Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο φυτό που μπορεί να συγκινήσει τόσο πολύ όσο η μαστίχα. Ισως φταίει το δάκρυ της που στάζει όταν το ειδικό μαχαιράκι αρχίσει να κεντάει τον κορμό της, ίσως πάλι είναι η ιστορία των ανθρώπων που την καλλιεργούν εδώ και αιώνες στη νότια Χίο, το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου βγαίνει το μαστίχι αφού οπουδήποτε αλλού, ακόμη και στο βορινό κομμάτι του ίδιου νησιού η παραγωγή του έχει αποτύχει.
Το μαστιχόδεντρο, η PistaciaLentiscus var. Chia όπως ονομάζεται επιστημονικά, είναι ένα είδος σχίνου που φύεται σε όλη τη Μεσόγειο, αποκλειστικά και μόνο όμως στα Μαστιχοχώρια της νότιας Χίου παράγεται αυτή η εκλεκτή πρώτη ύλη που έχει ταυτιστεί με το νησί και το έχει κάνει ξακουστό εδώ και αιώνες στα πέρατα του κόσμου.
Γιατί πέρα από το υπέροχο άρωμα και τη γεύση της η μαστίχα είναι θεραπευτική. Αυτή η διάφανη κολλώδης ουσία (ρητίνη) που αναβλύζει από τις πληγές του μαστιχόδεντρου το βοηθάει να τις γιατρέψει και το ίδιο ακριβώς θαύμα προσφέρει και σε μας αφού η μαστίχα ανακουφίζει το στομάχι, αντιμετωπίζει φλεγμονές, επουλώνει πληγές της επιδερμίδας. Οπως μας πληροφόρησε μάλιστα ο Πρόεδρος της Ενωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου Γιώργος Τούμπος, με την ομιλία του στην τελετή εγκαινίων του μουσείου, το γνωστό από την αρχαιότητα γιατροσόφι, αναγνωρίστηκε πλέον και επίσημα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων ως παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης, ενώ μέσα στο 2016 αναμένεται η πιστοποίηση της μαστίχας και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας Τροφίμων με τα σχετικά δικαιώματα.
Από το 2015, εξάλλου η μαστιχοκαλλιέργεια έχει ενταχθεί στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO.
Πώς όμως θα μπορούσε να αποδοθεί μια άυλη κληρονομιά σε ένα μουσείο; Αυτή ήταν ίσως μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η δυναμική Πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς (ΠΙΟΠ) Σοφία Στάικου μαζί με την ομάδα της, το αποτέλεσμα όμως ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Το Μουσείο Μαστίχας Χίου που υλοποιήθηκε από το ΠΙΟΠ, με τη συνεργασία της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου, του υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, καθώς και του Δήμου Χίου, χτίστηκε στη θέση Τεπέκι κοντά στο Πυργί της Χίου. Το έργο εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» ΕΠΑΝ ΙΙ στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 και συγχρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.
Η απτή παράδοση της μαστίχας
Απόλυτα ενταγμένο στο φυσικό περιβάλλον, το εντυπωσιακό κτιριακό συγκρότημα του μουσείου είναι χτισμένο με ξύλο, πέτρα, τσιμέντο και γυαλί σε μια απαλή πλαγιά εκεί όπου εδώ και αιώνες καλλιεργούνται οι μαστιχώνες της νότιας Χίου. Καθώς φεύγαμε σε μια στροφή του δρόμου γύρισα πάλι να το κοιτάξω. Και τότε μου έκανε μεγάλη εντύπωση η πλάγια όψη του. Οι δοκοί όπως φαίνονται από χαμηλά μου θύμισαν τους κορμούς των σχίνων αλλά και εκείνο το μαχαιράκι με την λοξή τομή που προορίζεται για τον άπειρο μαστιχοπαραγωγό, για να μην πληγώνει το χέρι του καθώς κεντάει τον θάμνο. Τέτοια μαχαιράκια είχαμε δει λίγο νωρίτερα ανάμεσα σε άλλα πολύτιμα εκθέματα του μουσείου.
