| CreativeProtagon/Shutterstock
Θέματα

Γιατί τώρα και γιατί έτσι η αύξηση κεφαλαίου στη ΔΕΗ

Σε τυχόν πώληση του 17% απ' ευθείας σε έναν επενδυτή η όλη διαδικασία θα απαιτούσε τουλάχιστον 1,5-2 χρόνια για να ολοκληρωθεί, ενώ θα έβαζε σε κίνδυνο τη διατήρηση του ελέγχου της ΔΕΗ από το Δημόσιο, στο μέλλον...
Πέτρος Καράς

Πολλοί αναλυτές την έχουν χαρακτηρίσει ως το νέο παγκόσμιο επιχειρηματικό Ελντοράντο. Γιά άλλους αποτελεί το μέτωπο εκείνο στο οποίο θα κριθεί, τα επόμενα χρόνια, η μάχη της ανθρωπότητας με την κλιματική αλλαγή. Το σίγουρο είναι ότι από τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας θα κριθούν πολλά μέσα τις επόμενες δεκαετίες, που θα επηρεάσουν τη ζωή μας. Θα βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ των οικονομικών αναγκών του πλανήτη μας και των δυνάμεων της φύσης, που δεν θα προκαλεί ακραίες φυσικές καταστροφές ( πλημμύρες, πυρκαγιές, μόλυνση της ατμόσφαιρας); Ποιο θα είναι το κόστος της ενέργειας και πόσο θα πληρώνουν οι καταναλωτές τα τιμολόγια του ρεύματος;

Τα ερωτήματα αυτά μπαίνουν με επιτακτικό τρόπο στο τραπέζι και για την Ελλάδα. Αλλωστε οι τραγικές καταστροφές που έζησε η χώρας μας, από την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα Αττικής έως την επέλαση της κόκκινης λαίλαπας το φετινό καλοκαίρι – μας το υπενθυμίζουν συνεχώς.

Κάπως έτσι, επιστήμονες και έγκυροι αναλυτές περιγράφουν την μεγάλη εικόνα στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η αγορά ενέργειας, από την παραγωγή και τις επενδύσεις μέχρι την κατανάλωση. Με βάση αυτή, προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις κυβερνητικές αποφάσεις για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ κατά 750 εκατ. ευρώ.

Ανάγκη για κεφάλαια

Βεβαίως η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου οδηγεί σε συρρίκνωση του ποσοστού του Δημοσίου στη ΔΕΗ στα επίπεδα του 34% (από 51% σήμερα) γεγονός που προκαλεί την έντονη κριτική της αντιπολίτευσης και εξελίχθηκε σε μείζον πολιτικό θέμα από την περασμένη Πέμπτη, οπότε και αιφνιδιαστικά ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις. Από την άλλη όμως, κανείς δεν αμφιβάλλει για την επιτακτική ανάγκη της ΔΕΗ να εξασφαλίσει τα κεφάλαια που χρειάζεται για να μπορέσει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο χώρο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Και να οδηγήσει τη χώρα στην επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί για την απεξάρτησή της από τον λιγνίτη έως το 2028, στο δύσκολο δρόμο προς την καθαρή ενέργεια. Το ερώτημα είναι, γιατί να επιλεγεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και ουσιαστικά η έμμεση ιδιωτικοποίηση – μέσω της οποίας, πάντως, το Δημόσιο διασφαλίζει τον καταστατικό έλεγχο της επιχείρησης, αφού θα κατέχει το 34% – και όχι η πώληση του 17% που προβλέπονταν στο τρίτο Μνημόνιο.

Σίγουρα, όπως εξηγούν παράγοντες που είναι σε θέση να γνωρίζουν, πρόκειται για μια απόφαση που κρίθηκε αφού ζυγίστηκε το πολιτικό κόστος που θα προκαλούσε η άμεση ιδιωτικοποίηση, δηλαδή η πώληση απευθείας σε ιδιώτη επενδυτή του 17% της εταιρείας. Θεωρείται δεδομένο ότι η αντιπολίτευση θα μιλούσε για ξεπούλημα της επιχείρησης η οποία εδώ και δεκαετίες αποτελεί το «ιερό δισκοπότηρο» για τα κόμματα στην αριστερή πλευρά του πολιτικού τόξου και για τα συνδικάτα. Πολύ περισσότερο, όταν έχουν προηγηθεί η πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών και η πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ.

Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες». Και στην προκειμένη περίπτωση, η πιο σημαντική είναι η εξής: η πώληση του 17% της ΔΕΗ σε έναν και μόνο ιδιώτη επενδυτή θα έβαζε σε κίνδυνο την διατήρηση του ελέγχου της ΔΕΗ από το Δημόσιο στο μέλλον. Τίποτε δεν θα εμπόδιζε τον νέο ισχυρό μεγαλομέτοχο της επιχείρησης να επιδιώξει την απόκτηση περισσότερων μετοχών από την αγορά και σταδιακά την περαιτέρω ισχυροποίησή του, με ένα ποσοστό γύρω στο 30%, που θα απειλούσε άμεσα την πρωτοκαθεδρία του Δημοσίου στη λήψη των αποφάσεων για την μεγαλύτερη επιχείρηση ενέργειας στη χώρα. Και αυτό, τότε, θα εξελισσόταν όχι μόνο σε ένα μεγάλο πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση, αλλά και σε ένα δύσκολο εμπόδιο για τη ΔΕΗ ώστε να παίξει τον ρόλο της ναυαρχίδας στην επίτευξη των εθνικών στόχων για την κλιματική αλλαγή.

