Η ήττα των Ρωμαίων από γερμανικά φύλα στη Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού το 9 μ.Χ. αποτέλεσε μια καταστροφή τόσο μεγάλη που προκάλεσε σοκ στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τρεις λεγεώνες, δηλαδή έως και 20.000 άνδρες, σφαγιάστηκαν. Σήμερα, πολλούς αιώνες μετά, οι επιστήμονες δηλώνουν ότι κατά πάσα πιθανότητα (98%) έχουν εντοπίσει τον τόπο όπου χύθηκε τόσο πολύ αίμα.
Το 1987, η ανακάλυψη νομισμάτων και βλημάτων σφεντόνας από τον Τόνι Κλαν, έναν βρετανό αξιωματικό του στρατού και ερασιτέχνη αρχαιολόγο, σε ένα χωράφι στη βορειοανατολική Γερμανία, ώθησε κάποιους να υποστηρίξουν ότι εκεί διεξήχθη η μάχη. Ωστόσο, επί δεκαετίες επρόκειτο απλώς για μια εύλογη θεωρία, αναφέρει σε ανταπόκρισή του από το Βερολίνο ο Ντέιβιντ Κρόσλαντ των λονδρέζικων Times.
Οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν εδώ και καιρό ότι ένας ρωμαϊκός στρατός νικήθηκε από γερμανούς πολεμιστές στη συγκεκριμένη τοποθεσία –είναι διάσπαρτη με μεταλλικά κουμπώματα από τις πανοπλίες των νεκρών λεγεωνάριων τις οποίες πήραν ως λάφυρα οι νικητές– αλλά δεν διέθεταν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως ήταν εκεί που οι γερμανοί φύλαρχοι, με ηγέτη τον Αρμίνιο, έναν πολέμαρχο με ρωμαϊκή παιδεία, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να νικήσουν τους εισβολείς και να βάλουν φρένο στον ρωμαϊκό επεκτατισμό.
Η 17η, η 18η και η 19η λεγεώνα, δηλαδή από 15.000 έως 20.000 άνδρες συνολικά, με αρχηγό τον στρατηγό Πόπλιο Κουϊντίλιο Βάρο, αποδεκατίστηκαν στην ενέδρα των εχθρών τους. Οι επιζώντες θυσιάστηκαν και τα κεφάλια τους καρφώθηκαν σε κλαδιά δέντρων. Ο αντίκτυπος της ρωμαϊκής τραγωδίας ήταν τόσο μεγάλοες που οι συγκεκριμένες λεγεώνες δεν ανασυστήθηκαν ποτέ.
Χημικές αναλύσεις συνέβαλαν στην απόδειξη του αποδεκατισμού της 19ης λεγεώνας στην εν λόγω τοποθεσία, περίπου 3 χλμ. από το χωριό Καρλκρίζε, στην Κάτω Σαξονία. Η τεχνική που χρησιμοποίησαν επιστήμονες από το μουσείο μεταλλουργίας του Μπόχουμ (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία), το ερευνητικό μουσείο Leibniz για γεωφυσικούς πόρους και το μουσείο πεδίου μάχης Καρλκρίζε, αναπτύχθηκε το 2014 από τον Πάμπλο Φερνάντες Ρέγες, έναν μεξικανό ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
Ειδικοί στα μέταλλα ανέλυσαν κράματα σε ρωμαϊκές πόρπες, κουμπώματα για λουριά και καρφίτσες συγκράτησης ενδυμάτων που βρέθηκαν στο Καρλκρίζε. Διαπιστώθηκε ότι είχαν ένα συγκεκριμένο «μεταλλουργικό δακτυλικό αποτύπωμα», το οποίο επέτρεψε στους ειδικούς να συνδέσουν τα ευρήματα με μια συγκεκριμένη λεγεώνα: τη 19η.
«Κάθε λεγεώνα είχε το δικό της σιδηρουργείο για την ανακύκλωση χάλκινων και ορειχάλκινων εξαρτημάτων που έσπαζαν, όπως τα στεφάνια των ασπίδων ή οι κρίκοι που συγκρατούσαν τα λουριά στις θήκες των σπαθιών. Με την πάροδο του χρόνου, μέσω της συνεχούς τήξης και ανακατασκευής αυτών των εξαρτημάτων, ο εξοπλισμός απέκτησε μια ξεχωριστή σύνθεση ιχνοστοιχείων. Στο πλαίσιο της έρευνας διαπιστώθηκε ότι μεταλλικά εξαρτήματα που ανακτήθηκαν στο Καρλκρίζε είχαν παρόμοια μεταλλουργική σύνθεση με ευρήματα από το Ντανγκστέτεν, στη νότια Γερμανία, όπου η 19η λεγεώνα είχε σταθμεύσει χρόνια πριν», συνοψίζει ο δημοσιογράφος των Times.
