Η Φραντσέσκα, γραφίστρια στο επάγγελμα, που υποφέρει εδώ και χρόνια από αϋπνίες, αποδίδει καλύτερα μετά το βραδινό φαγητό. Ο Μάρκο ξυπνάει καθημερινά στις 5 το πρωί και θεωρεί ότι τα καλύτερα σχέδιά του ως αρχιτέκτονας τα έχει σχεδιάσει ξημερώματα. Αντιθέτως, ο Λούκα είναι παραδοσιακός, καθώς το να πηγαίνει στο γραφείο στις 8 το πρωί και να φεύγει στις 5 το απόγευμα είναι το ιδανικό ωράριο εργασίας.
«Αυτό σημαίνει ότι δεν εργάζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ο κόσμος είναι χωρισμένος στα δύο: κουκουβάγιες εναντίον κορυδαλλών» γράφει η Ιρένε Μαρία Σκαλίζε της Repubblica, επικαλούμενη δημοσίευμα του BBC, σύμφωνα με το οποίο, ειδικά μετά την πανδημία της Covid-19, ολοένα περισσότεροι εργαζόμενοι πιέζουν τα αφεντικά τους να τους επιτρέπουν να εργάζονται τις ώρες που εκείνοι θεωρούν πως είναι πιο αποδοτικοί.
Η αποκαλούμενη στα αγγλικά «chronoworking» (τον όρο τον επινόησε η βρετανίδα δημοσιογράφος Ελεν Σκοτ) επιτρέπει στους εργαζόμενους να μην απασχολούνται τις τυπικές ώρες γραφείου και να επιλέγουν εναλλακτικά ωράρια που ταιριάζουν καλύτερα, καταρχάς με τον χρονότυπο του καθενός, δηλαδή με εκείνο τον χρονικό διάστημα που το σώμα θέλει πραγματικά να ξεκουραστεί μέσω του ύπνου.
Πόσοι είναι, όμως, αυτοί οι χρονότυποι; Τέσσερις, απαντά ο αμερικανός κλινικός ψυχολόγος και διακεκριμένος «γιατρός του ύπνου» Μάικλ Μπρίας. Σύμφωνα με τις έρευνές του, το 55% των ανθρώπων φτάνουν στο απόγειο της παραγωγικότητάς τους γύρω στη μέση της ημέρας, ένα 15% αποδίδει καλύτερα πολύ νωρίς το πρωί, ένα άλλο 15% προτιμά να εργάζεται αργά τη νύχτα και ένα 10% έχει πιο ακανόνιστο κιρκάδιο ρυθμό, ο οποίος μπορεί να διαφέρει από μέρα σε μέρα.
Ωστόσο, παρά αυτές τις σημαντικές διαφοροποιήσεις, το παραδοσιακό οκτάωρο, 9 το πρωί με 5 το απόγευμα, που καθιερώθηκε από τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ τον 19ο αιώνα, εξακολουθεί να είναι ο κανόνας. Οπότε, πολλοί συνεχίζουν να εργάζονται διαφορετικές ώρες από εκείνες που οι ίδιοι θεωρούν ως πιο αποδοτικές.
Σε δημοσκόπηση περιορισμένης έκτασης που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιανουάριο στις ΗΠΑ με τη συμμετοχή σχεδόν 1.500 εργαζομένων, το 94% δήλωσε ακριβώς αυτό, ενώ ένα 77% προσέθεσε ότι το τυπικό ωράριο εργασίας επηρεάζει αρνητικά τη συνολική απόδοσή του. Για να αντεπεξέλθουν, σχεδόν οι μισοί παραδέχτηκαν ότι παίρνουν… υπνάκους κατά τη διάρκεια του οκταώρου, ένα 42% καταφεύγει στην καφεΐνη και ένα 43% χρησιμοποιεί τεχνικές διαχείρισης του άγχους, όπως η ενσυνειδητότητα (mindfulness).
Πάντως, σύμφωνα με την ιταλίδα στατιστικολόγο Λίντα Λάουρα Σαμπατίνι, η ιδανική εργασιακή συνθήκη βρίσκεται κάπου στη μέση. «Το smart working κατέστησε τους ανθρώπους πολύ μοναχικούς. Είμαι υπέρ μιας υβριδικής φόρμουλας που σου επιτρέπει να εργάζεσαι εν μέρει ανεξάρτητα και σύμφωνα με τα δικά σου ωράρια, τους δικούς σου ρυθμούς και τις δικές σου ανάγκες, και εν μέρει στο γραφείο, παρουσία συναδέλφων» ανέφερε.
Οπως συνοψίζεται στο άρθρο του BBC, το «chronoworking» δεν είναι ακριβώς καινούργιο φαινόμενο, αλλά επανήλθε στο προσκήνιο λόγω της διάδοσης, τα τελευταία χρόνια, διαφόρων υβριδικών μορφών εργασίας. «Δεν ξοδεύουμε πλέον όλοι μία ώρα περίπου σε μετακινήσεις μεταξύ των προκαθορισμένων ωρών, από τις επτά έως τις εννέα το πρωί, και μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε πότε είμαστε πιο παραγωγικοί και πώς να αποδίδουμε στο έπακρο στη δουλειά μας» είπε στο BBC ο Ντιρκ Μπάιενς, καθηγητής Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Βλέρικ, στις Βρυξέλλες.
Στους εργαζομένους, ειδικά στους νεότερους, αρέσει η ιδέα να καθορίζουν τα ωράριά τους με βάση τις πιο παραγωγικές ώρες τους, ενώ σύμφωνα με τον βέλγο ειδικό, από το «chronoworking» επωφελούνται και οι εταιρείες, καθώς το να επιτρέπεται στους υπαλλήλους τους να εργάζονται όποτε εκείνοι κρίνουν, μπορεί να ενισχύσει τόσο την απόδοση όσο και την ψυχοσωματική τους κατάσταση.