Τρεις θάμνοι σχίνου είναι φυτεμένοι στην μικρή αυλή που ενώνει τα δύο κτίσματα ενώ πολλοί περισσότεροι υπάρχουν στον μαστιχώνα που περιβάλλει το μουσείο. Οι δουλειές του μαστιχοπαραγωγού κρατάνε όλο το χρόνο. Τα δεντράκια που φτάνουν τα 2-3 μέτρα κλαδεύονται τον χειμώνα έτσι ώστε η ομπρέλα τους να δημιουργεί την απαραίτητη σκιά που θα κρατάει δροσερό το χώμα από κάτω. Το χώμα σκουπίζεται για να είναι καθαρό και πασπαλίζεται με ασπρόχωμα, μια αδρανή ουσία που το μονώνει, για να δεχτεί τα δάκρυα της μαστίχας, όπως μας έδειξαν στη διάρκεια της ξενάγησης νεαροί καλλιεργητές.
Στην ζωντανή αυτή υπαίθρια έκθεση θαυμάσαμε επίσης τις γλυπτές μονοδιάστατες φιγούρες που έχουν τοποθετηθεί στις αναβαθμίδες ανάμεσα στους σχίνους, σχολιάζοντας διακριτικά με τις στάσεις τους τις εργασίες και τη μακραίωνη σχέση του ανθρώπου με τη φύση στα Μαστιχοχώρια.
Μπαίνοντας στο μουσείο αγγίζουμε τα φροκαλίδια, όπως λέγονται τα δάκρυα της μαστίχας που είναι ανακατεμένα με χώμα και με φύλλα, αυτά που μαζεύονται με σκούπισμα (φροκαλίζοντας) όλο το καλοκαίρι κάτω από τους σχίνους. Ταυτόχρονα οι αισθήσεις μας κατακλύζονται από το άρωμα της μαστίχας που διαχέεται σε όλο το χώρο αλλά και από τους στίχους ενός από τα παραδοσιακά τραγούδια που λένε οι Χιώτισσες ενώ καθαρίζουν τη μαστίχα καθισμένες όλο το χειμώνα στα σοκάκια σε παρέες.
«Στο κέντημα του σχίνου βρε μικρούλα μου να μην σε ξαναδώ / δεν θέλω να δουλεύεις μανούλα μου / τους σχίνους να κεντάς / για μια οκά μαστίχι τα νιάτα σου να φας / να ξεραθούν οι σχίνοι να γίνουν ρημαδιό» τραγουδάει με την επιβλητική φωνή της η κυρία Μαριάνθη, μια γριά χιώτισσα κυρά και το σπαρακτικό τραγούδι της ξυπνάει πάρα πολλούς στον επισκέπτη.
Ενώ ακολουθούμε την αρχαιολόγο του ΠΙΟΠ Αννα Καλλινικίδου που μας ξεναγεί στις ενότητες της μόνιμης έκθεσης, εντύπωση μου κάνει το τεράστιο πλήθος των πληροφοριών που είναι συγκεντρωμένο μέσα σε αυτό το μουσείο. Είναι πληροφορίες που δομούν ένα σύμπαν σκληρό, μετρημένο, δυναμικό, σαφώς ανθρωποκεντρικό το οποίο εκτείνεται από τα αυστηρά οχυρωμένα μαστιχοχώρια στους ηλιόλουστους μαστιχώνες και από το παρελθόν στο μέλλον του πολιτισμού της μαστίχας προσφέροντας μια γνώση στον επισκέπτη που δίνεται με ένα τόσο ανάλαφρο και σύγχρονο τρόπο ώστε να αποτυπώνεται με ευκολία στη μνήμη του. Νέες φωτογραφίες δίπλα σε αρχειακό φωτογραφικό υλικό, αναμνήσεις από μαρτυρίες, παραδοσιακές φορεσιές, εργαλεία και εξοπλισμός, αρχιτεκτονικές μακέτες που ζωντανεύουν τους παραδοσιακούς οικισμούς αλλά και πολύτιμα αντικείμενα όπως το πρώτο τουρκικό βιβλίο μαγειρικής με εφτά συνταγές μαστίχας δίπλα σε πορσελάνινα δοχεία προσφοράς και εντυπωσιακές οπτικοακουστικές παραγωγές, αποτυπώνουν το συγκλονιστικό ταξίδι της μαστίχας μέσα στο χρόνο, μαζί με το μόχθο και τις αγωνίες των καλλιεργητών της ανά τους αιώνες.
