«Είπα αντίο στη γυναίκα μου στο FaceTime». Με αυτή τη λιτή, πλην όμως συγκλονιστική φράση αρχίζει το κείμενό του στην Washington Post ο δημοσιογράφος Κεν Μπέκλεϊ, με το οποίο περιγράφει την τραγική εμπειρία του εξαιτίας του κορονοϊού.
Το ζευγάρι τηρούσε αυστηρά τα μέτρα για τη χρήση μάσκας, το πλύσιμο και την απολύμανση των χεριών και την τήρηση των αποστάσεων. «Ωστόσο, ο κορονοϊός με ύπουλο τρόπο κατάφερε να μας μολύνει και τους δύο», γράφει ο Μπέκλεϊ. «Δεν θα μάθω ποτέ πού, πότε και πώς, κολλήσαμε. Είχε κάνει πεντικιούρ τρεις ημέρες πριν από το πρώτο της σύμπτωμα και μια μαγνητική τομογραφία σε κέντρο απεικόνισης μία μέρα μετά το πεντικιούρ, φορώντας πάντα μάσκα. Πήγαμε σε μια κηδεία όπου μίλησε το απόγευμα πριν εκδηλωθεί το πρώτο της σύμπτωμα, αλλά δεν ήμασταν κοντά σε κανέναν, και κανένας άλλος από τους παρευρισκόμενους δεν είναι γνωστό αν είχε τον ιό», λέει.
Στις 9 Αυγούστου, η σύζυγός του Μπέκλεϊ παραπονέθηκε για πόνο στα πόδια της, που όμως εξαφανίστηκε αργότερα μέσα στην ημέρα και οι δραστηριότητές της ήταν φυσιολογικές. Το επόμενο πρωί, ξύπνησε ανίκανη να κινήσει τα πόδια της. Μετά από επτά ώρες στα Επείγοντα του νοσοκομείου, ο Κεν την έφερε πάλι στο σπίτι. Κανένας από όσους τη φρόντισαν δεν ανέφερε τη πιθανότητα της Covid-19. Αντ’ αυτού, αφού της έκαναν μαγνητικές τομογραφίες, υποψιάστηκαν ότι εκδηλώθηκε σκλήρυνση κατά πλάκας. Το ίδιο βράδυ, ο Μπέκλεϊ ένιωσε ρίγη, πόνους στο σώμα και πονοκέφαλο, το επόμενο απόγευμα, όμως, τα συμπτώματα εξαφανίστηκαν.
Και οι δύο έκαναν τεστ για τον κορονοϊό στις 12 Αυγούστου. Στο μεταξύ, ο γιος τους ήρθε από την Ινδιανάπολη για να είναι μαζί τους σε περίπτωση που είχαν περισσότερα σωματικά προβλήματα. (Έπειτα από 18 ημέρες στο ίδιο σπίτι μαζί τους, έκανε και εκείνος τεστ που βγήκε αρνητικό). «Το επόμενο πρωί [στις 13 Αυγούστου] η Οντρεϊ είχε σύγχυση και πάλι δεν μπορούσε να κινήσει τα πόδια της. Οταν την εξέτασαν οι γιατροί στα Επείγοντα, η μόνη ερώτηση που μπορούσε να απαντήσει ήταν το όνομα του προέδρου των ΗΠΑ. “Τραμπ”, μουρμούρισε. (Δεν ήταν οπαδός)», γράφει ο Μπέκλεϊ.
Εγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο με την υποψία του κορονοϊού, και δύο ημέρες αργότερα η Οντρεϊ μεταφέρθηκε σε ΜΕΘ. Το σώμα της είχε όλο και περισσότερη ανάγκη οξυγόνου από εξωτερικές πηγές, πνευματικά όμως ήταν εντάξει: «Στις 16 Αυγούστου, ρώτησε εάν μπορούσαμε να φάμε όλοι μαζί με τον γιο μας, την κόρη και την εγγονή μας που είχαν έρθει για επίσκεψη. Ηθελε παϊδάκια. Νόμιζα ότι αστειευόταν, αλλά η υπεύθυνη νοσοκόμα με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, εκτός από το κρασί που είχε ζητήσει η Οντρεϊ», θυμάται ο Μπέκλεϊ. Της πήγαν, λοιπόν, στο νοσοκομείο παϊδάκια, ψητή πατάτα και σαλάτα. Και η Οντρεϊ έστειλε μια φωτογραφία της ενώ απολάμβανε το φαγητό. Ήταν χαρούμενη.
«Οι καλές μητέρες ανησυχούν πάντα για τα παιδιά τους», γράφει ο αμερικανός δημοσιογράφος. «Το πρωί της 17ης Αυγούστου, η Οντρεϊ με γραπτό μήνυμα μου ζήτησε να βεβαιωθώ ότι ο γιος μας θα είχε ένα συγκεκριμένο φαγητό για τα γενέθλιά του εκείνη την ημέρα. Το απόγευμα, έστειλε μια selfie με τη συσκευή οξυγόνου της και είπε ότι το προσωπικό ήταν ευχαριστημένο με τα επίπεδα του οξυγόνου της. Ένας γιατρός άφησε ένα φωνητικό μήνυμα στο κινητό μου: “Απλά για να ξέρετε ότι η κυρία είναι εντάξει”».
