Υπήρχαν κάποτε, την περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης, οι ρώσοι αντιφρονούντες, σε εξορία πολύ συχνά στο εξωτερικό, επειδή οι κομμουνιστές στο Κρεμλίνο τους προτιμούσαν εκτός των συνόρων της ΕΣΣΔ (εάν όχι στη φυλακή) παρά στο εσωτερικό της.
Σε άρθρο τους στο Foreign Affairs ο Αντρέι Σολντάτοφ και η Ιρίνα Μπορόγκαν, ιδρυτές του ερευνητικού δημοσιογραφικού ιστοτόπου Agentura.ru και συγγραφείς του βιβλίου «The Compatriots: The Brutal and Chaotic History of Russia’s Exiles, Émigrés, and Agents Abroad», αναφέρουν πως ήδη από το 1922 ο Λένιν είχε συντάξει μία λίστα με τα ονόματα 220 «ανεπιθύμητων διανοούμενων», 160 εκ των οποίων επιβιβάστηκαν στα αποκαλούμενα «πλοία των φιλοσόφων» και στάλθηκαν στη Γερμανία. Η πολιτική της αφαίρεσης ιθαγένειας, με εισιτήριο δίχως επιστροφή για το εξωτερικό συνεχίστηκε μέχρι και την περίοδο του Μπρέζνιεφ, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1970.
Το μέτωπο των αντιφρονούντων, στους κόλπους του οποίου οι διαμάχες μεταξύ δημοκρατικών, ιμπεριαλιστών και εθνικιστών αποτελούσαν τον κανόνα, δεν αποτέλεσε ποτέ πραγματική απειλή για την ΕΣΣΔ. Ωστόσο, υπενθυμίζουν οι Σολντάτοφ και Μπορόγκαν, οι αντιφρονούντες συνέβαλαν στη διατήρηση της αντισοβιετικής προπαγάνδας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνέθεσαν έργα που βρήκαν τεράστια απήχηση, όπως τα «Είκοσι Γράμματα σε έναν Φίλο» της Σβετλάνα Αλιλούγεβα, μοναχοκόρης του Στάλιν, και το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.
Nέο κύμα διασποράς
Μια νέα διασπορά ρώσων αντιφρονούντων σημειώθηκε, όπως είναι γνωστό κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου στην Ουκρανία. Κάνοντας λόγο για τη «μεγαλύτερη έξοδο» από την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, οι δύο δημοσιογράφοι αναφέρουν ενδεικτικά πως μόνο κατά τις πρώτες δύο εβδομάδες του πολέμου η Γεωργία υποδέχτηκε 25.000 Ρώσους ενώ στην Αρμενία εισέρχονταν καθημερινά 6.000 πολίτες της Ρωσίας. Και έως το τέλος του Μαρτίου 60.000 Ρώσοι είχαν μεταβεί στο Καζακστάν με πολλούς άλλους να καταφεύγουν σε διάφορα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Οσοι έσπευσαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία τις πρώτες εβδομάδες της σύρραξης, οι περισσότεροι είναι ειδικοί στην πληροφορική οι οποίοι επέλεξαν να καταφύγουν στο εξωτερικό, ανησυχώντας για το ενδεχόμενο οι δυτικές κυρώσεις να τους στερήσουν την πρόσβαση στη δυτική τεχνολογία. Πάρα πολλοί είναι επίσης οι δημοσιογράφοι, οι ακτιβιστές και τα μέλη ΜΚΟ που ήδη αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες κάνοντας τη δουλειά τους ενώ την πατρίδα τους εγκατέλειψαν και αρκετοί ακαδημαϊκοί και λοιποί εκπρόσωποι της φιλελεύθερης ρωσικής ιντελιγκέντσιας (από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη κυρίως) καθώς επίσης και κάποιοι μάνατζερ, τραπεζικοί και επιχειρηματίες.
Σε αντίθεση με τους αντιφρονούντες της σοβιετικής εποχής, οι Ρώσοι που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους σήμερα δεν καταφεύγουν στο Βερολίνο, στο Παρίσι ή στον Λονδίνο (λόγω του απαγορευτικού κόστους ζωής) αλλά στην Τιφλίδα, στην Κωνσταντινούπολη, στο Βίλνιους ή στο Μαυροβούνιο. Επίσης σε αντίθεση με τους εμιγκρέδες της σοβιετικής εποχής, οι Ρώσοι που εκπατρίζονται σήμερα κάθε άλλο παρά ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη των χωρών στις οποίες μεταβαίνουν.