Η μοναδική μουσειακή εμπειρία ολοκληρώνεται με την κατανόηση της Ιστορίας έτσι όπως διαμορφώθηκε μέσα στο πλαίσιο του χώρου και του χρόνου και η οποία φθάνει μέχρι τη δημιουργία και το έργο του σύγχρονου συνεταιρισμού. Πρωτότυπα παλιά μηχανήματα από το εργοστάσιο της Ενωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου όπως οι κουφετιέρες μέσα στις οποίες ολοκληρωνόταν η παραγωγή της τσίχλας ΕΛΜΑ, το πρώτο μηχάνημα παραγωγής μαστιχελαίου και κολοφώνιου (είναι η ρητινώδης ουσία που απομένει μετά την απομάκρυνση του αιθέριου ελαίου από την μαστίχα) αλλά και το τυπογραφείο που είχε στη διάθεσή της η Ενωση, τίθενται σε λειτουργία, πλάι σε εφήμερα αντικείμενα όπως τα κασόνια, οι παλιές διαφημίσεις και οι συσκευασίες της τσίχλας προκειμένου να ζωντανέψουν ένα σπουδαίο κομμάτι της παραγωγικής ιστορίας της Ελλάδας.
Η ζωή στα Μαστιχοχώρια
Η μαστίχα είναι ένα φυτικό προϊόν με ονομασία προέλευσης που παράγεται αποκλειστικά και μόνο στα 24 Μαστιχοχώρια της Νότιας Χίου. Το μυστικό του θάμνου που δακρύζει μόνο εδώ όταν πληγώνεται κρύβεται στο γεγονός ότι από την αρχαιότητα οι Χιώτες διάλεγαν μόνο τους καλύτερους σκίνους και αυτούς καλλιεργούσαν αξιοποιώντας το σωστό έδαφος και το σωστό κλίμα της περιοχής που έχει πολύ λίγη βροχόπτωση. Ετσι μπορούσαν να είναι σίγουροι για την ποιότητά του, κατάφεραν όμως επίσης να ορίσουν την μαστίχα ως ένα σημαντικό εμπορικά προϊόν.
Οι γυναίκες συμμετέχουν εξίσου στις δουλειές που απαιτεί η παραγωγή της μαστίχας όλο το χρόνο. Κεντάνε τους θάμνους, μαζεύουν τα δάκρυα της ρητίνης, τα πλένουν και τα καθαρίζουν όλες μαζί καθισμένες στα σοκάκια του οικισμού τον χειμώνα όταν οι άνδρες προετοιμάζουν τα χωράφια με ξεχερσώματα, κλαδέματα και φυτεύσεις νέων θάμνων.
Από τα μέσα Ιουνίου αρχίζει η προετοιμασία των μαστιχόδεντρων για την παραγωγή της ρητίνης, αρχικά με τυχαίες χαρακιές και στη συνέχεια με συστηματικό κέντημα από κάτω προς τα πάνω, το οποίο διαρκεί μέχρι το Σεπτέμβριο. Με βασικό εργαλείο το κεντητήρι, ένα πολύ μικρό μαχαιράκι, χαράζουν επιφανειακά το φλοιό του κορμού εκεί όπου υπάρχουν οι αδένες που παράγουν τη ρητίνη.
Ένα δέντρο μπορεί να δεχτεί μέχρι και 100 κεντιές (χαρακιές). Μετά το αφήνουν να ξεκουραστεί για 15 μέρες και στη συνέχεια μαζεύουν την «πίτα», όπως λέγονται τα πρώτα μεγάλα δάκρυα που πέφτουν κάτω. Ακολουθεί ένα δεύτερο κέντημα και τα δάκρυα που έχουν απομείνει στον κορμό μαζεύονται με τη σκούπα και τα καλαθάκια. Στο τέλος σκουπίζουν τα δάκρυα που έχουν πέσει στο «τραπέζι», όπως λέγεται ο χώρος κάτω από το δέντρο, ο οποίος είχε προηγουμένως καλυφθεί με ασπρόχωμα, ένα αδρανές υλικό που επιτρέπει να μονωθεί η επιφάνεια πάνω στην οποία πέφτει η μαστίχα.
