Να φανταστούμε ότι στεκόμαστε στην ουρά σε ένα παγωτατζίδικο μάς προτρέπει ο Γκαλ Μπέκερμαν του The Atlantic, πως πλησιάζει η σειρά μας να παραγγείλουμε, αλλά μπροστά στο ψυγείο υπάρχει ένας τύπος που μοιάζει να έχει πάθει σύγχυση από τις πάμπολλες διαφορετικές γεύσεις που προσφέρονται.
«Τον ξέρετε αυτόν τον τύπο. Ολοι γνωρίζουμε αυτόν τον τύπο. Τα νήπια πίσω σας αρχίζουν να ανησυχούν. Δοκιμάζει ακόμη μια γεύση, γλείφει το κουταλάκι και κουνάει το κεφάλι του. Δεν είχε φάει παγωτό ξανά; Δεν έχει μια θεμελιώδη προτίμηση μεταξύ, ας πούμε, σοκολάτας και βανίλιας; Δεν αντιλαμβάνεται ότι όλοι περιμένουμε να αποφασίσει;» γράφει ο αμερικανός δημοσιογράφος, σημειώνοντας πως αυτός ο άνθρωπος είναι «ο αναποφάσιστος ψηφοφόρος: μια φιγούρα απόλυτης σύγχυσης, ένας άνθρωπος το πρόσωπο του οποίου θα θέλατε να βουτήξετε στο δοχείο με το βούτυρο πεκάν».
«Η πλειονότητα των Αμερικανών πιθανότατα δεν μπορεί να κατανοήσει πώς κάποιος θα κοιτούσε τον Ντόναλντ Τραμπ και την Κάμαλα Χάρις και θα έβλεπε αποχρώσεις του ίδιου χρώματος. Μια αρκετά κοινή άποψη σχετικά με αυτούς τους ανθρώπους, όπως το έθεσε πρόσφατα μια αφίσα στο Reddit, είναι ότι πρέπει να είναι “είτε πολύ ανόητοι είτε εσκεμμένα ανίδεοι”» συνεχίζει ο συντάκτης του Atlantic. Ο ίδιος, ωστόσο, διαφωνεί με αυτή την άποψη.
«Κοιτάξτε ξανά αυτόν τον τύπο στο παγωτατζίδικο. Αναζητά περισσότερες πληροφορίες. Δεν υποκύπτει νωχελικά στη γεύση που παραγγέλνει πάντα. Δεν δείχνει να έχει άγνοια, απλώς είναι πραγματικά μπερδεμένος σχετικά με το πώς να κάνει την καλύτερη, την πιο νόστιμη επιλογή» γράφει ο Γκαλ Μπέκερμαν.
Είναι αλήθεια ότι συνεντεύξεις με αναποφάσιστους αμερικανούς ψηφοφόρους αποκαλύπτουν πως πρόκειται για ανθρώπους που παλεύουν με ένα δίλημμα. Ο Κάμερον Λιούελεν, για παράδειγμα, ένας ψηφοφόρος από την Ατλάντα, μιλώντας στo NPR εξήγησε ότι αυτό που τον ενδιαφέρει ενόψει των εκλογών είναι να μάθει ποιου υποψηφίου οι πολιτικές θα ήταν πιο συμφέρουσες για τις μικρές επιχειρήσεις. Η απόφαση «με βαραίνει», είπε.
Οι Σάρον και Μπομπ Ριντ, συνταξιούχοι δάσκαλοι από την επαρχία της Πενσιλβάνια, δύο από μια ομάδα αναποφάσιστων ψηφοφόρων που παρακολουθούνται από τους New York Times, σε συνέντευξή τους μίλησαν για τον πόλεμο στην Ουκρανία, για το ζήτημα των δασμών και για τον πληθωρισμό. Αλλά, όπως το έθεσε η Σάρον, «δεν ακούω τίποτα που να με ωθεί προς κάποια κατεύθυνση».
Οπότε οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι, περισσότερο από ανόητοι ή αδαείς, θα μπορούσαν να είναι απλώς αναποφάσιστοι άνθρωποι. Στο κείμενό του ο αμερικανός δημοσιογράφος επικαλείται τον Τζόζεφ Φεράρι, έναν κοινωνικό ψυχολόγο με ειδίκευση στην αναποφασιστικότητα. Σύμφωνα με τον αμερικανό επιστήμονα ο «αναποφάσιστος» είναι ένας συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου, ο οποίος σε οποιονδήποτε δεδομένο πληθυσμό εκπροσωπείται σε ποσοστό 20%. Αυτό σημαίνει πως οι αναποφάσιστοι είναι περισσότεροι από τους πάσχοντες από κλινική κατάθλιψη, τους αλκοολικούς, τους τοξικομανείς και όσους υποφέρουν από κρίσεις πανικού.
