Το βράδυ της Κυριακής κατά την τελετή απονομής των Αμερικανικών Μουσικών Βραβείων (American Music Awards – AMAs) η 29χρονη Τέιλορ Σουίφτ ανακηρύχθηκε όχι μόνον Καλλιτέχνης της Χρονιάς, αλλά και Καλλιτέχνης της Δεκαετίας – ενώ με τα έξι βραβεία που κέρδισε κατά τη φετινή διοργάνωση έφθασε τα 29 συνολικά, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Μάικλ Τζάκσον ο οποίος κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του είχε τιμηθεί με 24 AMAs.
Η παρουσία, ωστόσο, της αμερικανίδας τραγουδίστριας στο Microsoft Theater του Λος Αντζελες επισκιάστηκε από τη διαμάχη της με τον μάνατζερ νέων ταλέντων Σκούτερ Μπράουν και την πρώην δισκογραφική της εταιρεία με αφορμή τα δικαιώματα χρήσης των τραγουδιών των πρώτων έξι άλμπουμ της.
Την προηγούμενη εβδομάδα η Σουίφτ κατηγόρησε τον Μπράουν ότι δεν της επιτρέπει να ερμηνεύσει κάποια από τα τραγούδια της στην τελετή απονομής των Μουσικών Βραβείων. Συγχρόνως ζήτησε από τους 122 εκατομμύρια ακολούθους της στο Instagram να δηλώσουν στον κ. Μπράουν πώς αισθάνονται για αυτό. Αποκαλύπτοντας στη συνέχεια ότι δέχτηκε ακόμα και απειλές κατά της ζωής, της δικής του αλλά και των μελών της οικογένειάς του, εκείνος τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της εξεύρεσης μιας συμβιβαστικής λύσης. Το βράδυ της Κυριακής η Σουίφτ απέφυγε να θίξει άμεσα το ζήτημα, αναφέροντας γενικά και αόριστα πως η μουσική βιομηχανία «είναι πραγματικά περίεργη».
Στην Αμερική, ωστόσο, περισσότερο περίεργο φαίνεται σε πολλούς το γεγονός πως τη δημοφιλή και πολυβραβευμένη τραγουδίστρια έσπευσε να την υπερασπιστεί και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν. «Δυστυχώς, η Τέιλορ Σουίφτ είναι μία από τους πολλούς (καλλιτέχνες) το έργο των οποίων έχει απειληθεί από μια εταιρεία επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων. Απομυζούν ολοένα περισσότερο την οικονομία μας, μειώνοντας τις θέσεις εργασίας και συνθλίβοντας ολόκληρες βιομηχανίες» σημείωσε στο Twitter η γερουσιαστής από τη Μασαχουσέτη και υποψήφια για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών ενόψει των εκλογών του 2020.
Μεταξύ των πρώτων που έσπευσαν να επικρίνουν την πιθανή αντίπαλο του Ντόναλντ Τραμπ στη μάχη για την κατάκτηση του Λευκού Οίκου συγκαταλέγεται η Αλίσια Φίνλεϊ, αρθρογράφος της συντηρητικής και κάθε άλλο παρά φιλικά διακείμενης απέναντι στους Δημοκρατικούς Wall Street Journal.
Υπενθυμίζοντας κατ’ αρχάς ότι μια καλλιτέχνιδα που συγκαταλέγεται μεταξύ των διασημοτήτων με τις υψηλότερες απολαβές στη σχετική λίστα του Forbes ενώ μόνον πέρυσι, χάρη στην περιοδεία που πραγματοποίησε για την παρουσίαση του νέου της δίσκου, έγινε πλουσιότερη κατά 266 εκατομμύρια δολάρια, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί «μια μάρτυρας του καπιταλισμού».
Πιο συγκεκριμένα, στη συνέχεια, η αμερικανίδα δημοσιογράφος σημειώνει πως ο Σκούτερ Μπράουν, ο οποίος είναι επίσης χρηματοδότης του Δημοκρατικού Κόμματος, αγόρασε φέτος την Big Machine Records, τη δισκογραφική εταιρεία που εκτίναξε την καριέρα της Σουίφτ, αντί 300 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που συγκέντρωσε με τη στήριξη της επενδυτικής εταιρείας Carlyle.
Οταν υπέγραψε στην Big Machine η Σουίφτ πριν από μια δεκαπενταετία, παραχώρησε τα δικαιώματά της επί των ηχογραφήσεων με αντάλλαγμα μια προκαταβολή επί των πωλήσεων και την προώθηση της δουλειάς της. «Ετσι ξεκινούν τα περισσότερα νέα αστέρια», σημειώνει η Αλίσια Φίνλεϊ, εξηγώντας πως σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία της Φωνογραφικής Βιομηχανίας μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία επενδύει από 500 χιλιάδες έως δύο εκατομμύρια δολάρια σε προκαταβολές, ηχογραφήσεις, παραγωγή βίντεο, περιοδείες, και προώθηση του δίσκου ενός νέου καλλιτέχνη.
Οι καλλιτέχνες αποκτούν δικαιώματα εκμετάλλευσης μόνον όταν οι δισκογραφικές εταιρείες πάρουν πίσω, από τις πωλήσεις των δίσκων, τα χρήματα που προκατέβαλαν. «Οι δισκογραφικές εταιρείες λειτουργούν σαν εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων. Βάζουν πολλά στοιχήματα χωρίς να ξέρουν ποιο θα αποδώσει. Τα έσοδα από τις παλιές ηχογραφήσεις της Σουίφτ αξιοποιούνται για το ξεκίνημα της καριέρας νέων μουσικών. Ενώ οι φιλελεύθεροι ζητούν από την κυβέρνηση να πάρει χρήματα από τους πλούσιους για την αρωγή των ασθενέστερων, φαίνεται να μην τους αρέσει όταν το ίδιο πράγμα κάνουν οι ιδιώτες».
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει η αμερικανίδα δημοσιογράφος, η Τέιλορ Σουίφτ «χρωστάει την περιουσία της – περί τα 360 εκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με το Forbes – στον αμερικανικό καπιταλισμό, χάρη στον οποίο επιχειρήσεις μπόρεσαν να επενδύσουν σε αυτήν και εκείνη να επωφεληθεί κατά συνέπεια». Και δεν παραλείπει να αναφέρει πως είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο το ότι οι προοδευτικοί Δημοκράτες που παρουσιάζουν τη Σουίφτ ως θύμα του καπιταλισμού, θέλουν συγχρόνως να «την τιμωρήσουν για την επιτυχία της».
Γιατί στην περίπτωση που η Ελίζαμπεθ Γουόρεν καταφέρει να εκλεγεί στην προεδρία και επιβάλει στη συνέχεια έναν ενιαίο φόρο πλούτου, όπως προανήγγειλε, η Σουίφτ θα φορολογείται σε ετήσια βάση και για την ακίνητη περιουσία που διαθέτει, ύψους 81 εκατομμυρίων δολαρίων, και για τα δύο ιδιωτικά τζετ που φημολογείται ότι κατέχει, αξίας έως 58 εκατομμυρίων δολαρίων έκαστο, και για την άυλη, φυσικά, περιουσία της, ακόμα και για τα πόδια της που φέρεται ότι ασφάλισε το 2015 για 40 εκατ. δολάρια.