Οι εταιρείες μπορεί να είναι δύο, αλλά η επιχείρηση μία, και αφορά την απρόσκοπτη ροή του ρωσικού πετρελαίου στον υπόλοιπο κόσμο. Αποκαλυπτική έρευνα των Financial Times που υπογράφουν οι Τομ Γουίλσον και Ντέιβιντ Σέπαρντ «αναδεικνύει τις επιπλοκές και τις αντιφάσεις ενός συστήματος κυρώσεων που σχεδιάστηκε για να στερήσει από τον Πούτιν πόρους για τον πόλεμό του, διατηρώντας παράλληλα τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου για την προστασία της παγκόσμιας οικονομίας. Δείχνει επίσης ότι κάποιοι έμποροι πετρελαίου ήταν πρόθυμοι να ριψοκινδυνέψουν τη φήμη τους και να διατρέξουν νομικούς κινδύνους, συνεχίζοντας τις επικερδείς δοσοληψίες με τη Ρωσία, σε αντίθεση με πιο γνωστές εταιρείες», όπως εξηγούν οι δύο δημοσιογράφοι στο δημοσίευμά τους.
Η πρώτη από τις δύο εταιρείες που πρωταγωνιστούν στην υπόθεση είναι η Paramount Energy & Commodities SA, που εδρεύει στην Ελβετία. Τόσο πριν όσο και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν κορυφαίος έμπορος πετρελαίου από τη ρωσική Απω Ανατολή στην Κίνα, ωστόσο τον περασμένο Ιούνιο, μετά την αυστηροποίηση των κυρώσεων της ΕΕ όσον αφορά τις εξαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία, προέκυψαν σημαντικές δυσκολίες.
Προκειμένου να διατηρήσει την πρόσβαση στις τράπεζες και να συμμορφωθεί με τους Δυτικούς περιορισμούς, η εταιρεία διέκοψε τις εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία. Τις ανέλαβε, όμως, σχεδόν αμέσως, μια άλλη εταιρεία με έδρα το Ντουμπάι και σχεδόν ίδια επωνυμία.
«Αυτή η επιχείρηση, η Paramount Energy and Commodities DMCC, χρησιμοποιεί μεσίτες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ούτως ώστε να διευκολύνεται η πραγματοποίηση των συναλλαγών με πλοία εγγεγραμμένα σε εταιρείες χωρών όπως η Ινδία και η Κίνα, για τη μεταφορά του αργού πετρελαίου» γράφουν οι Γουίλσον και Σέπαρντ.
Σημειώνουν επίσης ότι οι δύο εταιρείες, η Paramount SA και η Paramount DMCC, δηλώνουν ότι λειτουργούν και διοικούνται «εντελώς ανεξάρτητα» και πως ο Ολλανδός Νιλς Τρόοστ, βετεράνος του εμπορίου πρώτων υλών και ιδρυτής της πρώτης, της ελβετικής Paramount, δεν έχει καμιά άμεση συμμετοχή στη δεύτερη Paramount, εκείνη που εδρεύει στο Ντουμπάι και συνεχίζει τις επικερδείς εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία.
Ο Νιλς Τρόοστ φρόντισε επίσης να αποστασιοποιηθεί από εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου που φέρεται ότι πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα, με την τιμή αγοράς του να κυμαίνεται πολύ πάνω από το ανώτατο όριο των 60 δολαρίων το βαρέλι, που επέβαλε η G7 τον Δεκέμβριο.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι το ρωσικό πετρέλαιο που εμπορεύεται η Paramount DMCC εξάγεται από το λιμάνι του Κόζμινο, στο ανατολικό άκρο της Ρωσίας, όπου τουλάχιστον από το 2020 έως τα μέσα της προηγούμενης χρονιάς δραστηριοποιούνταν η Paramount SA, μεταφέροντας και αυτή ρωσικό πετρέλαιο σε κινεζικά λιμάνια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών, τον προηγούμενο μήνα η Paramount DMCC ήταν υπεύθυνη για το ¼ της συνολικής ποσότητας ρωσικού αργού πετρελαίου που εξάχθηκε από το συγκεκριμένο λιμάνι. Οι μοναδικές άλλες εταιρείες που εξάγουν πετρέλαιο από το Κόζμινο είναι οι ρωσικές Rosneft, Gazpromneft και Surgutneftegas.
Ορισμένα από τα φορτία της Paramount DMCC είχαν, μάλιστα, ασφαλιστεί από Δυτικές εταιρείες – κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί παραβίαση των κυρώσεων, αν κάποιο από τα φορτία είχε πωληθεί σε τιμές της αγοράς, δηλαδή άνω του ανωτάτου ορίου των 60 δολαρίων ανά βαρέλι.
Η Paramount DMCC αρνήθηκε να αποκαλύψει αν πούλησε ρωσικά φορτία αργού πετρελαίου σε ανώτερη ή κατώτερη τιμή, επικαλούμενη το εμπορικό απόρρητο. Αρνήθηκε, όμως, επίσης ότι παραβίασε κάποια από τις Δυτικές κυρώσεις, λέγοντας ότι οι δραστηριότητές της ήταν σύμφωνες με όλους τους ισχύοντες «νόμους και κανονισμούς […] περιλαμβανομένων των πιο πρόσφατων οδηγιών της G7 για τις κυρώσεις». Επισήμανε ότι ο Νιλ Τρόοστ «δεν είχε κανένα ρόλο στην ίδρυση της εταιρείας και δεν έχει κανένα διοικητικό ή άμεσο μετοχικό συμφέρον στην εταιρεία στο Ντουμπάι», και προσέθεσε ότι η Paramount DMCC διοικείται από υπηκόους χωρών που δεν ανήκουν στην G7, δίχως όμως να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες.
Πάντως, οι δημοσιογράφοι των Financial Times δεν παραλείπουν να αναφέρουν στο άρθρο τους ότι τον περασμένο Νοέμβριο, έναν μήνα πριν την επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου από την G7, ο Νιλ Τρόοστ είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις του.
«Υπάρχουν κάθε είδους λόγοι για τους οποίους τα ανώτατα όρια στις τιμές ενδέχεται να μην είναι απαραιτήτως η λύση», είχε πει σε ένα διεθνές συνέδριο για την επισιτιστική ασφάλεια, υποστηρίζοντας ότι οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου ήταν απαραίτητες για τη συγκράτηση των τιμών των τροφίμων.
«Πώς το κάνουμε αυτό; Ωθώντας τους πλοιοκτήτες, τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρείες, να αναγνωρίσουν ότι έχουμε μεγαλύτερες υποχρεώσεις από την ηθική μας» εξήγησε, επιμένοντας πως η Δύση έπρεπε να συμβιβαστεί, ούτως ώστε να διατηρήσει σε λειτουργία την παγκόσμια οικονομία. «Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν πολύ σαφής σχετικά με το ότι το πετρέλαιο και τα τρόφιμα πρέπει να διακινούνται. Πρέπει να πάρουμε τη δύσκολη απόφαση – παρότι πολιτικά ενδέχεται να μη μας αρέσει» είχε προσθέσει.