Ενα μαστιχόδενδρο, όπως και ο άνθρωπος, ζει περίπου 100 χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως δεν φεύγει ποτέ από τη ζωή. Ανανεώνεται διαρκώς, καθώς ο ίδιος καλός κλώνος γεννάει και αναπαράγεται στο πλάι. Ετσι το καλύτερο φυτό με κριτήριο την παραγωγή και την ποιότητα της μαστίχας ζει για πάντα. Αρχίζει να γίνεται παραγωγικό στα εφτά χρόνια και από τα 15 μέχρι τα 70 του αποδίδει πλήρως την παραγωγή του. Μπορεί να δώσει από 180 γραμμάρια έως 2 κιλά, αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι η μεγάλη παραγωγή δεν κάνει καλό ούτε στα δέντρα ούτε στους μαστιχοπαραγωγούς αφού η μεγάλη προσφορά ρίχνει την τιμή της, πράγμα πολύ καθοριστικό, στο παρελθόν τουλάχιστον, για το εμπόριο της μαστίχας.
Η μπαμπακού, ο ειδικός κεφαλόδεσμος που προστατεύει το κεφάλι και τα μαλλιά ανδρών και γυναικών από τα δάκρυα της ρητίνης καθώς κινούνται κάτω από τους σχίνους και οι χειρόφτριες, τα γάντια με τις κομμένες άκρες των δαχτύλων είναι τα δύο χαρακτηριστικά στοιχεία που διατηρούνται από την παραδοσιακή μαστιχοχωρίτικη κοινωνία των μεσαιωνικών χρόνων μέχρι σήμερα σε πιο σύγχρονες μορφές.
Στα Μαστιχοχώρια η κοινωνική ζωή εξακολουθεί να είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την συλλογή της μαστίχας, παλιότερα μάλιστα ολόκληρες οικογένειες ζούσαν τα καλοκαίρια στους μαστιχώνες τους για να προλάβουν να κεντήσουν όλα τα δέντρα. Το κέντημα αρχίζει πολύ νωρίς το πρωί πριν προλάβει ο ήλιος να ζεστάνει το μαστίχι και του χαλάσει το σχήμα και η μεταφορά του από το χωράφι στο χωριό μέσα σε σακιά ή ξύλινα κιβώτια ολοκληρώνεται το φθινόπωρο. Αφού μείνει για λίγο να σταθεροποιηθεί με την ψύχρα της εποχής, το μαστίχι κοσκινίζεται για να φύγουν το χώμα και τα φύλλα, πλένεται με αλάτι και ασπρόχωμα, στεγνώνει και στη συνέχεια από τον Νοέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο οι γυναίκες σε παρέες το καθαρίζουν καθισμένες στα σοκάκια του οικισμού. Με ένα άτυπο είδος «προξενιού» μάλιστα, οι γονείς φρόντιζαν οι κόρες τους να κάνουν καλές εσμιχτές, δανικές ή συντρόφισσες, όπως λέγονται αυτές οι γυναικείες παρέες που δημιουργούνται ήδη από τα παιδικά χρόνια και συνεχίζουν για πάντα. Κάπως έτσι αναπτύχθηκε στα Μαστιχοχώρια μια ιδιαίτερη μορφή γυναικείας συλλογικότητας.
Στα ίχνη της Ιστορίας
Στο Μουσείο της Μαστίχας συνειδητοποιεί κανείς, πόσο πρόσφατη είναι η ελεύθερη ζωή των κατοίκων στα Μαστιχοχώρια αφού η Χίος απελευθερώθηκε μόλις πριν από 104 χρόνια. Αν μάλιστα συμπεριλάβουμε και τη γερμανική κατοχή οι σύγχρονοι Χιώτες είναι μάλλον οι πρώτοι που γεννήθηκαν ελεύθεροι μετά από πολλούς αιώνες κυριαρχίας. Η ιστορία του νησιού, άμεσα συνδεδεμένη με την παραγωγή της μαστίχας, παρουσιάζεται με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο καθώς δίνεται το ιστορικό πλαίσιο κάθε χρονικής περιόδου, η διαχείριση της μαστίχας την περίοδο αυτή, πλάι σε ένα χρονολόγιο, αλλά και πίνακες με πληροφορίες για το ειδικό καθεστώς που ίσχυε κάθε φορά για τη μαστίχα.
Ταξιδεύοντας λοιπόν στο χρόνο βλέπουμε ότι οι χρήσεις της μαστίχας και οι θεραπευτικές της ιδιότητες ήταν μεν γνωστές από την αρχαιότητα, αλλά δεν υπάρχουν υλικά τεκμήρια στο νησί προγενέστερα των βυζαντινών χρόνων, περίοδο κατά την οποία η μαστίχα ήταν μονοπώλιο του αυτοκράτορα. Η Νέα Μονή -μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, που ιδρύθηκε με χρυσόβουλο το 1042- είναι γνωστό ότι είχε στην κατοχή της φυτείες σχίνων, συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι γινόταν εκεί καλλιέργεια και διαχείριση της μαστίχας.