Ωστόσο, σε λιγότερο από 12 ώρες, στις 3 π.μ., της 18ης Αυγούστου, ειδοποίησαν τον Μπέκλεϊ ότι η κατάσταση της Όντρεϊ είχε αλλάξει δραματικά. Ο άνθρωπος που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής τον ρώτησε αν συμφωνούσε με την επιθυμία της να μην την κρατήσουν στη ζωή με τεχνητά μέσα, μόνο και μόνο παρατείνοντας το αναπόφευκτο: «Το έκανα», γράφει.
«Παρά τα στεροειδή, τα αντιβιοτικά, τη δραστική ουσία ρεμδεσιβίρη και μια πειραματική θεραπεία αναρρωτικού πλάσματος, η Covid-19 κέρδισε. Αμέσως μετά τα μεσάνυχτα, στις 19 Αυγούστου, η Οντρεϊ Τζέιν Μπέκλεϊ, ετών 77, πρότυπο για όλους τους πάσχοντες με την εξουθενωτική ασθένεια, εθελόντρια στην κοινότητα, το πανεπιστήμιο και την εκκλησία, και υπέροχη σύζυγος για σχεδόν 56 χρόνια, αγαπημένη γιαγιά και προγιαγιά, πέθανε».
Η Οντρεϊ παρουσίασε για πρώτη φορά συμπτώματα σκλήρυνσης κατά πλάκας σε ηλικία 25 ετών. Η ασθένεια θα περιόριζε τελικά την κινητικότητα του δεξιού ποδιού της και χρειάστηκε να χρησιμοποιεί μπαστούνι. Η στάση της ήταν αξιοσημείωτα δυναμική μέχρι το τέλος. Αλλά ο κορονοϊός γέμισε τους πνεύμονές της. Η σηψαιμία και η κολπική μαρμαρυγή αναμίχθηκαν με τα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας και επέφεραν το τέλος.
Πολλοί ασθενείς με Covid-19 πεθαίνουν μόνοι τους, χωρίς την οικογένεια στο πλευρό τους. Όπως συνέβη και στην Οντρεϊ: «Αλλά πάντα θα ευχαριστώ τη νοσοκόμα η οποία ήταν συνεχώς παρούσα και με το κινητό τηλέφωνο μου επέτρεψε να της μιλήσω την ημέρα που πέθανε», γράφει ο Μπέκλεϊ. «Μπόρεσα να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το γάμο μας, τα παιδιά μας και την υπέροχη κοινή ζωή μας από εκείνο το βράδυ του 1964, που συναντηθήκαμε, φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Την διαβεβαίωσα ότι τα παιδιά μας και εγώ θα είμαστε καλά και θα έπρεπε να είναι ήρεμη. Δεν μπόρεσε να απαντήσει, αλλά η νοσοκόμα ήταν σίγουρη ότι η Οντρεϊ άκουσε κάθε λέξη».
Εν τω μεταξύ, αυτός ο τερατώδης ιός εξαντλούσε και τις δικές του δυνάμεις. Η Covid-19 σε συνδυασμό με την αϋπνία, την απόλυτη έλλειψη όρεξης και το άγχος για όσα περνούσε η αγαπημένη του Οντρεϊ, άφησαν τον Κεν σχεδόν άψυχο. Με τη φροντίδα των παιδιών του, όμως, τον ύπνο και την επιθυμία για φαγητό που επέστρεψαν τελικά, άρχισε μέρα με τη μέρα να δυναμώνει και πάλι. Τα συμπτώματά του έχουν από καιρό εξαφανιστεί, αλλά ακόμα πρέπει να ασκείται καθημερινά για να καταπολεμήσει κάποια βλάβη στους πνεύμονες, που του έχει δυσκολέψει την αναπνοή.
Υπάρχει άραγε κάποιο μάθημα από τη σοκαριστική ανατροπή στη ζωή αυτών των δύο ανθρώπων; «Δεν μπορώ να πείσω όσους αρνούνται να ακολουθήσουν τις συνιστώμενες προφυλάξεις υγείας, έστω κι αν είναι κοινή λογική. Μερικοί άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι επίπεδος. Αλλά απευθύνω έκκληση σε όλους τους άλλους. Σας παρακαλώ να φοράτε τις συνιστώμενες μάσκες προσώπου, να κρατάτε τις απαραίτητες αποστάσεις και να μην αγγίζετε ποτέ το πρόσωπό σας αν δεν έχετε πλύνει ή απολυμάνει τα χέρια σας. Αυτές οι πρακτικές μπορεί να μην έσωσαν τη δική μου οικογένεια, αλλά μπορούν να προστατεύσουν άλλους», γράφει ο Μπέκλεϊ.
Και συμπληρώνει: «Παρά την συνεχιζόμενη αδράνεια της εθνικής κυβέρνησης, ή ό,τι προσπάθησαν να κάνουν οι πολιτείες και οι τοπικές κυβερνήσεις, εναπόκειται σε εμάς όλους να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσουμε την πανδημία. Ας σταματήσουμε να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερους θανάτους, όπως της Οντρεϊ Τζέιν Μπέκλεϊ»
*Ο δημοσιογράφος Κεν Μπέκλεϊ είναι μέλος και πρώην πρόεδρος του Indiana Broadcast Pioneers Hall of Fame και πρώην αντιπρόεδρος του Indianapolis Press Club