Πολυετείς ανασκαφές στο Καρλκρίζε έχουν φέρει στο φως «ένα θησαυροφυλάκιο» ρωμαϊκών στρατιωτικών εξαρτημάτων, καθώς και λείψανα στρατιωτών που φέρουν τυπικά τραύματα μάχης. Μικρά σύνολα νομισμάτων που εντοπίστηκαν θαμμένα υποδηλώνουν ότι οι ρωμαίοι στρατιώτες, γνωρίζοντας πως πλησίαζε το τέλος τους, είχαν θάψει τα υπάρχοντά τους για να προστατεύσουν από τους πλιατσικολόγους νικητές της αιματηρής μάχης.
«Τα ευρήματα της έρευνας δεν αντικατοπτρίζουν τη δράση κατά τη διάρκεια της μάχης, αλλά όσα έκαναν οι νικητές στους ηττημένους μετά το τέλος της μάχης», σημείωσε ο Στέφαν Μπαρμάιστερ, διευθυντής του μουσείου μάχης του Καρλκρίζε. «Υπήρξε συστηματική λεηλασία. Οι Ρωμαίοι συνήθως έπαιρναν μαζί τους τον εξοπλισμό τους, τους νεκρούς και τους τραυματίες τους, εφόσον είχαν μια τέτοια δυνατότητα. Το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν εδώ, υποδηλώνει έντονα ότι είχαν χάσει παντελώς τον έλεγχο των εδαφών», προσέθεσε.
Για τους Γερμανούς, πάντως, οι ανασκαφές στο Καρλκρίζε σημαίνουν κάτι περισσότερο από μια απλή σκαπάνη, επισημαίνει ο Κρόσλαντ στο ρεπορτάζ του. «Η μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού είναι μέρος της μακραίωνης αναζήτησης μιας εθνικής ταυτότητας. Από τον 16ο αιώνα και την ανακάλυψη μιας ρωμαϊκής αφήγησης για τη μάχη στο γερμανικό αβαείο του Κόρβεϊ, ο Αρμίνιος, ο γερμανός ηγέτης του στρατού που επέφερε την ήττα της Ρώμης, κατέστη σημείο αναφοράς για τους εθνικιστές που στόχευαν να ενώσουν τα γερμανικά εδάφη», εξηγεί.
Ο μύθος, που επαναλαμβάνεται σε ποιήματα, θεατρικά έργα, όπερες, βιβλία και πίνακες που χαιρετίζουν τον Αρμίνιο ως τον «Hermann», τον πρώτο ήρωα της Γερμανίας, κορυφώθηκε το 1875 με την ανέγερση ενός μνημείου προς τιμήν του, κοντά στην πόλη Ντέτμολντ. Κρατά ένα ξίφος μήκους επτά μέτρων και αντιμετωπίζει τη Γαλλία, η οποία είχε ηττηθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα, σε έναν πόλεμο που οδήγησε στη γερμανική ενοποίηση.
Ο ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος περιέγραψε τη μάχη στα «Χρονικά» του («Annales»), μια Ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα πρώτα έξι βιβλία της οποίας βρέθηκαν στο αβαείο του Κόρβεϊ. Αλλά η αφήγησή του, γραμμένη έναν αιώνα μετά το γεγονός, παρείχε μόνο μια αόριστη ένδειξη για τον τόπο όπου έλαβε χώρα η σφαγή: «Οχι μακριά από τον Τευτοβούργιο Δρυμό», στη βορειοδυτική Γερμανία, έγραψε ο Τάκιτος, ενώ το Καρλκρίζε βρίσκεται περίπου 30 χλμ. βορειοανατολικά του δάσους.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί, όμως, δηλώνουν ότι ο Αρμίνιος δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένας γερμανός μαχητής της ελευθερίας. Ηγήθηκε μόνο μερικών φύλων στα βορειοδυτικά και το κίνητρό του πιστεύεται ότι ήταν η ενίσχυση της προσωπικής του ισχύος, με απότερο στόχο να συμμαχήσει με κάποια αντίπαλη φυλή και εκείνον να εκτελεί χρέη βασιλιά. Τελικά δολοφονήθηκε από μέλη της φυλής του λίγα χρόνια μετά τη μάχη.