To 2019 ο Λούκα Μπάρα, καθηγητής Τηλεόρασης και Ψηφιακών Μέσων στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, έγραψε το βιβλίο «La Televisione Spiegata da “Friends”» («Τα “Φιλαράκια” εξηγούν την Τηλεόραση», θα λέγαμε στα ελληνικά). Αφορμή είχε σταθεί η συμπλήρωση 25 χρόνων από την προβολή του πρώτου επεισοδίου της διάσημης αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς στις ΗΠΑ, ενώ στόχος του ιταλού πανεπιστημιακού ήταν να εξηγήσει γιατί «Τα Φιλαράκια» εξακολουθούσαν να κατέχουν ξεχωριστή θέση στον κόσμο της τηλεόρασης, αλλά και στο συλλογικό φαντασιακό πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο.
Σήμερα τα «Φιλαράκια» είναι εκ νέου στο προσκήνιο, όχι μόνο λόγω του τραγικού θανάτου του Μάθιου Πέρι (πέρυσι τον Οκτώβριο) και του πρόσφατου ξεσκεπάσματος της αδίστακτης συμμορίας που εκμεταλλευόταν στυγνά τον εθισμό του στην κεταμίνη, αλλά και επειδή τον επόμενο μήνα, συγκεκριμένα στις 22 Σεπτεμβρίου, οι εναπομείναντες πέντε εκ των «Friends», δηλαδή οι Τζένιφερ Ανιστον, Κόρτνεϊ Κοξ, Λίζα Κούντροου, Ματ ΛεΜπλάν και Ντέιβιντ Σουίμερ, πρόκειται να γιορτάσουν την τριακοστή επέτειο της πρώτης εμφάνισής τους στο αμερικανικό τηλεοπτικό κοινό. Μαζί τους θα γιορτάσουν, φυσικά, και οι λάτρεις της σειράς.
Πώς, όμως, εξηγείται η εξαιρετική επιτυχία της, ακόμη και σήμερα, πάνω από 20 χρόνια μετά την προβολή του τελευταίου επεισοδίου της, τον Μάιο του 2004; «Η επιτυχία των “Friends” είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Για παράδειγμα, είναι αχρονική σειρά, και ως εκ τούτου λειαίνει την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Επειτα, παραδόξως, είναι εξαιρετική ακριβώς επειδή αντιπροσωπεύει “κάτι εύκολο”, με την καλή έννοια του όρου, όπως έγραψαν οι New York Times» ανέφερε ο Λούκα Μπάρα συνομιλώντας με τη Βαλεντίνα Ντεσάλβο της Repubblica.
Θυμίζοντας πως τα «Φιλαράκια» είναι μια κωμική σειρά τύπου sitcom (εκ του situation comedy, δηλαδή κωμωδία καταστάσεων), εξήγησε πως «η κωμωδία καταστάσεων επινοήθηκε στη Νέα Υόρκη. Υπάρχει το κοινό στο στούντιο και υπάρχουν και τα γέλια. Στο αμερικανικό πλαίσιο ήταν το κατεξοχήν δημοφιλές είδος διασκέδασης μαζί με τους αθλητικούς αγώνες. Η κωμωδία καταστάσεων είναι πιο κοινή, καθημερινή: την παρακολουθείς χωρίς πολύ κόπο και αυτό την καθιστά καθολική. Τα “Φιλαράκια” συμμορφώνονται με αυτό το μοντέλο και η σειρά καταφέρνει να είναι ακόμη πιο δημοφιλής, διαχρονική και παγκόσμια, επειδή είναι λιγότερο αμερικανική σε σχέση με πολλές άλλες […] Είναι λιγότερο σοφιστικέ αλλά καθολική: η Νέα Υόρκη είναι στιλιζαρισμένη, αποτελεί το φόντο και αυτό επέτρεψε στη σειρά να κυκλοφορήσει ευρέως στον κόσμο και να διαρκέσει. Για το αμερικανικό Netflix των ΗΠΑ η απώλεια των “Friends” υπήρξε πρόβλημα» σημείωσε ο ιταλός ειδικός στα «Φιλαράκια».
Καθοριστική για την επιτυχία της σειράς ήταν και η δυνατότητα ταύτισης πάμπολλων ανθρώπων με τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριές της: «Επειδή πέρασες και εσύ από αυτές τις φάσεις, συνέβησαν και σε σένα τα ίδια πράγματα. Τα “Φιλαράκια” έχουν να κάνουν με τα συναισθήματα, με το πώς ενηλικιωνόμαστε. Και το καστ είναι τέλειο, η πρώτη σεζόν είναι διαφορετική από τις άλλες, μπορείς να δεις τη δουλειά των ηθοποιών» ανέφερε ο Λούκα Μπάρα.
Οσον αφορά το βασικό στοιχείο της σειράς, που είναι, βέβαια, η φιλία, είπε πως «μιλάει για φοιτητικές και μεταφοιτητικές σχέσεις, αλλά υπάρχει και η ιδέα να αναδειχθούν εναλλακτικά μοντέλα οικογένειας, δηλαδή της οικογένειας που εσύ επιλέγεις. Οι φίλοι δεν είναι απλώς κάποια άτομα που τα πίνετε μαζί, αλλά υποκατάστατα της οικογένειας. Επιπλέον, αφηγείται, επίσης σε ένα ευρύ κοινό, έναν γάμο μεταξύ δύο γυναικών που έχουν ένα παιδί. Ενδεχομένως πολλά πράγματα θα μπορούσαν να γραφτούν διαφορετικά, αλλά είναι μια σειρά που κατάφερε να προσφέρει μια προοδευτική ματιά».
Σχετικά με τον θάνατο του Μάθιου Πέρι ο ιταλός καθηγητής σημείωσε ότι «προφανώς είναι λυπηρό που πέθανε μετά από ένα πολύ καλό βιβλίο όπου ομολόγησε τους εθισμούς του, όμως εκείνες τις μέρες δεν θρηνούσαμε τον ηθοποιό, αλλά τον χαρακτήρα». Οσο για την εξαιρετική δημοτικότητα του Τσάντλερ Μπινγκ, του χαρακτήρα που υποδυόταν ο Πέρι στη σειρά, ο Λούκα Μπάρα θεωρεί πως οφείλεται «στο ότι είναι κάπως εκτός τόπου και χρόνου, και όντας εκτός τόπου και χρόνου αντιδρά με μια ιδιότυπη ειρωνεία».