Μονόδρομος οι επενδύσεις

Οπως εξηγούν αρμόδιοι παράγοντες, για την επίτευξη των στόχων αυτών απαιτείται ένας μεγάλος όγκος επενδύσεων από τη ΔΕΗ τα επόμενα χρόνια. Τα κεφάλαια για τις επενδύσεις αυτές εξασφαλίζονται από το 1,3 δισ. ευρώ που θα εισπράξει η ΔΕΗ από την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ καθώς και από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ύψους 750 εκατ. ευρώ σε συνδυασμό με τα κεφάλαια που προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης για την πράσινη μετάβαση. Πρόκειται για κεφάλαια με τα οποία η επιχείρηση θα μπορέσει να υλοποιήσει το φιλόδοξο επενδυτικό της πλάνο που προβλέπει μεγάλη επέκταση στις ΑΠΕ στη χώρα μας σε συνδυασμό με στοχευμένες εξαγορές στα Βαλκάνια προκειμένου να γίνει ο leader στην ευρύτερη αγορά των γειτονικών χωρών. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επενδύσεις ύψους 8,4 δισ. ευρώ μέχρι το 2026. Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες κατέχει ήδη ένα αδειοδοτημένο χαρτοφυλάκιο ισχύος 10GW για αιολικά πάρκα, μικρά υδροηλεκτρικά πάρκα και βιομάζα. Από αυτά ο στόχος είναι να έχουν έχουν υλοποιηθεί επενδύσεις για 4,8 GW μέχρι το 2026. Ολα αυτά προβλέπεται ότι θα λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Αν προστεθούν και οι μονάδες φυσικού αερίου που διαθέτει ήδη η ΔΕΗ εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί η διατήρηση του μεριδίου της στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας στο 50%.

Οσον αφορά τον στόχο για την ισχυροποίηση της θέσης της ΔΕΗ στις ΑΠΕ στα Βαλκάνια, έχει επιλεγεί ο δρόμος των εξαγορών. Για τον σκοπό αυτό προγραμματίζεται να διατεθεί το 16% του επενδυτικού της πλάνου των 8,4 δισ. ευρώ. Στο στόχαστρο της επιχείρησης βρίσκονται ήδη φωτοβολταϊκά και αιολικά έργα στις ώριμες αγορές της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Μέσω των εξαγορών αυτών η ΔΕΗ σκοπεύει να εξελιχθεί σε εξαγωγέα ενέργειας, αντί για εισαγωγέας που είναι σήμερα, συμβάλλοντας στην εξισορρόπηση του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας.

Προθεσμίες

Προβάλλει το ερώτημα: Θα μπορούσε η ΔΕΗ να προχωρήσει, με την ταχύτητα που απαιτείται, στην υλοποίηση του δικού της επενδυτικού προγράμματος και των στόχων της που είναι ο κορμός της εθνικής στρατηγικής, με την ιδιωτικοποίηση του 17%;.

Εδώ, ο φόβος που εκφράζεται είναι ο εξής: Πέραν των κινδύνων που θα προκαλούσε η είσοδος στην επιχείρηση ενός «θηριώδους» επενδυτή που θα διεκδικούσε ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, υπάρχουν και άλλα κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με τα χρονοδιαγράμματα και την ταχύτητα επίτευξης των στόχων. Οπως εξηγούν στελέχη με έγκυρη πληροφόρηση για το παρασκήνιο λήψης της απόφασης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, αν επιλεγόταν η πώληση του 17%, η όλη διαδικασία θα απαιτούσε τουλάχιστον 1,5-2 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Αυτό άλλωστε συνέβη και με τον ΔΕΔΔΗΕ και με όλες τις άλλες μεγάλες αποκρατικοποιήσεις. Στην περίπτωση αυτή η ΔΕΗ θα έχανε τις προθεσμίες των χρηματοδοτήσεων για την πράσινη μετάβαση του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ΔΕΗ δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει το επενδυτικό της πρόγραμμα που είναι συνδεδεμένο με το Ταμείο. Το «ιερό δισκοπότηρο» θα έχανε το τρένο. Αλλες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις θα έπαιρναν τη δική της θέση στη διανομή των χρηματοδοτήσεων. Η αγορά των ΑΠΕ θα είχε παραδοθεί σε ξένες εταιρίες και οι καταγγελίες για παράδοση της σε ξένα συμφέροντα θα ήταν παντελώς βάσιμες.

Βεβαίως όλα θα κριθούν στην πράξη. Η πτώση της τιμής της μετοχής της ΔΕΗ στο χρηματιστήριο, ένα συγκυριακό φαινόμενο που συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις αναγγελίες αυξήσεων μετοχών εισηγμένων, δεν μπορεί να είναι κριτήριο για την ορθότητα ή όχι των αποφάσεων για το μέλλον της επιχείρησης. Μοναδικό κριτήριο θα είναι τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του επενδυτικού σχεδίου με δεδομένο μάλιστα ότι η ΔΕΗ το 2019 έφτασε στα όρια της χρεοκοπίας. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, απαιτήθηκαν δραστικές αποφάσεις για να ανακάμψει και να μπορέσει να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών που απολαμβάνει τώρα.