Οι Χιώτες είναι Ίωνες – Έλληνες των οποίων η οικονομική ζωή και ο πολιτισμός στηριζόταν στο εμπόριο και τη ναυτιλία και η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η Χίος όμως «άλλαξε χέρια» πολλές φορές αφού ο έλεγχος του νησιού πέρασε από τους Φράγκους στους Ενετούς και στη συνέχεια στους Γενουάτες και στους Οθωμανούς. Η υπόδουλη ζωή υπήρξε άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο σκληρή με χειρότερη την περίοδο της κυριαρχίας των Γενοβέζων οι οποίοι μεταξύ άλλων απαγόρευαν στους καλλιεργητές την κατοχή και τη χρήση της μαστίχας με ποινές πολύ αυστηρές που κάποτε οδηγούσαν και στην κρεμάλα ενώ για προληπτικούς λόγους είχαν διαδοθεί ακόμα και δεισιδαιμονίες όπως για παράδειγμα ότι «αν φας μαστίχα είναι σα να μασάς κόκαλα νεκρών».
Αργότερα, κατά την περίοδο των Οθωμανών τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά. Ολόκληρη η παραγωγή της μαστίχας δεσμευόταν για τα χαρέμια. Η πρώτη ποιότητα προοριζόταν για το χαρέμι του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη ενώ η δεύτερη (τα πιο μικρά δάκρυα) πήγαινε στα χαρέμια των Μαμελούκων στο Κάιρο. Η Χίος προστατευόταν από τη Βαλιδέ Σουλτάνα (η βασιλομήτωρ που διοικούσε και το χαρέμι) και με ειδικό φιρμάνι του Σουλτάνου οι κάτοικοι του νησιού απολάμβαναν πολύ περισσότερα προνόμια σε σχέση με άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ηταν μεν υπόδουλοι όχι όμως και δουλοπάροικοι όπως στο παρελθόν.
Επί τουρκοκρατίας αναβίωσαν εξάλλου οι θεσμοί της κοινότητας, η θρησκευτική λατρεία και η εκπαίδευση, δόθηκαν φορολογικές ελαφρύνσεις ενώ φορολογείτο μόνο ο αρχηγός κάθε οικογένειας. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τη σφαγή της Χίου το 1822 που πήρε τις διαστάσεις γενοκτονίας όταν οι Χιώτες διεκδίκησαν την πλήρη ελευθερία τους. Τα προνόμια επανήλθαν το 1840 με φιρμάνι του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ, οι Μαστιχοχωρίτες πέτυχαν μάλιστα στο εξής να πληρώνουν το φόρο της μαστίχας σε χρήμα, ρύθμιση η οποία ίσχυσε μέχρι το 1912, οπότε και απελευθερώθηκε το νησί από τους Τούρκους. Το 1881 είναι μια ακόμη χρονιά – σταθμός στην επώδυνη ιστορία της Χίου, γιατί ένας συγκλονιστικός σεισμός κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρο το νησί εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα του.
Από τη Μαόνα των Γενοβέζων στην σύγχρονη συνεταιριστική αντίληψη
Τα βυζαντινά χρόνια ήταν χρόνια ταραγμένα. Το εμπόριο της μαστίχας που είχε επεκταθεί σε όλο το γνωστό κόσμο απέφερε τεράστια κέρδη σε όποιον κατείχε το μονοπώλιό της, πράγμα που στην ουσία κινητοποιούσε τους κατακτητές του νησιού. Η αδυναμία του βυζαντινού κράτους να προστατεύσει τη Χίο από τους Τούρκους οδήγησε το 1304 στην παράδοσή της στον Γενουάτη Βενέδικτο Ζακάρια ο οποίος έθεσε τις βάσεις για τη διαχείριση της μαστίχας, ίσως μάλιστα εκεί να βρίσκονται οι ρίζες του σύγχρονου συνεταιρισμού που σήμερα πλέον αναπτύσσει υποδειγματικά το εμπορικό μέλλον αυτής της πολύτιμης πρώτης ύλης.
