«Η πολιτική δεν μπορεί να γίνει πιο απλοϊκή από αυτό: Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι είναι πιθανό να βρεθούν αντιμέτωποι τον επόμενο χρόνο με μια επιλογή ανάμεσα σε έναν κατηγορούμενο για εγκλήματα ο οποίος δεσμεύεται να τιμωρήσει τους διώκτες του και σε αυτήν ενός άλλου άνδρα. Θα είναι ένα δημοψήφισμα για το κράτος δικαίου».
Με τη διαφωτιστική αυτή παρατήρηση αρχίζει το άρθρο γνώμης του Εντουαρντ Λους στους Financial Times (FT) υπό τον εύγλωττο τίτλο «Ο Τραμπ θα έκαιγε την Αμερική προτού αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τη Δικαιοσύνη». Για την επόμενη μέρα των προεδρικών εκλογών του 2024 η πρόβλεψη είναι ξεκάθαρη: «Εάν κερδίσει ο πρώτος άνθρωπος (ο Τραμπ) πιθανότατα θα γλιτώσει τη φυλακή για τα πολλαπλά εγκλήματά για τα οποία κατηγορείται. Αν κερδίσει ο δεύτερος, ο πρώτος κατά πάσα πιθανότητα θα πάει φυλακή».
Το κενό που μένει, επομένως, είναι αν ο Τραμπ θα προσπαθήσει να κλείσει φυλακή τον Μπάιντεν. Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος είναι ανοιχτός και ξεκάθαρος ως προς αυτό: «Θα διορίσω έναν πραγματικό ειδικό εισαγγελέα για να κυνηγήσει τον πιο διεφθαρμένο πρόεδρο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, τον Τζο Μπάιντεν, και ολόκληρη την εγκληματική οικογένεια Μπάιντεν» δήλωσε την Τρίτη το βράδυ, μετά την απαγγελία των νέων κατηγοριών εναντίον του.
Το παραπάνω απόσπασμα υπογράμμισαν οι New York Times, σχολιάζοντας ότι ο Τραμπ, την ώρα που αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες, υπονομεύει το δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ στο σύνολό του και παράλληλα προσπαθεί να μετατοπίσει τη συζήτηση στον Μπάιντεν.
Το ερώτημα είναι μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο Τραμπ για να γλιτώσει τη φυλακή. Το γεγονός ότι δεν θα έχει τίποτα να χάσει είναι ένα σημαντικό πρόβλημα για τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ αντιμετωπίζει 71 κατηγορίες για κακουργήματα. Από τα χρήματα που πλήρωσε σε μια πορνοστάρ για να εξαγοράσει τη σιωπή της έως τη διακράτηση άκρως απόρρητων εγγράφων. Αν καταδικαστεί θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ποινή κάθειρξης άνω των 100 ετών.
Eπιπλέον, όταν ολοκληρωθούν και οι υπόλοιπες δικαστικές έρευνες –για τον ρόλο του στην εισβολή του όχλου στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 και για τη φερόμενη απόπειρα επηρεασμού των εκλογών στην Πολιτεία της Τζόρτζια– ο «λογαριασμός» θα μπορούσε να μεγαλώσει, ξεπερνώντας κατά πολύ τα 100 έτη.
Ο Εντουαρντ Λους των FT διερωτάται πώς γίνεται μια ελεύθερη κοινωνία να ανταμείβει έναν τέτοιο υποψήφιο. Δίνοντας ο ίδιος την απάντηση, θυμίζει ότι έχει ξανασυμβεί: «Πάρτε για παράδειγμα τον αποδημήσαντα Σίλβιο Μπερλουσκόνι της Ιταλίας, ο οποίος πέρασε δεκαετίες σε μια περιστρεφόμενη πόρτα μεταξύ των εκλογικών νικών και της δικαστικής αίθουσας. ‘H τον Μπενιαμίν Νετανιάχου του Ισραήλ, ο οποίος θέλει να καταργήσει την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ, σε μια προσπάθεια να μην έρθει η μέρα που θα πρέπει να εμφανιστεί στο δικαστήριο».
Πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Τραμπ αξιοποιούν τη λατρεία των ορκισμένων οπαδών τους παρουσιάζοντας με επιτυχία τον εαυτό τους ως διωκόμενο και θύμα (κάποιων) ισχυρών. Συνδέονται έτσι συναισθηματικά μαζί του για τους δικούς τους λόγους άνθρωποι που αισθάνονται διωκόμενοι ή αδικημένοι από το «σύστημα». Αυτό εξηγεί και το γιατί η υποστήριξη προς το πρόσωπό του αυξάνεται στις μετρήσεις κάθε φορά που προστίθενται κατηγορητήρια εναντίον του.
Σε ορισμένες από τις δημοσκοπήσεις για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα στις εκλογές του 2024, ο πρώην πρόεδρος λαμβάνει πλέον υψηλότερα ποσοστά από ό,τι όλοι μαζί οι συνυποψήφιοί του. Ενώ και οι ίδιοι οι ανταγωνιστές του, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό ότι ο Μπάιντεν εργαλειοποιεί το δικαστικό σύστημα εναντίον του, ουσιαστικά επιβεβαιώνουν την κυρίαρχη θέση του. Εφόσον το κοινό ταυτίζεται με το ίδιο το «θύμα», που είναι και υποψήφιος, δεν έχει κανένα λόγο να επιλέξει αυτούς που απλά συμφωνούν και αναπαράγουν τη γραμμή του.
Μόνο ο πρώην κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ, Κρις Κρίστι, επιτίθεται κατά μέτωπο στον Τραμπ. «Κοιτάξτε πόσο θυμωμένος είναι» δήλωσε ο Κρίστι για τον Τραμπ αυτή την εβδομάδα. «Ποτέ το ζήτημα δεν έχει να κάνει με το τι γίνεται στη χώρα. Πάντα μας λέει “εγώ ο αδικημένος”» προσέθεσε δηκτικά ο συνυποψήφιός του για το χρίσμα. Μένει να φανεί, ωστόσο, αν θα έχει απήχηση.
Το παρήγορο μέσα στο σκηνικό που διαμορφώνεται είναι ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις η πλειοψηφία των ψηφοφόρων στις ΗΠΑ πιστεύει ότι οι ποινικές κατηγορίες κατά του Τραμπ θα πρέπει να τον καταστήσουν ακατάλληλο να είναι ξανά υποψήφιος. Οι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν, ως εκ τούτου, ότι έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει το χρίσμα αλλά λιγότερες να κερδίσει την προεδρία. Από την άλλη, όπως καλά θυμόμαστε, το 2016 ο Τραμπ ανέτρεψε τα προγνωστικά εναντίον του…
Για τις προεδρικές εκλογές του 2024, αναλυτές θεωρούν ότι λόγω του συστήματος των εκλεκτόρων ο Τραμπ θα χρειαζόταν μόλις 47% της λαϊκής ψήφου για να μπορέσει να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Κάτι τέτοιο θα ήταν κατά τους Financial Times η διασφάλιση ότι θα παραμείνει εκτός φυλακής… αλλά και «η κηδεία της Αμερικής».