| CreativeProtagon
Θέματα

«Τα Καλύτερά μας Χρόνια», 50 χρόνια μετά

Το νέο βιβλίο του Ρόμπερτ Χόφλερ, «The Way They Were», εμβαθύνει στις εγωιστικές συγκρούσεις και τις καλλιτεχνικές διαφορές εξαιτίας των οποίων παραλίγο να καταποντιστεί η ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ, παραγωγής 1973, με τους Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Κική Τριανταφύλλη

Σύμφωνα με τη θεωρία του δημιουργού (auteur theory), μια μεγάλη ταινία είναι προϊόν μίας και μοναδικής σκηνοθετικής ιδιοφυΐας. Ισως, όμως, δεν υπάρχει μεγαλύτερη διάψευσή της από τον αριθμό των καλών ταινιών που δημιουργήθηκαν μέσα από καβγάδες και θυμούς ανθρώπων που λειτουργούσαν χωρίς να βλέπουν μπροστά τους ξεκάθαρο τέλος.

Ταινίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως «Ο Μάγος του Οζ» (1939), «Καζαμπλάνκα» (1942), «Λάουρα» (1944), «Πιο δυνατός από τον Διάβολο» (1953) και «Αποκάλυψη τώρα» (1979), προέκυψαν από το χάος μια σειράς απολυμένων σκηνοθετών, απολυμένων ηθοποιών, ανυποχώρητων παραγωγών, αλλαγών του σεναρίου ανά πεντάλεπτο και από μια σειρά προσευχών στην Παναγία… μετά το τέλος της παραγωγής.

Μάλιστα, όσο πιο προσεκτικά παρατηρεί κανείς το χάος τους, τόσο περισσότερο η ιδέα του ενός δημιουργού εκφυλίζεται σε παραλογισμό, γράφει στην Washington Post ο συγγραφέας Λούι Μπέιαρντ (το βιβλίο του «Βλέμμα από Γαλάζιο», στο οποίο βασίστηκε η ταινία «The Pale Blue Eye» του Netflix, κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις «Μίνωας», σε μετάφραση Μαρίας Φακίνου).

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον συγγραφέα πίσω από την ταινία «Τα Καλύτερά μας Χρόνια» (1973). Ποιος ήταν;  Το ρομαντικό δράμα του Σίντνεϊ Πόλακ, που προτάθηκε για έξι Οσκαρ και κέρδισε δύο, ξεκίνησε από μια ιδέα για την οθόνη του Αρθουρ Λόρεντς, ο οποίος στη συνέχεια τη μετέτρεψε σε σενάριο και μυθιστόρημα. Εξαρχής, ο Λόρεντς το οραματίστηκε σαν μια ιστορία αγάπης γεμάτη πολιτική: παρακολουθώντας τη μαχητική εβραία κομμουνίστρια Κέιτι Μορόσκι (Μπάρμπρα Στρέιζαντ) και τον ωραίο πλην όμως αδιάφορο πολιτικά, WASP, Χάμπελ Γκάρντινερ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) από τη δεκαετία του 1930. Γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο και ερωτεύτηκαν, έως τη δεκαετία του 1950, που ο γάμος τους κατέρρευσε. Ο Λόρεντς χρησιμοποίησε τον καταδικασμένο τους έρωτα για να εξερευνήσει το ακόμα καυτό, τότε, θέμα της Μαύρης Λίστας του Χόλιγουντ.

«Τα καλύτερά μας Χρόνια» δεν είναι ψυχαγωγία, γράφει στην Washington Post ο Μπέιαρντ παρουσιάζοντας το βιβλίο του Ρόμπερτ Χόφλερ «The Way They Were: How Epic Battles and Bruised Egos Brought a Classic Hollywood Love Story to the Screen».

Οπως τεκμηριώνει με επιδεξιότητα ο συγγραφέας, το σενάριο του Λόρεντς δόθηκε σύντομα στους Ντέιβιντ Ρέιφιλ και Αλβιν Σάρτζεντ, οι οποίοι είχαν προσληφθεί περιστασιακά για να κάνουν το rewriting. Οταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα, το σενάριο είχε ήδη πειραχτεί από διακεκριμένους της κινηματογραφικής βιομηχανίας, όπως οι Πάντι Τσαγιέφσκι, Χερμπ Γκάρντνερ, Φράνσις Φορντ Κόπολα, αλλά και ο Ντάλτον Τράμπο – διάσημος για το αντιπολεμικό του μυθιστόρημα «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του» και μάρτυρας της Μαύρης Λίστας του μακαρθισμού.

Την τελευταία στιγμή, ωστόσο, κάλεσαν τον Λόρεντς (που δικαίως είχε ενοχληθεί) για επιπλέον διορθώσεις του σεναρίου· αλλά όταν το κοινό μιας δοκιμαστικής προβολής έφυγε βαριεστημένο, ο Σίντνεϊ Πόλακ άρχισε να (πετσο)κόβει το μεσαίο τμήμα της ταινίας, αφαιρώντας τελικά σχεδόν το ένα τρίτο του φιλμ και μειώνοντας δραστικά την πλοκή που αναφερόταν στη Μαύρη Λίστα.

Σε αυτόν τον «ζωμό των πάρα πολλών μαγείρων», ας μην παραβλέψουμε τον παραγωγό Ρέι Σταρκ, που έστελνε συνεχώς θυμωμένα σημειώματα με τις απόψεις του και ο οποίος ήταν πεπεισμένος ότι καμία ταινία δεν έπρεπε να διαρκεί πάνω από δύο ώρες. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι σταρ «σεφ», Μπάρμπρα Στρέιζαντ και Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που ήταν τότε στο απόγειο της δόξας τους στο box office και με τις αμοιβές τους διεκδικούσαν το 70% του προϋπολογισμού της ταινίας.