Η γενουατική δυναστεία των Ζακάρια φρόντισε για την άμυνα του νησιού, για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των πειρατικών επιδρομών, εισήγαγε καινοτομίες στο υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα, οργανώνοντας μεθοδικά την παραγωγή και το εμπόριο της μαστίχας, αλλά επίσης του κρασιού και του μεταξιού. Το 1329 το καθεστώς Ζακάρια καταλύεται και η Χίος επανέρχεται στο Βυζάντιο ως το 1346, οπότε αρχίζει η δεύτερη περίοδος της Γενουατοκρατίας που θα κρατήσει 220 χρόνια.
Η Μαόνα, μια μετοχική εταιρεία πλοιοκτητών που είχε συσταθεί παλαιότερα για να βοηθήσει τη Γένουα (είναι η σημερινή Γένοβα) να εκστρατεύσει αναλαμβάνει τότε τον απόλυτο έλεγχο της παραγωγής και την αποκλειστική εκμετάλλευση της μαστίχας με πολύ αυστηρές ποινές για τους παραβάτες. Η Γένοβα της είχε υποσχεθεί κέρδη με τη λήξη της εκστρατείας που δεν κατάφερε όμως να της τα δώσει και αντ’ αυτού της παραχώρησε το δικαίωμα των προσόδων της Χίου. Και μέχρι το 1566 που θα κρατήσει η κυριαρχία της, η Μαόνα –τα μέλη της οποίας υιοθετούν το όνομα Ιουστινιάνι και κοινό θυρεό- εφαρμόζει μια πολύ αυστηρή οργάνωση τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά, ώστε να ελέγχει απολύτως την παραγωγή αλλά και να αποκλείσει επίσης πιθανές εξεγέρσεις των αγροτών. Επιπλέον η Μαόνα άφησε το στίγμα της και στην αρχιτεκτονική του τόπου με την ίδρυση των οικισμών της περιοχής. Τα Μαστιχοχώρια οχυρώνονται με τείχη τα οποία έχουν μόνο δύο πύλες που ανοίγουν πρωί και βράδυ για την είσοδο και την έξοδο των καλλιεργητών και τα σπίτια είναι κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς παράθυρα ενώ όταν απαιτείται να επεκταθούν κτίζονται όροφοι που γεφυρώνουν τα σοκάκια.
Ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει οδυνηρές συνέπειες για την οικονομία του ελεύθερου, πλέον, νησιού. Ετσι το 1938 με νόμο του Κράτους ιδρύονται 20 τοπικοί συνεταιρισμοί και η Ενωσις Μαστιχοπαραγωγών Χίου «με σκοπό της προστασία της Χιώτικης Μαστίχας μέσω της συστηματοποίησης της παραγωγής, συλλογής, συσκευασίας και διανομής του προϊόντος». Εκτοτε η Ενωση αγοράζει ολόκληρη την παραγωγή της μαστίχας από τους τοπικούς συνεταιρισμούς στους οποίους είναι υποχρεωμένοι να την παραδίδουν όλοι οι μαστιχοπαραγωγοί του νησιού. Μεγάλος ήταν ο άθλος της ειδικά την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου αφού συνέχισε να αγοράζει την παραγωγή αλλά και μεταπολεμικά όταν σχεδόν όλες οι οικονομίες του κόσμου είχαν καταρρεύσει και το εμπόριο ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Ακολούθησε η δημιουργία εγκαταστάσεων για τη βιομηχανική επεξεργασία της μαστίχας και έτσι προέκυψαν δύο προϊόντα ΠΟΠ, το μαστιχέλαιο που άρχισε να παράγεται το 1950 με απόσταξη της μαστίχας δια υδρατμών και από το 1957 η διάσημη τσίχλα ΕΛΜΑ (ελληνική μαστίχα), το όνομα της οποίας προέκυψε από ένα μαθητικό διαγωνισμό.
Το πιο πρόσφατο γεγονός στην ιστορία της Ε.Μ.Χ. ήταν η ίδρυση της θυγατρικής της εταιρείας Mediterra S.A., η ανάπτυξη του δικτύου καταστημάτων mastihashop για τη λιανική πώληση μαστίχας και προϊόντων μαστίχας στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2008 η Mediterra S.A είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Αθήνας με κυριότερους μετόχους την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου (διαθέτει το 51% των μετοχών), την Zaitech Fund (ATTICA VENTURES) με 28%, την Platona Enterprises με 5,5% και την ΚΟΡΡΕΣ Α.Ε. με 5,1%.