Η Εντίθ Πιαφ, ο Τζιμ Μόρισον, η Πάτι Σμιθ, ο Λου Ριντ, η Νίκο, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Λέοναρντ Κοέν, ο Μπομπ Ντίλαν και η Μαντόνα. Οπως επίσης ο Μαρκ Τουέιν, ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο Τόμας Γουλφ, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, ο Τζακ Κέρουακ και ο Αλεν Γκίνσμπεργκ. Αλλά και η Μπέτι Ντέιβις, ο Χάμφρι Μπόγκαρτ, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο Μίλος Φόρμαν, ο Ντένις Χόπερ και η Τζέιν Φόντα.
Ολοι αυτοί (μεταξύ πολλών άλλων συγγραφέων, μουσικών, σκηνοθετών και ηθοποιών) κατέλυσαν κάποια στιγμή, για λίγο ή πολύ, στο θρυλικό Chelsea Hotel των 250 δωματίων που εξακολουθεί να στέκει επιβλητικό στην καρδιά του Μανχάταν.
Εκεί, στο δωμάτιο 205, άφησε την τελευταία του πνοή την 9η Νοεμβρίου του 1953 ο Ντίλαν Τόμας σε ηλικία 39 ετών, εκεί έγραψε ο Αρθουρ Κλαρκ την «Οδύσσεια του Διαστήματος» στα τέλη της δεκαετίας του 1960, εκεί βρέθηκε κατακρεουργημένη η 20χρονη Νάνσι Σπάνγκεν, σύντροφο του Σιντ Βίσιους των Sex Pistols, τη 12η Οκτωβρίου του 1978 στο δωμάτιο 100.
Σύμφωνα με τον Αρθουρ Μίλερ ο οποίος κατέφυγε εκεί μετά τον χωρισμό του από την Μέριλιν Μονρόε, το Chelsea Hotel ήταν «το απόγειο του σουρεαλισμού». Εχοντας ζήσει εκεί επί μία εξαετία, σημείωσε στα απομνημονεύματά του πως «αυτό το ξενοδοχείο δεν ανήκει στην Αμερική. Δεν υπάρχουν ούτε ηλεκτρικές σκούπες ούτε κανόνες ούτε ντροπή» ενώ αλλού είχε γράψει πως τη δεκαετία του 1960 στο Chelsea επικρατούσε ένα «τρομακτικό και αισιόδοξο χάος που προέβλεπε το μέλλον» αλλά και «η αίσθηση μίας τεράστιας, παραδοσιακής, προστατευτικής οικογένειας».
Σήμερα, ωστόσο, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. «Δεν μπορείς ακριβώς να περιφέρεσαι ανέμελος στο Chelsea Hotel αυτήν την περίοδο, αναβιώνοντας το μποέμικο παρελθόν του, με ένα ανοιχτό μπουκάλι κρασί στο χέρι, ας πούμε, καθώς κάνεις ένα διάλειμμα από το γράψιμο του μυθιστορήματος, τραγουδιού ή σεναρίου για το Netflix που θα καθορίσει τη γενιά σου. Ακόμη και στην περίπτωση που εμπνέεσαι από τα τρυπάνια και τις σφυριές, τη σκόνη και τα μπάζα, τα εκτεθειμένα καλώδια και τις σωληνώσεις, στο Chelsea δεν έχει γίνει καμία κράτηση από το 2011», αναφέρει στο ρεπορτάζ της η Ρόντα Κέισεν των New York Times.
Από τότε έως σήμερα το ιστορικό ξενοδοχείο διαμερισμάτων (resident hotel), το οποίο αποτελεί ένα κεφάλαιο από μόνο του στην ιστορία της αμερικανικής μητρόπολης, ανακαινίζεται διαρκώς, με αλλεπάλληλες ομάδες επιχειρηματιών να προσπαθούν (και να μην καταφέρνουν) να το μετατρέψουν σε ένα υπερπολυτελές boutique hotel.
Πρωταγωνιστές της διαμάχης όσον αφορά το μέλλον του Chelsea είναι οι περίπου πενήντα εναπομείναντες ένοικοί του που τσακώνονται μεταξύ τους ή με τους νέους ιδιοκτήτες/διαχειριστές του ακινήτου, οι οποίοι με τη σειρά τους, διαπληκτίζονται με τις δημοτικές αρχές.
Σύμφωνα με την νεϋορκέζα δημοσιογράφο η ιστορία της ανακαίνισης του νεογοτθικού ρυθμού οικοδομήματος που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα είναι η ιστορία επιχειρηματιών με μεγάλες προσδοκίες που ήρθαν αντιμέτωποι με ένα από «τα κλασικά αδιέξοδα της Νέας Υόρκης: όταν περιφρονημένοι ένοικοι κινητοποιούνται, μπορούν να αναστείλουν ένα πρότζεκτ πολλών εκατομμυρίων. Και οι ένοικοι του Chelsea, οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούν εκεί επί δεκαετίες, ξέρουν να αγωνίζονται».
Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί το γεγονός πως οι εναπομείναντες ένοικοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους. «Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό του Chelsea. Οτιδήποτε το αφορά, αποτελεί μεγάλο δράμα», σημείωσε ο Σάμιουελ Χιμελστάιν, ένας δικηγόρος από το Μανχάταν ο οποίος εκπροσωπεί όλους όσοι από τους ενοίκους τάσσονται υπέρ της ολοκλήρωσης των εργασιών ανακαίνισης και της αναβάθμισης του κατεξοχήν μποέμικου ξενοδοχείου των ΗΠΑ σε boutique hotel.
Μετά την απόρριψη, τον περασμένο Ιανουάριο, αγωγής για διατάραξη οικιακής ειρήνης και παρενόχληση ενοίκων οι εργασίες ξανάρχισαν, έπειτα από σχεδόν μία τριετία και ζημιά ύψους 30 εκατομμυρίων δολαρίων. Οι νυν ιδιοκτήτες του Chelsea ευελπιστούν πως έως το τέλος του τρέχοντος έτους το θρυλικό ξενοδοχείο θα ανοίξει ξανά τις πύλες του στους επισκέπτες του Μεγάλου Μήλου.
Κάποιοι, όμως, εξακολουθούν να εναντιώνονται στα σχέδιά τους, υποστηρίζοντας πως η επανέναρξη των εργασιών, έχει επιδεινώσει τις συνθήκες διαβίωσης στο πολύπαθο κτίριο. «Οπως η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ θα συνεχίσουμε να επιμένουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά η 61χρονη Ντέμπι Μάρτιν, επικαλούμενη την θρυλική (και γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης) δικαστίνα του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.
Δεδομένου ότι το Chelsea ανακαινίζεται εδώ και μία δεκαετία, ο Αϊρα Ντρούκιερ, ένας εκ των ιδιοκτητών του, δηλώνει πως «θα ήταν πιο εύκολο, υπό πολλές έννοιες, να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Παραδόξως δένεσαι με το Chelsea».
Σε αντίθεση με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, ο οποίος αποπειράθηκε να εκδιώξει τους εναπομείναντες ενοίκους του Chelsea και τελικά αναγκάστηκε να το πουλήσει λόγω της αντίστασης που προέβαλαν, οι νέοι επενδυτές επιδίωξαν και τελικά κατάφεραν να διευθετήσουν τις διαφορές τους με τους ενοίκους, προσφέροντάς τους μειώσεις ενοικίων, τη δυνατότητα να ανακαινίσουν τα διαμερίσματα/δωμάτιά τους και άλλα προνόμια.
Οσον αφορά την πορεία των έργων, έχει ήδη ολοκληρωθεί η ανακαίνιση στο λόμπι όπου κυριαρχούν πληθωρικοί καναπέδες, ένα πιάνο και ένας μεγάλος πολυέλαιος. Στα σχέδια προβλέπεται η δημιουργία δύο νέων εστιατορίων, διάφορων σαλονιών και ενός γυμναστηρίου/ spa στο ρετιρέ αλλά και η επαναλειτουργία του «El Quijote», του παραδοσιακού ισπανικού εστιατορίου που σταμάτησε να λειτουργεί το 2018, έπειτα από 88 χρόνια λειτουργίας, και αποτελεί τμήμα του ξενοδοχείου. Οι τιμές των δωματίων στο ανακαινισμένο Chelsea θα κυμαίνονται από 200 έως και πάνω από 600 δολάρια ανά διανυκτέρευση.
«Ακόμη και οι ένοικοι που δεν μας συμπαθούν σήμερα, νομίζω πως, τελικά, θα χαρούν που κατοικούν εκεί», ευελπιστεί ο κ. Ντρούκιερ. Γνωρίζει, ωστόσο, πως ακόμη και στην περίπτωση που δεν προκύψουν άλλα σοβαρά προβλήματα, το Chelsea Hotel θα αρχίσει να επαναλειτουργεί σε μία Νέα Υόρκη που θα εξακολουθεί να ανακάμπτει από την πανδημία, και οι δρόμοι της πιθανώς δεν θα είναι κατάμεστοι από ταξιδιώτες και τουρίστες, όπως ήταν πριν από μία διετία. «Πρόκειται ακριβώς περί αυτού που θα περίμενε κανείς από το Chelsea. Οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά στο Chelsea, απλά πηγαίνει στραβά», ανέφερε σχετικά ο κ. Ντρούκιερ.