Επτά χρόνια αφότου η άνοδος του Εμανουέλ Μακρόν στην εξουσία μεταμόρφωσε το πολιτικό τοπίο στη Γαλλία, οι εκλογές της περασμένης Κυριακής αλλάξαν εκ νέου τα κύρια χαρακτηριστικά του.
Σε γενικές γραμμές έγινε λόγος για «ήττα της Ακροδεξιάς» και «ανάκαμψη της Αριστεράς» – και είναι αλήθεια πως η γαλλική πολιτική δείχνει να στρέφεται εκ νέου στο παλιό, πιο οικείο δίπολο Αριστεράς-Δεξιάς. Επιπλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας, στην Εθνοσυνέλευση δεν υπάρχει μια επαρκής πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει, καταρχάς, πως οι Γάλλοι θα χρειαστεί να μάθουν την τέχνη του σχηματισμού συνασπισμών, την οποία κατέχουν οι Γερμανοί, οι Βέλγοι, αλλά και οι Ελβετοί.
Ενα άλλο ζήτημα είναι, φυσικά, ποια θα είναι η μοίρα της Ακροδεξιάς στη Γαλλία, με τον Τζον Λίτσφιλντ του Politico να διερωτάται αν η πρόσφατη ήττα της Εθνικής Συσπείρωσης θα μπορούσε να είναι η αρχή του τέλους, τόσο για το κόμμα όσο και για την ηγέτιδά του.
«Εχοντας απορρίψει την εχθρική προς την Ευρώπη και φιλικά διακείμενη προς τη Ρωσία Λεπέν τρεις φορές (ή μάλλον τέσσερις, συνυπολογίζοντας την κακή απόδοσή της το 2012), είναι ποτέ πιθανό οι γάλλοι ψηφοφόροι να την εκλέξουν (στην προεδρία);» γράφει. «Μάλλον όχι», δίνει ο ίδιος την απάντηση, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς είναι μάλλον ισχυρά.
Καταρχάς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το εκλογικό αποτέλεσμα για την Λεπέν και το κόμμα της δεν ήταν μια ήττα αλλά «μέρος μιας ακόμη πορείας προς τη νίκη». Η Ακροδεξιά κατάφερε να αυξήσει τις έδρες της στην Εθνοσυνέλευση από έξι το 2017 σε 88 το 2022 και σε 143 την περασμένη Κυριακή. Οπως εξηγεί ο δημοσιογράφος του Politico, η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων στη Γαλλία είναι ανάλογη των ψήφων που λαμβάνουν και των εδρών που κερδίζουν, κάτι που στην προκειμένη συνεπάγεται ότι τα χρήματα δεν θα είναι πλέον πρόβλημα για τη Λεπέν και το κόμμα της.
Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως «η Γαλλία, έχοντας φλερτάρει με τη Λεπέν στον πρώτο γύρο των εκλογών, την απέρριψε βάναυσα στον δεύτερο γύρο, για τρίτη φορά μετά το 2017» γράφει ο Λίτσφιλντ, υποστηρίζοντας ότι αυτή η τελευταία απόρριψη ενδέχεται να αποδειχθεί πιο επιζήμια από τις προηγούμενες.
Στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση η Εθνική Συσπείρωση διεκδίκησε την ψήφο των γάλλων πολιτών ισχυριζόμενη πως είναι ένα αλλαγμένο κόμμα, πιο «επαγγελματικό» μετά από δύο χρόνια παρουσίας ενός μεγάλου μπλοκ βουλευτών του στο Κοινοβούλιο και πιο αποδεκτό, μέσω του αποκλεισμού μελών/στελεχών με ρατσιστικές/συνωμοσιολογικές απόψεις.
Τη μεταμόρφωση του ακροδεξιού κόμματος ανέλαβε να ενσαρκώσει ο 28χρονος Ζορντάν Μπαρντελά, ο οποίος, όντως, έφερε νέο αέρα στην παράταξη, καταλήγοντας να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο TikTok αλλά και διαρκώς καλεσμένος σε πολιτικές τηλεοπτικές εκπομπές.
Πώς εξηγείται, λοιπόν, η μη επιτυχία, αν όχι η αποτυχία, του κόμματος της Λεπέν και του Μπαρντελά στις εκλογές; «Το κόμμα τελικά έχασε επειδή περισσότεροι από 200 υποψήφιοι αριστερών και κεντρώων κομμάτων αποχώρησαν μετά τον πρώτο γύρο, ώστε να ευνοήσουν την τακτική ψήφο κατά ακροδεξιών υποψηφίων στον δεύτερο γύρο» απαντά ο Λίτσφιλντ. Θεωρεί, ωστόσο, ότι στην ήττα της Εθνικής Συσπείρωσης συνέβαλε και η αποκάλυψη ότι οι όποιοι ισχυρισμοί περί ενός κόμματος μεταμορφωμένου, σοβαρού και μετριοπαθούς ήταν στην πραγματικότητα ψευδείς.
