Σοβιετική αφίσα –φυσικά προπαγανδιστική– ώστε να εμφανιστεί ο Στάλιν ως φυσικός διάδοχος του Λένιν και «Πατερούλης» όλων των Σοβιετικών | amazon.com
Θέματα

Είναι θεμιτή η εξίσωση κομμουνισμού-ναζισμού;

Το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία ένα ψήφισμα που φέρει τον τίτλο «Η σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης», ουσιαστικά εξισώνοντας τον ναζισμό με τον κομμουνισμό. Κάτι που προκάλεσε σειρά συζητήσεων και αντιδράσεων ανά την Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα
Protagon Team

Με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων, την 1η Σεπτεμβρίου, από την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την προηγούμενη εβδομάδα τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενέκριναν με συντριπτική πλειοψηφία ένα ψήφισμα που φέρει τον τίτλο «Η σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης» και ουσιαστικά εξισώνει τον ναζισμό με τον κομμουνισμό. Τουλάχιστον αυτό υποστήριξε το ΚΚΕ, χαρακτηρίζοντας το ψήφισμα «κατάπτυστο». Την ίδια γνώμη, όσον αφορά την απόπειρα εξίσωσης του κομμουνισμού με τον ναζισμό από το ευρωκοινοβούλιο έχει και ένας έγκριτος ιταλός ιστορικός γράφοντας στην (κεντροαριστερή) εφημερίδα La Repubblica.

Κυρίως γιατί στο τελικό κείμενο που συνυπέγραψαν με μικρές διαρροές όλες οι πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκτός της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, οι κομμουνιστές Σοβιετικοί αναδεικνύονται ως σύμμαχοι των ναζιστών Γερμανών και εξίσου υπαίτιοι για την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

«Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πιο καταστροφικός πόλεμος στην ιστορία της Ευρώπης, ξεκίνησε ως άμεσο αποτέλεσμα του διαβόητου συμφώνου μη επιθέσεως της 23ης Αυγούστου 1939 μεταξύ Ναζί και Σοβιετικών, γνωστού ως Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, και των μυστικών πρωτοκόλλων του, βάσει των οποίων δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα που είχαν ως κοινό στόχο να κατακτήσουν τον κόσμο διαίρεσαν την Ευρώπη σε δύο σφαίρες επιρροής», επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, στο ψήφισμα.

Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπενθυμίζουν επίσης ότι «το ναζιστικό και το κομμουνιστικό καθεστώς διέπραξαν μαζικούς φόνους, γενοκτονία και εκτοπίσεις, και προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου στην ιστορία της ανθρωπότητας απώλεια ανθρώπινων ζωών και στέρηση ελευθερίας», και ότι, πέρα από «το εξαιρετικά ειδεχθές έγκλημα του Ολοκαυτώματος που διέπραξε το ναζιστικό καθεστώς», καταδικάζουν απερίφραστα και «τις επιθετικές πράξεις, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από το ναζιστικό, το κομμουνιστικό και τα λοιπά ολοκληρωτικά καθεστώτα».

Και «λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρά το γεγονός ότι τα εγκλήματα του ναζιστικού καθεστώτος αξιολογήθηκαν και τιμωρήθηκαν με τις δίκες της Νυρεμβέργης», υπογραμμίζουν πως «εξακολουθεί να υφίσταται επείγουσα ανάγκη για ευαισθητοποίηση, ηθική αξιολόγηση και νομική διερεύνηση των εγκλημάτων του σταλινισμού και άλλων δικτατορικών καθεστώτων», καλώντας, αμέσως μετά, «όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να κρίνουν με σαφήνεια και βάσει αρχών τα εγκλήματα και τις επιθετικές ενέργειες που διέπραξαν τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα και το ναζιστικό καθεστώς».

Σημειώνεται επίσης πως «η μνήμη για τα θύματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων και η αναγνώριση και συνειδητοποίηση της κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς των εγκλημάτων που διέπραξαν οι κομμουνιστικές, ναζιστική, και λοιπές δικτατορίες έχουν ζωτική σημασία για την ενότητα της Ευρώπης και του λαού της και για την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ανθεκτικότητας απέναντι στις σύγχρονες εξωτερικές απειλές».

Το τελικό ψήφισμα, το οποίο δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ, ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών. Γιατί αρχικά το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και οι υπόλοιπες ομάδες της Δεξιάς εντός του Ευρωκοινοβουλίου είχαν παρουσιάσει ένα κατά πολύ πιο αυστηρό – όσον αφορά την εξίσωση του κομμουνισμού με τον ναζισμό – κείμενο. Παρενέβησαν, ωστόσο, οι Πράσινοι και οι Σοσιαλιστές, συμβάλλοντας στη σύνταξη ενός επιεικέστερου κειμένου στο οποίο δίνεται στοχευμένα ιδιαίτερη έμφαση στα εγκλήματα του σταλινισμού.