Εξήγησε ότι οι αναποφάσιστοι φοβούνται να κάνουν μια επιλογή επειδή ανησυχούν για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες, οπότε τείνουν να αναβάλλουν τη λήψη της όποιας απόφασης με κάθε δυνατό τρόπο, περιλαμβανομένης και της αναζήτησης περισσότερων πληροφοριών για την κάθε επιλογή. Σημείωσε επίσης ότι συνήθως πρόκειται για επίκτητη συμπεριφορά, ιδιαίτερα κοινή μεταξύ ανθρώπων που μεγάλωσαν με «ψυχρούς, απαιτητικούς, αυστηρούς» πατεράδες, οι οποίοι τους επέπλητταν για τις λάθος επιλογές τους.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Μπάρι Σβαρτς, επίσης ψυχολόγο και συγγραφέα του βιβλίου «Το Παράδοξο της Επιλογής», ορισμένοι εκ των αναποφάσιστων ενδέχεται να είναι «maximizers», δηλαδή άνθρωποι που «κοιτάζουν 2.000 τζιν παντελόνια στο διαδίκτυο πριν να αγοράσουν ένα». Στην εν λόγω κατηγορία μπορεί να ανήκουν και ορισμένοι εκ των αναποφάσιστων ψηφοφόρων.
Η επιλογή μεταξύ ενός υπερβολικού αριθμού παντελονιών είναι σίγουρα δύσκολη υπόθεση, αλλά «υποθέστε ότι έχετε μόνο δύο επιλογές. Υπάρχουν δεκάδες χαρακτηριστικά κάθε λογής, επομένως η επιλογή μπορεί να γίνει εξίσου περίπλοκη… επειδή υπάρχουν τόσες πολλές διαστάσεις που πρέπει να αξιολογηθούν. Και όταν ψάχνεις για το τέλειο, υπάρχουν πάντα αμφιβολίες» σημειώνει ο αμερικανός ψυχολόγος.
Λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των δύο ειδικών, ο δημοσιογράφος του Atlantic άρχισε να αναθεωρεί τις προσωπικές απόψεις του για τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, αλλά και να θεωρεί περίεργη την ξεκάθαρα αρνητική γνώμη της πλειονότητας των Αμερικανών για την αναποφασιστικότητα, ειδικά στο πλαίσιο μιας εκλογικής αναμέτρησης. «Σίγουρα υπάρχουν παθολογικές εκφάνσεις της αναποφασιστικότητας […] Αλλά η τάση για επιφυλακτικότητα, για συλλογή περισσότερων πληροφοριών, για ουσιαστική διερεύνηση των επιλογών δεν θα μπορούσε επίσης να θεωρείται κάτι καλό;» διερωτάται ο Γκαλ Μπέκερμαν.
«Μπορείτε να το αντιστρέψετε και να πείτε: “Πώς θα ήταν ο κόσμος αν δεν υπήρχαν αναποφάσιστοι ψηφοφόροι;”» αντιπροτείνει ο Τίμοθι Πάιτσιλ, συγγραφέας του βιβλίου «Λύνοντας τον Γρίφο της Αναβλητικότητας». «Δεν θα υπήρχε σχεδόν κανένα νόημα για τη διεξαγωγή εκλογών. Δεν θα υπήρχε κανείς να πειστεί, δεν θα υπήρχε λόγος για διάλογο. Ετσι, κατά κάποιο τρόπο, αυτοί οι άνθρωποι που έχουν ήδη αποφασίσει, είτε είναι πολύ πολύ κομματικοί είτε δεν μπορούν να ανεχθούν την ασάφεια και, κατά συνέπεια, αποκλείουν εκ των προτέρων μια επιλογή».
Θεωρεί πως σε σχέση με τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους είναι πιο σωστό να μιλάμε όχι για «χρόνια αναβλητικότητα», αλλά για «συνετή βραδύτητα». Και λαμβάνοντας την επίδραση που ασκούν τα δύο μεγάλα κόμμα των ΗΠΑ στην κοινωνία, καθορίζοντας σημαντικά τις ταυτότητες των πολιτών, «καθίσταται ακόμη πιο αξιοσημείωτο ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να αγνοήσουν αυτή την πίεση και να επιλέξουν μόνοι τους».
