Οταν ο εμβληματικός παραγωγός του Χόλιγουντ Ρόμπερτ Eβανς έλαβε το σενάριο για την ταινία «Chinatown», το διάβασε δύο συναπτές φορές, στη συνέχεια κάλεσε τους βασικούς συνεργάτες του και τους είπε πως «δεν κατάλαβα τίποτα, αλλά αντιλήφθηκα ότι είναι μια σπουδαία ταινία». Υπό τη διεύθυνσή του η Paramount είχε καταφέρει μια τεράστια εμπορική επιτυχία με το «Love Story» (1970), η οποία στη συνέχεια επαναλήφθηκε με έναν ακόμη μεγαλύτερο θρίαμβο, εισπρακτικό αλλά και καλλιτεχνικό, την ταινία «O Νόνος» (1972) του Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Το κύρος του Εβανς ήταν τόσο μεγάλο που κανένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του πετρελαϊκού ομίλου Gulf + Western (στον οποίο ανήκε τότε η Paramount) δεν μπόρεσε να του αντιταχθεί όταν ζήτησε χρήματα για την ταινία, παρότι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει την πλοκή της.
«Είναι ένα νεο-νουάρ στο στυλ του Ρέιμοντ Τσάντλερ» είπε στους πετρελαιοπαραγωγούς, οι οποίοι όχι μόνο αγνοούσαν τον κορυφαίο αμερικανό συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά μπερδεύτηκαν απόλυτα όταν ο Εβανς πρόσθεσε πως η πλοκή εκτυλισσόταν το 1937 και αφορούσε την κρίση του νερού στην κοιλάδα του Σαν Φερνάντο, τη διαφθορά πολιτικών και αστυνομικών, μια περίπτωση αιμομιξίας και το Λος Αντζελες. Σοκαρίστηκαν ακόμη περισσότερο όταν τους ανέφερε ότι η γειτονιά της Chinatown δεν είχε καμία σχέση με την ταινία και εμφανιζόταν μόνο στα τελευταία λεπτά.
Η φήμη του σεναριογράφου, μαθητή του Ρότζερ Κόρμαν, που είχε αλλάξει το όνομά του από Μπέρτραντ Σβαρτς σε Ρόμπερτ Τάουν, δεν βοήθησε: λίγα χρόνια νωρίτερα ο Ρόμπερτ Εβανς τον είχε προσλάβει για να διασκευάσει τον «Μεγάλο Γκάτσμπι», αλλά εκείνος είχε αρνηθεί υποστηρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τα καταφέρει καλύτερα από τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, τον συγγραφέα του σπουδαίου μυθιστορήματος.
Τα παραπάνω αναφέρει σε άρθρο του στη Repubblica ο Αντόνιο Μόντα, καθηγητής στην Tisch School of The Arts της Νέας Υόρκης (όπου διδάσκει Ιστορία του Κινηματογράφου) αλλά και κινηματογραφιστής, ο οποίος, μάλιστα, έχει διατελέσει και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης.
Αποφασίζοντας ο Ρόμπερτ Εβανς να αγοράσει το σενάριο, σκέφτηκε αμέσως να επιστρατεύσει για τα γυρίσματα της ταινίας τον Ρομάν Πολάνσκι. Ο σκηνοθέτης ήταν απρόθυμος να επιστρέψει στο Λος Αντζελες μετά από τη δολοφονία της συζύγου του στη σφαγή του Μπελ Αιρ, όμως αφού διάβασε το σενάριο ενθουσιάστηκε και αποδέχτηκε την πρόταση, αρχίζοντας, ωστόσο, αμέσως τις διαπραγματεύσεις για το τέλος της ταινίας.
Οπως μας πληροφορεί ο ιταλός ιστορικός του κινηματογράφου, οι Εβανς και Τάουν θεωρούσαν πως η Εβελιν Μουλρέι, η δευτεραγωνίστρια της ταινίας, έπρεπε να ζήσει, ενώ ο Πολάνσκι ήταν απόλυτα αντίθετος, υποστηρίζοντας ότι ένα ευτυχισμένο τέλος θα ερχόταν σε σύγκρουση με το νόημα της ταινίας. «Είχε απόλυτο δίκιο και χάρη σε αυτόν το “Chinatown” κατέστη, πριν από νεο-νουάρ, μια αρχαία ελληνική τραγωδία» αναφέρει ο Αντόνιο Μόντα.
Ο ιταλός ειδικός εξηγεί πως εντός αυτού του πλαισίου, της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, αποκτούν καλλιτεχνική υπόσταση τα επιμέρους στοιχεία της ταινίας, «αρχίζοντας με την αιμομιξία που διέπραξε ένας μνημειώδης και φρικτός πατέρας (τον υποδύθηκε ο Τζον Χιούστον) […] το όνομα αυτού του μεγαλοπρεπούς κακού είναι “Νόα Κρος”, το οποίο παραπέμπει στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση μέσω του Νώε και του σταυρού».
Η τραγική υπόσταση της ταινίας καταδεικνύεται, φυσικά, και μέσω της παρακμής που περιβάλλει τους χαρακτήρες: είναι άπληστοι, ανήθικοι και υπαρξιακώς ηττημένοι. Ο Πολάνσκι ήταν εκείνος που επέβαλε τη Φέι Νταναγουέι, αντιστεκόμενος στις πιέσεις του Εβανς, αρχικά για τη σύζυγό του Αλι ΜακΓκρόου και στη συνέχεια για την Τζέιν Φόντα: «Είδε στο πρόσωπό της τον συνδυασμό δύναμης και ευπάθειας που αναζητούσε για την Εβελιν και την έκανε να μοιάζει με τη μητέρα του που πέθανε στο Αουσβιτς» γράφει ο Αντόνιο Μόντα.
«Ο Τζακ Νίκολσον, ωστόσο, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, ήταν τέλειος για τον ρόλο του ιδιωτικού ερευνητή Τζέικ Γκιτς, με τη μύτη του μπανταρισμένη για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, αφού ένας μπράβος, τον οποίο υποδύθηκε ο Πολάνσκι, του την έκοψε με ένα μαχαίρι» προσθέτει.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του, ο Αντόνιο Μόντα χαρακτηρίζει αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μισό αιώνα μετά την προβολή του «Chinatown» (η πρεμιέρα έγινε τον Ιούνιο του 1974) εξακολουθεί να γίνεται λόγος από ορισμένους για την ταινία ενός σκηνοθέτη που υπονόμευσε την ποιότητα των έργων του επιλέγοντας να εργαστεί για το Χόλιγουντ.
«Παρακολουθώντας το ξανά σήμερα, αποδεικνύεται ακριβώς το αντίθετο: είναι ένα αριστούργημα. Ενας εξαιρετικά ταλαντούχος σκηνοθέτης κατάφερε να φτάσει σε επίπεδα υψηλής τέχνης, δουλεύοντας με τους καλύτερους της βιομηχανίας του Χόλιγουντ. Λίγες ταινίες έχουν αφηγηθεί την ιστορία της σήψης της Πόλης των Αγγέλων με τόσο βαθύ και αλησμόνητο τρόπο. Οσο για το τέλος, τραγικό και υποβλητικό, είναι από τα πιο όμορφα στην ιστορία του κινηματογράφου» καταλήγει ο ιταλός ειδικός.