Στο «1984» o Τζορτζ Οργουελ προέβλεψε ότι έως το 2050, εάν όχι νωρίτερα, «ολόκληρη η λογοτεχνία του παρελθόντος θα έχει καταστραφεί: ο Τσόσερ, ο Σαίξπηρ, ο Μίλτον, ο Μπάιρον θα υπάρχουν μόνο σε εκδοχές της Νεογλώσσας, μεταμορφωμένοι όχι απλώς σε κάτι διαφορετικό, αλλά μεταμορφωμένοι σε κάτι αντίθετο από αυτό που ήταν πριν (…) Στην πραγματικότητα, δεν θα υπάρχει καθόλου σκέψη, όπως την αντιλαμβανόμαστε τώρα. Ορθοδοξία σημαίνει να μη σκέφτεσαι – να μη χρειάζεται να σκέφτεσαι».
Ευτυχώς η ζοφερή πρόβλεψη του τρομακτικά διορατικού βρετανού συγγραφέα και δημοσιογράφου δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Φυσικά, έως το 2050 υπολείπονται τρεις δεκαετίες και πολλά μπορεί να συμβούν έως τότε. Αλλά προς το παρόν τουλάχιστον, στις δημοκρατικές κοινωνίες η λογοτεχνία του παρελθόντος δεν κινδυνεύει με αφανισμό.
Ωστόσο, αποτελεί γεγονός ότι πολλοί κορυφαίοι λογοτέχνες του παρελθόντος, επιφανείς εκφραστές-(συν)διαμορφωτές του αποκαλούμενου «Δυτικού Κανόνα», περνούν δύσκολους καιρούς. Εσχάτως ήρθε και η σειρά του Σαίξπηρ, ενός εκ των «dead white men», των «νεκρών λευκών ανδρών» που αρκετοί κατηγορούν, πλέον, για ρατσισμό, σεξισμό και αποικιοκρατία, μεταξύ άλλων.
Ολοι όσοι υποστηρίζουν ότι ο Σαίξπηρ είναι στην καλύτερη περίπτωση παρωχημένος (εάν όχι ακατάλληλος) και πως τα έργα του θα μπορούσαν ακόμη και να αποσυρθούν από τα σχολικά προγράμματα, αποτελούν μία μικρή και απομονωμένη μειονότητα, αναφέρει ο Ματέο Περσιβάλε της Corriere della Sera.
Αλλά είναι αλήθεια ότι ακόμη και το περίφημο Globe Theatre στο Λονδίνο –βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα από το σημείο όπου βρισκόταν το θέατρο του Σαίξπηρ– διοργανώνει επιμορφωτικά σεμινάρια για δασκάλους και δασκάλες όσον αφορά τον μισογυνισμό, τον σεξισμό και τον ρατσισμό στα έργα του μεγάλου «Βάρδου του Εϊβον». Στόχος των εν λόγω σεναρίων δεν είναι η καταδίκη ή ο εξαγνισμός του Σαίξπηρ, αλλά το να αποκτήσουν οι διδάσκοντες γνώσεις που θα τους επιτρέψουν να προσεγγίσουν με διαφορετική, πιο σύγχρονη, ματιά τα έργα του.
Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός πως πολλά από αυτά χαρακτηρίζονται, πλέον, στον αγγλοσαξονικό κόσμο «προβληματικά»: στην «Τρικυμία» το ζήτημα είναι η υποδούλωση του «Κάλιμπαν», στο «Ημέρωμα της Στρίγγλας» ο μισογυνισμός, ενώ στο «Ονειρο θερινής νυκτός» εντοπίζονται επικίνδυνα στερεότυπα, εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος.
Αίσθηση, ωστόσο, προκαλεί ότι μέσα σε αυτό το δυσμενές για τον Σαίξπηρ κλίμα που επικρατεί, κλονίζονται και ακαδημαϊκές καριέρες. Πρόσφατα παύθηκε από τα ακαδημαϊκά καθήκοντά του –στην έδρα Σύνθεσης που φέρει το όνομα του Λέοναρντ Μπερνστάιν στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν– ο διακεκριμένος κινεζικής καταγωγής αμερικανός συνθέτης, πιανίστας και μαέστρος Μπράιτ Σενγκ.