Δεκάδες από τους υποψηφίους του ξεμπροστιάστηκαν –κυρίως από δημοσιεύματα σε περιφερειακά μέσα ενημέρωσης– ως ρατσιστές, αντισημίτες, θαυμαστές του Πούτιν και αρνητές του κορονοϊού, ενώ υποψηφιότητα είχε βάλει ακόμη και ένας καταδικασμένος για ένοπλη ληστεία.
Επιπλέον, τόσο ο Μπαρντέλα όσο και η Λεπέν άλλαζαν το πρόγραμμά τους σχεδόν καθημερινά, επιδιώκοντας να φανούν ως σοσιαλιστές και υποστηρικτές του παρεμβατισμού στους ψηφοφόρους χαμηλών εισοδημάτων και ως φιλελεύθεροι και πολέμιοι της φορολογίας στις επιχειρήσεις και στη μεσαία τάξη.
Τώρα ο Ζορντάν Μπαρντελά και η Μαρίν Λεπέν έχουν μπροστά τους τρία χρόνια (και πολλά χρήματα) για να ανακάμψουν. Οσον αφορά τη Γαλλία, είτε θα παρασυρθεί σε δύσκολες καταστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες, είτε τα παραδοσιακά κόμματα θα συμβιβαστούν ώστε να σχηματιστεί μια κυβέρνηση. «Αυτό είναι ένα τοπίο που ευνοεί τόσο τον ακροδεξιό όσο και τον ακροαριστερό λαϊκισμό» σημειώνει ο Λίτσφιλντ. «Ωστόσο, υπάρχουν άλλοι λόγοι να πιστεύουμε ότι η Μαρίν Λεπέν θα έχει μια δύσκολη αποστολή έως τις προεδρικές εκλογές του 2027» προσθέτει.
Τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής δείχνουν ότι η διαίρεση της γαλλικής πολιτικής (το 2017) σε τρία μέρη –ριζοσπαστική Αριστερά, μακρονικό Κέντρο και Ακροδεξιά– εξακολουθεί να αποτελεί πραγματικότητα. Ομως τόσο στις γαλλικές εκλογές όσο και στις ευρωεκλογές καταγράφηκαν σημάδια ανάκαμψης της παλιάς, μεταρρυθμιστικής, φιλοευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, με τους Σοσιαλιστές να υπερδιπλασιάζουν τις έδρες τους, από 31 σε 65, το οποίο σημαίνει ότι πλέον υπολείπονται οριακά της ακροαριστερής, αντικαπιταλιστικής και εχθρικής προς την Ευρώπη Ανυπότακτης Γαλλίας του Ζαν-Λικ Μελανσόν.
Οι κεντροδεξιοί (πρώην γκολικοί) Républicains τα πήγαν επίσης σχετικά καλά. Αφού αρνήθηκαν να στηρίξουν τον ηγέτη τους, Ερίκ Σιοτί, σε μια ανίερη συμμαχία με την Ακροδεξιά, κατάφεραν να εκλέξουν 68 βουλευτές, ελαφρώς περισσότερους από τις τελευταίες εκλογές. Θα μπορούσε,λοιπόν, αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα να αποτελέσει την αρχή μιας προσπάθειας ανάκτησης του δεξιού εκλογικού σώματος από τους διαδόχους του Ντε Γκολ, του Σιράκ και του Σαρκοζί; Σύμφωνα με τον Λίτσφιλντ θα μπορούσε, αν και το κόμμα στερείται αποτελεσματικής και αποφασιστικής ηγεσίας, ενώ η ύπαρξη πληθώρας επίδοξων ηγετών περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο δημοσιογράφος του Politico σημειώνει ότι μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των εκλογών στη Γαλλία, τα ΜΜΕ, ειδικά του εξωτερικού, έδειχναν πεπεισμένα ότι η Μαρίν Λεπέν θα κέρδιζε την προεδρία το 2027. Στη συνέχεια όμως αναγνώρισαν το γεγονός ότι υπέστη ένα βαρύ πλήγμα καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση. Σίγουρα μπορεί να ανακάμψει, αλλά πλέον η προεδρική κούρσα είναι κάθε άλλο παρά τελειωμένη υπόθεση.
«Το γαλλικό σύστημα των δύο γύρων ευνοεί τους συναινετικούς έναντι των ακραίων. Σε έναν δεύτερο γύρο μεταξύ της Λεπέν και του “σχεδόν οποιουδήποτε” (εκτός κάποιου ακροαριστερού), πιθανότατα η Λεπέν θα απορριφθεί ξανά. Η Γαλλία βρίσκεται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από ό,τι πιστεύουν πολλοί Γάλλοι. Είναι επίσης μια πιο υγιής δημοκρατία από όσο πιστεύουν ορισμένοι γάλλοι και ξένοι σχολιαστές» σημειώνει ο Τζον Λίτσφιλντ.