεθνές Αεροπορικό Κέντρο στην Καλαμάτα), σε μια περίοδο όπου το «φλερτ» της Άγκυρας προς το Τελ Αβίβ έχει ενταθεί. Και το Ισραήλ εισέρχεται – για ακόμα μια φορά – σε μια περίοδο αστάθειας, ωστόσο από τις έως τώρα δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι ο Νετανιάχου είναι εφτάψυχος, καθώς διατηρεί άνετο το προβάδισμα, έναντι του Μπένι Γκαντζ που μοιάζει να εισπράττει δυσανάλογο κόστος από την κυβέρνηση συνασπισμού των τελευταίων μηνών.
Περίπου δεκατρείς μήνες από το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και για το 2021, βασικό στοίχημα και ανησυχία της Αθήνας είναι μήπως και η Άγκυρα επιχειρήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα στα νότια της Κρήτης. Οι διεθνείς αναλυτές συνήθως αντιμετωπίζουν τις κινήσεις του Ερντογάν με βάση την status quo αντίληψή τους, περί μίνιμουμ ανακίνησης των ευαίσθητων ισορροπιών της περιοχής. Ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την άποψη. Χαρακτήρισε τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ως τη σημαντικότερη στιγμή του 2020. Πρέπει να θεωρείται πολύ πιθανό, ότι το 2021, όσο η κατάσταση στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας επιδεινώνεται για το κυβερνητικό κόμμα, ο Ερντογάν θα συνεχίσει να κάνει συμβολικές κινήσεις υποστήριξης του βασικού ισλαμιστικού αφηγήματός του, για την προώθηση της Τουρκίας στο κέντρο του μουσουλμανικού κόσμου και την εμπροσθοφυλακή κατά της Δύσης.