Ηταν ένα περίεργο ζευγάρι: εκείνη μόνιμα ανήσυχη, εκείνος μόνιμα καθυστερημένος· εκείνη χρειαζόταν να προετοιμαστεί, εκείνος έτεινε στην ελάχιστη προετοιμασία. Και οι δύο ήταν ξιπασμένοι, με τρόπους που διαπότιζαν τους χαρακτήρες τους. Η Κέιτι θα απέφευγε να δείξει τη δεξιά πλευρά της· ο Χάμπελ θα απέφευγε να παραδεχτεί, όπως ζητούσε ένα πρώτο ντραφτ του σεναρίου, ότι δεν ήταν πάντα καλός στο κρεβάτι.

Δικαιολογημένα, το όλο πρότζεκτ θα μπορούσε να έχει καταρρεύσει, αλλά οι δύο σταρ κατάφεραν να συνεννοηθούν εκτός οθόνης και να συνενωθούν στην οθόνη. Ο κομμουνισμός της ηρωίδας είχε μικρότερη σημασία σε μια Αμερική με τόσο αντιφατικές κουλτούρες από ό,τι τις ημέρες της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Βουλής των Αντιπροσώπων (HUAC). Υπήρχε, εξάλλου, το ομότιτλο τραγούδι, «The Way We Were», μια από τις ωραιότερες μελωδίες που έχουν γραφτεί ποτέ και μεγάλη επιτυχία της Στρέιζαντ, που ήταν «μια άμεση διαφήμιση» για την ταινία,  όπως γράφει ο Χόφλερ.

Πενήντα χρόνια αργότερα, τα «Καλύτερά μας Χρόνια» εξακολουθούν να είναι δυνατά χάρη στους δύο ένδοξους πρωταγωνιστές τους. Η πολιτική είναι το λιγότερο πειστικό κομμάτι, αλλά η αρχική άποψη του Πόλακ για την ταινία –«ένα κορίτσι που πιστεύει ότι δεν είναι όμορφο και ένας άντρας που φοβάται ότι είναι μόνο όμορφος»– εξελίσσεται, ευτυχώς, σε κάτι πιο περίπλοκο: έναν άνδρα που υποψιάζεται ότι δεν αξίζει την αγάπη μιας γυναίκας.

Εν τέλει, είναι άραγε τόσο καλή ταινία ώστε να αξίζει ένα μεγάλο βιβλίο; Ο Λούι Μπέιαρντ γράφει στην Washington Post ότι κατ’ αρχάς αμφέβαλλε, άλλαξε όμως γνώμη μετά το στοχαστικό και βαθιά ερευνημένο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο ο Ρόμπερτ Χόφλερ ξαναπαρουσιάζει τον αρχικό συγγραφέα.

Ο Αρθουρ Λόρεντς μπορεί να ήταν persona non grata στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της ταινίας, αλλά ήταν ήδη ένας καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας («Home of the Brave», «The Time of the Cuckoo»), σεναριογράφος («Ο Βρόχος», «Αναστασία»), αλλά και συγγραφέας των βιβλίων «West Side Story» και «Gypsy». Ηταν επίσης «μια τεράστια αποθήκη γεμάτη με ακαθόριστα παράπονα, αδικίες και μνησικακίες», σημειώνει ο Χόφλερ· ένας ομοφυλόφιλος Εβραίος που μισούσε τον εαυτό του και έκρυβε το οικογενειακό του όνομα, Λεβίν· που έλεγε στον κόσμο ότι ήταν στη Μαύρη Λίστα ενώ μάλλον δεν ήταν· και ο οποίος ανταγωνιζόταν σχεδόν όλους όσοι συναντούσε. Ακόμα και ο Λάρι Κράμερ τον είχε βρει αγενή.

Ωστόσο, η ταινία «Τα καλύτερά μας χρόνια» δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει εάν δεν είχε κάτι ρευστό στον πυρήνα της. Το 1955, μετά από πρόταση του Γκορ Βιντάλ, ο Αρθουρ Λόρεντς μπήκε σε ένα κατάστημα ανδρικών ρούχων στο Μπέβερλι Χιλς για να ρίξει μια ματιά στον διευθυντή, τον Τομ Χάτσερ, έναν υπέροχο ξανθό γαλανομάτη, άνεργο ηθοποιό (και κάποτε φορτηγατζή και hustler), που χρειαζόταν προστάτη. Η σχέση τους κράτησε μέχρι τον θάνατο του Χάτσερ, το 2006, και ίσως ο Λόρεντς, που πέθανε το 2011, δεν έπαψε ποτέ να θαυμάζει το γεγονός ότι είχε αποκτήσει το αντικείμενο της φαντασίας του.

«Είδα τον Αρθουρ ως Κέιτι» είπε ένας φίλος του στον Λούι Μπέιαρντ, «και τον Χάμπελ ως Τομ. Ετσι το είδαν οι περισσότεροι». Ισως, λοιπόν, να τον παρηγορούσε, επίσης, η ιδέα ότι αυτός και ο Τομ είχαν απαθανατιστεί από το Χόλιγουντ εν αγνοία του. Αποκαλέστε το «εκδίκηση του συγγραφέα», γράφει ο Μπέιαρντ στην Washington Post. Γιατί όχι;