Οσον αφορά το «βαρύ» παράπτωμά του, αποπειράθηκε να εισαγάγει τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του στον «Οθέλλο» του Τζουζέπε Βέρντι μέσω του σαιξπηρικού/κινηματογραφικού «Οθέλλου» που σκηνοθέτησε το 1965 ο Στιούαρτ Μπερτζ, με πρωταγωνιστή τον Λόρενς Ολίβιε.
Ο κορυφαίος βρετανός ηθοποιός είχε υποδυθεί (προκαλώντας και τότε αντιδράσεις) τον «Οθέλλο», φορώντας σγουρή περούκα και έχοντας βάψει το πρόσωπό του κατάμαυρο και τα χείλη του κόκκινα, ούτως ώστε να φαίνονται πιο σαρκώδη. Κάποιοι αντέδρασαν οργισμένα, ο καθηγητής απολογήθηκε μέσω εκτενούς επιστολής του, αλλά οι πανεπιστημιακές αρχές επέλεξαν να τον απομακρύνουν από τη θέση του.
Ο Ματέο Περσιβάλε επισημαίνει στο κείμενό του ότι το ζήτημα της ερμηνείας του Μαυριτανού (άρα μαύρου) «Οθέλλου» εξακολουθεί να είναι ανοιχτό. Εάν ο εκάστοτε ηθοποιός δεν είναι μαύρος, εννοείται ότι κανένας δεν επιλέγει να βάψει το πρόσωπό του μαύρο, καθώς είναι ακόμη βαριά η κληρονομιά του «blackface», μιας άκρως ρατσιστικής θεατρικής πρακτικής, στο πλαίσιο της οποίας λευκοί ηθοποιοί έβαφαν κατάμαυρα τα πρόσωπά τους και κατακόκκινα τα χείλη τους, περιγελώντας τη μαύρη φυλή.
Ωστόσο «ο Σαίξπηρ, μέσα στο μεγαλείο του, ξεπερνά το χρώμα του δέρματος και το φύλο», γράφει ο δημοσιογράφος της Corriere, υπενθυμίζοντας πως στο Young Vic του Λονδίνου τον «Αμλετ» υποδύεται μία μαύρη γυναίκα, η εξαιρετική Κας Τζάμπο.
Επιστρέφοντας στον «Οθέλλο», αναφέρει ότι κατά τα χρόνια της δουλείας στις ΗΠΑ, οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί του θεάτρου έλυναν το ζήτημα, θεωρώντας πως ο ευγενής Μαυριτανός δεν ήταν μαύρος, αλλά λευκός. Αντιθέτως, ο Πολ Ρόμπσον, που τον υποδύθηκε το 1943, θεωρούσε ότι η τραγωδία ήταν ένα «κατηγορώ» κατά του ρατσισμού των λευκών.
Πέρα από το ότι τα έργα του επιδέχονται ακόμη πλήθος ερμηνείες, λαμβάνοντας υπόψη επίσης ότι έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από εκατό γλώσσες και έχουν εκδοθεί σε τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο, συμπεραίνεται ότι ο Σαίξπηρ μάλλον δύσκολα θα «ακυρωθεί».
Ολοκληρώνοντας το κείμενό του, ο ιταλός δημοσιογράφος επικαλείται τον Νέλσον Μαντέλα (φανατικό αναγνώστη των έργων Σαίξπηρ και των αρχαίων ελλήνων κλασικών) ο οποίος στα απομνημονεύματά του κατέγραψε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια μιας παράνομης μάζωξης στη δεκαετία του ’50. Ο μετέπειτα πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής μιλούσε και ακούγοντάς τον κάποιος να αναφέρεται στον Βρούτο και στον Καίσαρα, τον ρώτησε: «Ποιοι είναι αυτοί; Είναι νεκροί;». «Ναι», απάντησε ο Μαντέλα, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι η πραγματικότητα της προδοσίας είναι ζωντανή όσο ποτέ άλλοτε. «Οπως και ο Σαίξπηρ», καταλήγει ο Περσιβάλε.