Θέματα

COVID-19 και αυτοάνοσα νοσήματα

Σύμφωνα με τις παρούσες προτάσεις από την Ελληνική Ρευματολογική Εταιρία, από τα μέχρι σήμερα δεδομένα δεν είναι σαφές αν οι ασθενείς που πάσχουν από ρευματολογικά νοσήματα μπορούν να θεωρηθούν «ευπαθής ομάδα» για τον COVID-19.
Αντώνιος Δημητρακόπουλος

Οι παράγοντες που σχετίζονται με σοβαρότερη νόσηση περιλαμβάνουν, προς το παρόν, τη μεγάλη ηλικία, το ανδρικό φύλο, το σακχαρώδη διαβήτη, την υπέρταση, τις καρδιαγγειακές και τις πνευμονικές παθήσεις. Οι καρκινοπαθείς πιθανώς αποτελούν επίσης ομάδα υψηλού κινδύνου, ωστόσο η μοναδική έρευνα που εξέτασε ασθενείς με καρκίνο που νόσησαν από COVID-19 δεν κατέληξε σε σαφή αποτελέσματα.

Για τους ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα, δεν είναι σαφές αν η λοίμωξη από SARS-CoV-2 οδηγεί σε σοβαρότερη συμπτωματολογία. Προς το παρόν δεν έχει δημοσιευτεί κάποια σχετικά έρευνα, ενώ τα χαμηλά ποσοστά των ασθενών που πάσχουν από αυτοάνοσα φλεγμονώδη νοσήματα καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη τη συλλογή επαρκών δεδομένων.

Προληπτική Θωράκιση

Βασιζόμενη στην παραπάνω έλλειψη στοιχείων, η Ελληνική Ρευματολογική Εταιρία συνιστά ότι οριμένοι ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσα ή αυτοφλεγμονώδη νοσήματα θα πρέπει προληπτικά να θεωρούνται «ευπαθής ομάδα».
Σύμφωνα με την ΕΡΕ, οι ασθενείς με αυτοάνοσα/αυτοφλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα θα πρέπει δυνητικά να χαρακτηρίζονται ως ευπαθής ομάδα ανάλογα με:

Όπως τόνισε ο ίδιος οργανισμός, οι ρευματολόγοι θα πρέπει να αναγράφουν επίσης στις ιατρικές γνωματεύσεις τους:

Μπορούν οι αντιρευματικές θεραπείες να επηρεάσουν την πιθανότητα σοβαρής λοίμωξης;

Τα δεδομένα σχετικά με τις επιδράσεις της ανοσοτροποποιητικής ή ανοσοκατασταλτικής αγωγής, αλλά και των βιολογικών παραγόντων στην πορεία της λοίμωξης είναι προς το παρόν πολύ περιορισμένα.

Σήμερα, τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), όσο και ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), δεν συνιστούν τη χρήση γλυκοκορτικοειδών σε ασθενείς με σοαβρή νόσο. Ωστόσο, μία αναδρομική μελέτη από την Κίνα έδειξε ότι η χορήγηση μεθυλπρενδιζολόνης μείωσε σημαντικά τη θνησιμότητα σε ασθενείς που έπασχαν από τη νόσο (από 62% σε 46%). Προφανώς, με βάση μόνο αυτή την έρευνα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν τα φάρμακα αυτά έχουν χρησιμότητα στην αντιμετώπιση της νόσου. Για την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα μεγαλυτέρων ερευνών που βρίσκονται ήδη υπό εξέλιξη.

Άλλα αντιρευματικά φάρμακα εξετάζονται επίσης ως προς την αποτελεσματικότητά τους για την αντιμετώπιση της σοβαρής λοίμωξης από το νέο κορονοϊό, μεταξύ των οποίων η υδροξυχλωροκίνη, η τοκολιζουμάμπη και το IVIG.

Τι πρέπει να κάνει ένας ασθενής που λαμβάνει αντιρευματική θεραπεία;

Οι περισσότερες διεθνείς ρευματολογικές εταιρείες υποστηρίζουν ότι τα αντιρευματικά φάρμακα δεν πρέπει να διακόπτονται προληπτικά. Βασιζόμενη στα διαθέσιμα δεδομένα σήμερα, η ΕΡΕ τόνισε επίσης ότι η ανοσοκατασταλτική/ανοσοτροποποιητική θεραπεία δεν πρέπει να διακόπτεται προληπτικά σε όλους τους ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσα ή ρευματικά νοσήματα.

Η απόφαση για την προσωρινή προληπτικά διακοπή της θεραπείας θα πρέπει να λαμβάνεται σε εξατομικευμένη βάση από τον θεράποντα ρευματολόγο του κάθε ασθενούς και θα πρέπει να βασίζεται στη φύση και τη βαρύτητα της ρευματικής νόσου, το είδος της θεραπείας, τις συννοσηρότητες και την πιθανότητα έκθεσης στον ιό.

Η ανοσοκατασταλατική/ανοσοτροποποιητική θεραπεία πρέπει να διακόπτεται ΑΜΕΣΑ σε ασθενείς που:


Ο Αντωνίος Δημητρακόπουλος είναι Διευθυντής του Γ΄ Παθολογικού Τμήματος & Προέδρος Επιστημονικής Επιτροπής στο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center
H Γεωργία Γκόνη 
είναι Ρευματολόγος στο Γ’ Παθολογικό Τμήμα/ Ρευματολογικό Ιατρείο του νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center