Να ακουστεί η φωνή τους
Μπορεί, όμως, να γίνει κάνει, ούτως ώστε να ακουστούν οι φωνές τους και όλα όσα έχουν να πουν; Σύμφωνα με τον Σολντάτοφ και την Μπορόγκαν η απάντηση είναι ναι. Επιστρέφοντας στον 20ο αιώνα υπενθυμίζουν πως στη δεκαετία του 1920 είχε ιδρυθεί στην Πράγα το Russian Free University, με πόρους της κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας και υπό την αιγίδα του πρώτου προέδρου της χώρας Τόμας Μάζαρικ. Το ίδρυμα πρόλαβε, μάλιστα, να καταστεί γνωστό ως «η ρωσική Οξφόρδη» πριν τη σφραγίσουν οι ναζί το 1939.
«Αυτή τη στιγμή γίνεται όλο και περισσότερος λόγος για την ανάγκη ίδρυσης παρόμοιου τύπου πανεπιστημίου στην εξορία. Σίγουρα δεν λείπουν καθηγητές για να ηγηθούν ενός τέτοιου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη πόσοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Ωστόσο, ένας τέτοιος θεσμός θα χρειαζόταν σημαντική υποστήριξη από τη Δύση και οι ευρωπαϊκές χώρες ειδικότερα θα πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο», εξηγούν. Η Ευρώπη, με λίγα λόγια, θα πρέπει αυτή τη φορά να αναλάβει αυτή τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, πρωτοβουλίες όπως το Radio Free Europe και το Radio Liberty.
«Με εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσους στην ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι καιρός οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αρχίσουν να σκέφτονται αυτούς τους εξόριστους πληθυσμούς με πολύ πιο στρατηγικό τρόπο. Αντί να περιορίζονται στην άμυνα, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν τις εκστρατείες παραπληροφόρησης και τον κυβερνοπόλεμο της Μόσχας κατά της Δύσης, θα πρέπει να αξιοποιήσουν αυτόν τον κρίσιμο πόρο για να αρχίσουν έναν νέο τύπο πληροφοριακού πολέμου εναντίον του Κρεμλίνου. Και παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής των δυτικών μέσων ενημέρωσης στρέφεται δικαίως στους ουκρανούς πρόσφυγες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, στην προσπάθεια να εναντιωθούν στο καθεστώς του Πούτιν, θα πρέπει να προσέξουν να μην πέσουν στην παγίδα να θεωρούν τους ίδιους τους εξόριστους Ρώσους εχθρούς και όχι καθοριστικούς συμμάχους», προειδοποιούν.
Ρωσική απάντηση στον Πούτιν
Το υπονοούμενο είναι ότι ενδέχεται οι Ρώσοι που παραμένουν στην πατρίδα τους να εμπιστεύονται άλλους Ρώσους περισσότερο από τους Δυτικούς (αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Κρεμλίνο θα χαρακτηρίσει τους αυτοεξόριστους ως προδότες).
«Χρηματοδοτώντας και υποστηρίζοντας ρωσικά μέσα ενημέρωσης και ρωσικά εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα με έδρα την Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να συμβάλουν στο να φτάσουν στους ίδιους τους Ρώσους φιλελεύθερες ιδέες και ανεξάρτητες εκθέσεις για τη Ρωσία και να συνδράμουν στην αντιμετώπιση της προπαγάνδας του καθεστώτος Πούτιν. Με την πάροδο του χρόνου αυτό θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη σύνθεση μιας νέας αφήγησης για τη Ρωσία και το μέλλον της χώρας. Ωστόσο εάν οι δυτικές κυβερνήσεις αποτύχουν να υποστηρίξουν αυτό το ξαφνικό κύμα αυτοεξόριστων, θα χαραμίσουν μια από τις πιο αποτελεσματικές μορφές ήπιας ισχύος που διαθέτουν ενάντια στη ρωσική απολυταρχία», προειδοποιούν οι Σολντάτοφ και Μπορόγκαν.