Ενώ πολλοί ψηφοφόροι τάσσονται υπέρ του τάδε ή του δείνα υποψηφίου με βάση τις θέσεις του για ένα ζήτημα –την άμβλωση ή το Ισραήλ, για παράδειγμα–, οι αναποφάσιστοι τείνουν να εξετάζουν μια σειρά θεμάτων. Σε δημοσκόπηση του CNN μεταξύ μερίδας αναποφάσιστων ψηφοφόρων, όσον αφορά τα πιο «σημαντικά» από τα ζητήματα που τους απασχολούν ένα 30% απάντησε η οικονομία και ο πληθωρισμός. Σχεδόν άλλοι τόσοι, όμως, ένα 28%, απάντησε πως δεν είχε κατά νου ένα συγκεκριμένο ζήτημα με βάση το οποίο θα μπορούσε αποφασίσει ποιον να ψηφίσει στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
«Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως απόδειξη ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Τι γίνεται, όμως, αν δεν έχουν κατά νου κανένα κορυφαίο ζήτημα επειδή τους ενδιαφέρουν πολλά διαφορετικά, περιλαμβανομένων ορισμένων που τους οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις; Τι γίνεται αν πιστεύετε ότι ο Τραμπ θα είναι ισχυρότερος στην εξωτερική πολιτική αλλά δεν πιστεύετε ότι θα υποστηρίξει τους δημοκρατικούς θεσμούς όσο η Χάρις; ‘Η αν δεν είστε ικανοποιημένοι με το σχέδιο της Χάρις για μείωση του πληθωρισμού, αλλά ούτε σας αρέσει ο τρόπος που ο Τραμπ μιλάει για τους μετανάστες; Οσα περισσότερα ζητήματα λαμβάνετε υπόψη σας, τόσο πιο πιθανό είναι να είστε αναποφάσιστοι» γράφει ο Γκαλ Μπέκερμαν.
«Αυτές οι σκέψεις μπορεί να ακούγονται παράλογες σε πολλούς Αμερικανούς, γιατί αυτή τη φορά, όπως μας υπενθυμίζουν ασταμάτητα οι ίδιοι οι υποψήφιοι, η επιλογή είναι σχεδόν υπαρξιακή, πρόκειται για μια απόφαση μεταξύ δύο εκ διαμέτρου αντίθετων οραμάτων για τις ΗΠΑ. Ολα τα άλλα είναι σχολιασμοί. Οχι όμως, προφανώς, για τον αναποφάσιστο ψηφοφόρο» προσθέτει.
Αυτή η διάθεση για ανάλυση των πολιτικών διαφορών μεταξύ δύο υποψηφίων σε σχέση με συγκεκριμένα ζητήματα θα μπορούσε να αποτελεί το ζητούμενο σε μια δημοκρατία, εξηγεί η Ρουθ Τσανγκ, καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αλλά αυτό ισχύει μόνον εάν οι ανησυχίες/ερωτήσεις των αναποφάσιστων ψηφοφόρων είναι οι κατάλληλες, με την ίδια να αναφέρει πως η πλειονότητα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων εστιάζει στο ατομικό συμφέρον. «Η ψηφοφορία δεν πρέπει να είναι σαν να αποφασίζουμε τι θέλουμε περισσότερο για μεσημεριανό» σημειώνει.
Παρακολουθώντας συνεντεύξεις αναποφάσιστων ψηφοφόρων «άκουσα πολλές τέτοιες σκέψεις. Ποιος θα ήταν καλύτερος για την οικογένειά μου; Ποιος θα αλλάξει την τύχη της επιχείρησής μου; Συχνά ακούγονταν σαν καταναλωτές και λιγότερο σαν πολίτες, επικεντρώνονταν σε αυτό που μπορούσαν να δουν και να αισθανθούν στις ζωές τους» συμπληρώνει από την πλευρά του ο συντάκτης του The Atlantic. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι αξιολογούν μια σειρά από δεδομένα πριν επιλέξουν, κάτι σίγουρα προτιμότερο από την ψήφο που βασίζεται περισσότερο σε κομματικά/ιδεολογικά παρά σε αμιγώς πολιτικά κριτήρια.
Ομως φαίνεται πως οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι τείνουν να γίνουν είδος προς εξαφάνιση, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, δεδομένου ότι την ίδια περίοδο πριν από τις εκλογές του 2016 το ποσοστό τους ήταν 10%, πριν από τις εκλογές του 2020 ήταν 8%, ενώ σήμερα είναι μόλις 4%.
«Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, στις επόμενες εκλογές ίσως να μην υπάρχουν αναποφάσιστοι. Αυτό δεν είναι καλό. Ενα πολιτικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από απόλυτη αποφασιστικότητα είναι, φυσικά, πολύ πολωμένο. Στερείται επίσης δυναμισμού, ενώ μας απομακρύνει από τον διάλογο με επιχειρήματα και μας οδηγεί προς συναισθήματα όπως φόβο ή χαρά, που ενισχύουν την πίστη στη μία ή στην άλλη πλευρά. Οι αναποφάσιστοι μπορεί να μας τρελαίνουν, να είναι απασχολημένοι με το να ψειρίζουν τα πάντα ενώ το σπίτι καίγεται, αλλά εκφράζουν το ουσιώδες σχετικά με το τι είναι οι εκλογές: μια ευκαιρία για τους πολίτες να εξετάσουν πραγματικά όλες τις επιλογές τους και μετά να επιλέξουν» καταλήγει ο Γκαλ Μπέκερμαν, πλέκοντας το εγκώμιο των αναποφάσιστων ψηφοφόρων.