Είναι θεμιτή η εξίσωση;

Κατά πόσο, όμως, είναι θεμιτή η εξίσωση του κομμουνισμού με τον ναζισμό; Αναζητώντας μια απάντηση στο εν λόγω ερώτημα η Repubblica έδωσε τον λόγο στον Ουμπέρτο Τζεντιλόνι. Ο διακεκριμένος ιταλός ακαδημαϊκός, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, επέλεξε να απευθυνθεί όχι στους πολιτικούς αλλά στα «παιδιά», στη νεολαία της Ιταλίας, υποστηρίζοντας εξαρχής και εξηγώντας στη συνέχεια πως ο κομμουνισμός δεν μπορεί να εξισωθεί σε καμιά περίπτωση με τον ναζισμό.

Βάση της ανόδου του ναζισμού, γράφει, αποτέλεσε η πεποίθηση των οπαδών του ότι «θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και να επιβάλλουν μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων στο πλαίσιο της οποίας θα ήταν δυνατή η επιλογή των μελλοντικών κατοίκων του πλανήτη και ο αφανισμός όλων όσοι θα κρίνονταν ακατάλληλοι ή ανεπιθύμητοι. Ο ναζισμός στο σύνολό του θέτει τον φιλόδοξο στόχο της δημιουργίας ενός “νέου τύπου ανθρώπου” που θα ανταποκρίνεται στις ναζιστικές πεποιθήσεις. Οποιος δεν τις αποδέχεται ή κρίνεται ακατάλληλος ταυτοποιείται και διώκεται μέχρις εσχάτων.

Αντιθέτως, συνεχίζει ο Τζεντιλόνι, η παραβολή της σοσιαλιστικής και της κομμουνιστικής Αριστεράς εγγράφεται στη δυναμική της απελευθέρωσης ανδρών και γυναικών καταπιεσμένων, ταπεινωμένων, μίζερων και σκλαβωμένων». Αναγνωρίζοντας, όμως, συγχρόνως ότι κατά την πορεία, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμος ο κομμουνισμός μπορεί να καταστεί «καταπιεστικός και βίαιος, απειλώντας την ελευθερία στις πολλές γωνιές του κόσμου όπου οικοδομείται».

Ο Τζεντιλόνι υποστηρίζει επίσης ότι το ψήφισμα για «τη σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης» είναι ιδιαίτερα περιοριστικό και κοντόφθαλμο. Γιατί εστιάζει αποκλειστικά στις «πιο σκοτεινές σελίδες» της ευρωπαϊκής Ιστορίας, στο πλαίσιο των οποίων αναδεικνύονται μόνον τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας και της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ενωσης δίχως να υπάρχει καμιά αναφορά, ωστόσο, στις σημαντικές κατακτήσεις του κομμουνισμού όπως «τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, η αναγνώριση της διαφορετικότητας, η ίδρυση διεθνών θεσμών, η προάσπιση όλων όσοι απειλούνται στην εργασία τους ή στην οικογένειά τους».

Οσον αφορά τον ισχυρισμό πως το γεγονός που άνοιξε το δρόμο για το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν η υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, ο Τζεντιλόνι παραπέμπει στη Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπεγράφη μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τους εξοντωτικούς όρους που επιβλήθηκαν στους Γερμανούς.

«Ο ναζισμός γεννήθηκε και επιβλήθηκε εντός των πλαισίων της τραγωδίας των δύο παγκόσμιων πολέμων και εκτείνεται από την αδιαμφισβήτητη άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία έως το καταστροφικό του τέλος το 1945. Μια πορεία σχετικά μικρή που σημαδεύτηκε από τη βία νοούμενη ως κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Ο κομμουνισμός καλύπτει ένα χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο και ερμηνεύτηκε από ιστορικούς με διαφορετικές απόψεις ως γεγονός που σάρωσε ολόκληρο τον περασμένο αιώνα», υπενθυμίζει ο ιταλός ιστορικός. Και σημειώνει πως ο κομμουνισμός αυτός καθαυτός «προβάλλεται σε μια παγκόσμια διάσταση, ως εν δυνάμει εργαλείο, για τη χάραξη δρόμων χειραφέτησης ή λύτρωσης με στόχο τη βελτίωση της επισφαλούς ανθρώπινης κατάστασης, παρά τη συχνή διάψευση των προσδοκιών ή την προδοσία των ιδανικών του».